Ήταν όλοι εκεί
Την ώρα που κυκλοφορούσε την περασμένη Παρασκευή η «Εποχή», κηδεύαμε τη Μαργαρώ στο κοιμητήριο της Καισαριανής. Ήταν όλοι όσοι την αγαπούσαν εκεί. Εκτός από όσους αντικειμενικά ήταν αδύνατο, γιατί λείπουν από καιρό. Και υποκειμενικά, γιατί τα χρόνια περνούν και για τους αεί νέους. Εκτός από τα έργα και τις ημέρες της, που έχουν ήδη πει πολλά, για τη Μαργαρώ μίλησαν η Πόπη Τζεμπελίκου, ο Παύλος Κλαυδιανός, η Θεανώ Φωτίου, ο σύντροφος στη ζωή της Νίκος Μανιός και η κόρη της Παναγιώτα. Και λίγα είπαν…
«Εκατό χρονών να πας, ελιές θα φυτεύεις πάλι»
Πολυαγαπημένη μου φίλη, συναδέλφισσα, συντρόφισσά μας Μαργαρίτα,
δεν βρίσκω λέξεις για να σε αναστήσω, όπως εσύ με τόσο λογοτεχνική μαεστρία, γιατί βαθιά τους είχες συναισθανθεί, αποχαιρετούσες συντρόφους, συντρόφισσες που αποδήμησαν.
Θα μιλήσω με τα φτωχά μου λόγια και με στιγμές εγχαραγμένες ανεξίτηλα στη μνήμη, γιατί οι στιγμές είναι οι κρίκοι που μας συνδέουν εσαεί, λειτουργώντας αστραπιαία ως αισθητήρια όργανα.
Κρατούσες από τις γενιές της προσφυγιάς του Πόντου και τη γενιά της Εθνικής Αντίστασης, μεγάλωσες στα Γιάννινα και αποφοίτησες από το πρακτικό τμήμα της Ζωσιμαίας Σχολής, όπου είχες επιλεγεί κατόπιν αυστηρών εξετάσεων.
Κατέβηκες στην Αθήνα, το πύρινο πολιτικά θέρος του ‘65, για την προετοιμασία των εισαγωγικών εξετάσεων στις ανώτατες σχολές και τρέχατε ομαδόν από τα φροντιστήρια στις διαδηλώσεις. Το βράδυ της δολοφονίας του Σωτήρη Πέτρουλα διαδήλωνες κι εσύ εκεί.
Ήρθες στη Γεωπονική τον Φλεβάρη του 1966. Μας έψαχνες, τα παιδιά της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, δεν σε ψάξαμε. Δραστήρια στο φοιτητικό κίνημα και ανήσυχο πνεύμα στα ιδεολογικά, παρακολούθησες τις δύο φωτισμένες βδομάδες μαρξιστικής σκέψης που οργάνωσε η ΕΔΑ. Έφθανες να διαβάζεις κιόλας και τα γραφτά του Γιάννη Πετσόπουλου, πέραν των προδιαγεγραμμένων κομματικών κατευθύνσεων της εποχής.
Το βράδυ της 20ης Απριλίου 1967 σε στείλαμε εκπρόσωπο, μαζί με τον Φώτη Τσίτσο, στο πανσπουδαστικό ακτίφ στα γραφεία της ΕΔΑ για την ενεργοποίηση επί των εκλογών του Μαΐου. Τα άλλα μέλη πήγανε στο σεμινάριο για τις γεωπονικές σπουδές. Το πρωί έπεσε η μαύρη νύχτα της δικτατορίας.
Όταν σε συνέλαβαν στη σχολή τον Γενάρη του ‘68, με την ευφυΐα σου, ξέφυγες τους σκοπέλους κατά την ανάκριση και πέρασες πάραυτα στη δημοκρατική νομιμότητα, τη λεγόμενη παρανομία, στις οργανώσεις ΠΑΜ, Ρήγας Φεραίος, όπου ήδη ήσουν οργανωμένη.
Αργότερα, πιαστήκαμε στο Πέραμα στις 16/11/68, μαζί με την Εύα από την Ουαλία, που έδωσε κι αυτή τον οβολό της στον αντιδικτατορικό αγώνα.
«Με ένα φου θα πέσετε», «με ένα φου θα πέσετε», πέταξες κατάμουτρα στον Μπάμπαλη στην Ασφάλεια στην Μπουμπουλίνας, όταν αυτός σου έβαζε το πιστόλι στον κρόταφο.
Παραπέμφθηκες δύο φορές στα έκτακτα στρατοδικεία της χούντας, Λάρισας και Αθηνών. Στο τελευταίο ξεκίνησες την απολογία σου, τότε που οι λέξεις ήταν πλήρεις σαφών νοημάτων, με τη φράση «Είμαι υπερήφανη που ανήκω στις προοδευτικές δυνάμεις», ενώ ο διαβόητος Λιαπής κράδαινε ως δαμόκλειο σπάθη, πεντάκις, το «κάτσε κάτω, κάτσε κάτω». Και παρακάτω, στις προκλήσεις του, πρόλαβες να αρθρώσεις «ούτε στιγμή δεν έπαψα να αγωνίζομαι κατά της δικτατορίας».
Εισέπραξες βαριές ποινές. «50 years sir», απευθύνθηκες μέσα από την κλούβα στους διερχόμενους τουρίστες, να ακουστεί η αντιφασιστική φωνή σου στην οικουμένη.
Στη φυλακή ήσουν η ψυχή του θαλάμου που έλιωνε τα σίδερα και μας υποσχόσουν κρουαζιέρα στις Κυκλάδες. «Και τα κελιά μας δικά μας είναι», αντέταξες στη φρουρά όταν ήρθε να μας χτυπήσει στον Κορυδαλλό, γιατί τραγουδούσαμε σε μια γιορτή μας. «Ήταν ιππότες, μας έβγαλαν πρώτες», δήλωνες κατά την αποφυλάκισή μας, 21/8 του ‘73, με σαρκαστική ετοιμότητα.
Είχες όπλο όχι μόνο τον πυρήνα της αντίστασης εντός σου, αλλά και την υπέρβαση των πραγμάτων. Δεν μπήκες ποτέ στη φυλακή.
Μάχιμη και στη νέα σου φοιτητική ζωή, με τα νεότερα νιάτα του μαζικού κινήματος, τον Μήτσο, τον Νίκο, την Τούλα, την Αρούς, τον Αντώνη, τον Γιώργο, τη Μίνα, την Ειρήνη, τον Δημήτρη, τη Χριστίνα, την Εύη και τόσους άλλους. Πιάστηκες μετά το Πολυτεχνείο και κρατήθηκες ξανά από την Ασφάλεια Αθηνών, τότε μεταφερμένη στη Μεσογείων. Σε απέλυσαν με τον θάνατο της μάνας σου.
Κατόπιν, στην ΑΤΕ όπου δούλευες σαν γεωπόνος, οι συνάδελφοι σε χαίρονταν καθημερινά για τις οξυδερκείς παρατηρήσεις σου στα κοινωνικά δρώμενα και το σπινθηροβόλο, ανατρεπτικό χιούμορ σου. Ήσουν ένα χαρίεν πλάσμα, Μαργαρίτα.
Πάντα παρούσα στη συνδικαλιστική σας παράταξη και στην κίνηση του ΓΕΩΤΕ.
Και πως να αγγίξω το εσώτερό σου άγαλμα, Μαργαρίτα. Εκείνο της αντοχής σε όλα, εκείνο τον ανθόκηπο των χρωμάτων του πολιτισμού και της ευαισθησίας, εκείνο της καλλιτεχνικής σου διάθεσης και φαντασίας. Τη στιβαρή σου αποφασιστικότητα στις επιλογές.
Κάτι πολύ βαθύ αποτυπώνεται στα δύο συγκλονιστικά σου κείμενα στην «Εποχή» για τα βασανιστήρια του άλλοτε και του σήμερα, στη φιλοσοφημένη επεξεργασία του προσωπικού σου βιώματος.
Στην ομιλία σου για τα 40 χρόνια του ΚΚΕ Εσωτερικού στη Νομική, δίπλα στον Τάκη Μπενά και τον Γιάννη Μπανιά, κατέδειξες την κομματική σου ταυτότητα από το 1968 στην ανανέωση του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος και την ευθύβολη κριτική σου σκέψη για τις, τότε πρόσφατες, δεκαετίες.
Η οργάνωση των Εξαρχείων ΣΥΡΙΖΑ ευτύχησε να σε έχει εκλεκτό μέλος της, με πάντα άγρυπνες τις ιδεολογικές σου κεραίες και την πολιτική σου συνείδηση.
Την προηγούμενη μέρα που σε είδα, πριν μπεις στο νοσοκομείο, μου μίλησες για τους Παλαιστίνιους και τη Μάχα στη Γάζα, που συχνά σκεπτόσουν. Μια λεπτόσωμη αγωνίστρια δασκάλα, που είχε κάνει απόπειρα αεροπειρατείας το 1970 και έμεινε φυλακισμένη περίπου ένα χρόνο στου Αβέρωφ, απομονωμένη από εμάς, τις πολιτικές. Μείναμε σύμφωνες στον στίχο του Χικμέτ «και εκατό χρονών να πας, ελιές θα φυτεύεις πάλι».
Τούτη την τελευταία ώρα, αδελφή μου εν κινδύνω, που πάντα μου έδινες συμβουλές, που πάντα έτρεχες για όλους, τώρα που κοντοζυγώνει το Πολυτεχνείο, δίνω τον λόγο σ’ εσένα για την αυλαία του αποχαιρετισμού. Έγραφες το 2011 στο bloco.gr1: «Οι εξουσίες αναστατώθηκαν το 1973, αναστατώνονται κάθε χρόνο, γιατί τους ξεβολεύει όλους αυτό το σήμα που ξέρουν όλοι τι σημαίνει. Μία είναι η βεβαιότητα: η κοινωνία υπάρχει ακόμα και πνιγμένη και τυφλή και κουφή και θαμμένη, η δυναμική της θα εκτιναχθεί. Θα βρίσκονται πάντα αυτοί οι “μη εχέφρονες”, αυτοί οι έτοιμοι να βγουν από το κανάλι της στυγερής υποταγής και να ορμήσουν γεννώντας τη ζωή».
Αντίο Μαργαρίτα, περιστεράκι στον ουρανό. Δεν θα λείπεις από τις ποικίλες μάχες που έχουμε να δώσουμε ακόμα. Θα είσαι μαζί μας, μαζί με τα αντάξια παιδιά σου, την Παναγιώτα και τον Μανώλη.
Πόπη Τζεμπελίκου
Σημείωση:
1. «Η γενιά των αφανών του Πολυτεχνείου», https://www.bloko.gr/2011/11/blog-post_1450.html (16/11/2011, αναδημοσίευση από την «Ελευθεροτυπία» άρθρου των Χ. Τζαναβάρα, Μ. Δέδε, Γ. Κιούση, Ν. Ρούμπου και Α. Βραβορίτου).
Παντοτινή μαχήτρια της Αριστεράς
Πώς να σε αποχαιρετήσουμε σήμερα; Πώς να σε αποχωριστούμε;
«Με το κεφάλι ψηλά», θα έλεγες, «βλέποντας το τώρα και το μέλλον».
Για τις γυναίκες της γενιάς μου είσαι πρότυπο ζωής. Πάντα νέα, όμορφη, η χαρά της ζωής, η χαρά του αγώνα. Γυναίκα–σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα. Μία παντοτινή μαχήτρια της Αριστεράς για τα καθημερινά και για τα όνειρα.
«Μην ξεχνάς στην ουσία», μου έλεγες. «Μιλάμε με απλά λόγια, για την ουσία. Μην ασχολείσαι με υποπεριπτώσεις. Μην ξεχνάς ποια είσαι και ποιον εκπροσωπείς».
Μια ολόκληρη ζωή, με τη στάση σου, δεν μας άφησες να το ξεχάσουμε. Πανταχού παρούσα για το χτίσιμο του σπιτιού μας, της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που καταλαβαίνει την πραγματικότητα του σήμερα και ανοίγει δρόμους για την Αριστερά του μέλλοντος.
Αυστηρή, τολμηρή, γενναιόδωρη. Η επιτομή της λέξης «συντρόφισσα».
Και όταν τα λόγια εξαντλούνταν, αλλά οι φόβοι και οι αγωνίες επέμεναν, ερχόταν εκείνο το απελευθερωτικό γέλιο σου, χαστούκι κι αγκαλιά μαζί. Το γέλιο σου, που διέλυε κάθε σύμβαση, επιφύλαξη, φόβο, μας επανέφερε στην κεντρική ιδέα. Στις δύσκολες ώρες της αμφιβολίας κατέφευγα στη στέρεα σκέψη και εμπειρία σου, αποζητούσα αυτό το γέλιο.
Θα πορευτούμε με όσα μας έμαθες: ποιοι είμαστε, ποιους εκπροσωπούμε, πώς δεν θα εγκαταλείψουμε τον αγώνα ούτε στιγμή.
Θεανώ Φωτίου
Είναι ανάμεσά μας
Δεν έφυγε, δεν πέθανε. Είναι ανάμεσά μας και θα είναι πάντα ένα φωτεινό παράδειγμα.
Για μένα ήταν. Για την προσωπική μου ζωή, για την πολιτική μου στάση.
Δεν έχει σημασία ότι όταν γνωριστήκαμε είχαμε πάρει ήδη δρόμο πολιτικό.
Έμαθα δίπλα της να σέβομαι όλους όσους αγωνίζονται. Ο καθένας, από ένα προοδευτικό μετερίζι, είμαστε όλοι χρήσιμοι, αρκεί να έχουμε μπροστά όλες ότι δεν όλες φοβόμαστε, ότι με ένα βλέμμα όλες, θα ανατρέψουμε το σκοτεινό μέλλον που όλες ετοιμάζουν.
Να ζήσουμε.
Όλες ευχαριστώ όλες και όλους που είσαστε εδώ.
Νίκος Μανιός
Με τα τραγούδια μέσα μας
Δεν ήθελα να μιλήσω, αλλά ένιωσα ότι έπρεπε να είναι εδώ κι η Μαργαρίτα και να μας πει κάτι δικό της.
Θα σας διαβάσω το τέλος από κάτι που έγραψε το 2012, μέσα στις πλατείες, μέσα στη βία, αλλά και μέσα στην ελπίδα.
«Αγαπημένοι μου νέοι σύντροφοι στην πορεία οδυνηρών ιχνών του κτήνους, είμαστε δεμένοι σε μια ακατάλυτη ανθρώπινη αλυσίδα του πόνου και της ζωής μας.
Αντιπαλεύουμε μνημονεύοντας τα τραγουδάκια που λέγαμε, όντας παιδάκια, για να περάσουμε κάτι σκοτεινά μέρη που τα φοβόμασταν, μνημονεύοντας κάτι τραγούδια του αγώνα, γιατί οι παππούδες μας είναι απέθαντοι. Έτσι, με τα τραγούδια μέσα μας εμείς, ίσως πιο πολύ από άλλους, μπορούμε να διαρρήξουμε το φαιό πλέγμα του φόβου, να μην αφήσουμε το κενό στο βλέμμα. Εμείς που είδαμε το πρόσωπο του κτήνους, πιο πολύ από άλλους θα αντιστρατευτούμε τη στρατηγική της έντασης, που τόσο περίτεχνα υλοποιεί το ελληνικό κράτος.
Αυτό προϋποθέτει διαρκή αγώνα, που θα σημαδεύει τη ζωή μας και απαιτεί αντοχή, αφοσίωση και αλληλεγγύη. Άλλωστε «και ο πόνος δικός μας είναι», όπως έλεγε η γιαγιά Λωξάντρα”.
Γεια σου, μάνα.
Παναγιώτα Μανιού
Μαχητές και μαχήτριες με έναν αέρα πάντα αμφισβήτησης
Στον Μανιό δεν λες όχι, όταν σου ζητάει κάτι. Οι κοντινοί του τον ξέρουμε ότι είναι συναισθηματικός. Έκανα, λοιπόν, την καρδιά μου κόμπο και μάζεψα όση ψυχραιμία μπορούσα να σε αποχαιρετήσω, Μαργαρώ. Και συντάσσοντας αυτές τις γραμμές αποκαλύφθηκε μπροστά μου η αδυναμία μου, μιλώντας για σένα, να φωτίσω ένα μέρος από τη διαδρομή σου, που να ερμηνεύει όμως εκείνη την αυθόρμητη αγάπη και αγωνιστικό θαυμασμό που εξέπεμπες σε νέους ανθρώπους.
Ασφαλώς, γνωρίζουμε ότι οι εποχές γεννούν τις στάσεις ζωής. Και εμείς είχαμε την τύχη –το δανείζομαι αυτό από μια διατύπωση του Κώστα Βεργόπουλου– να πορευτούμε στην εξαιρετική δεκαετία του 1960. Σ’ αυτή ευτυχήσαμε να γνωρίσουμε το φοιτητικό κίνημα και το ευρύτερο δημοκρατικό κίνημα της νεολαίας. Σ’ αυτή ανακαλύψαμε και οργανωθήκαμε στην Αριστερά, στη Νεολαία Λαμπράκη. Σ’ αυτή βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια στυγνή δικτατορία και έπρεπε η γενιά μας ν’ αντισταθεί και να παλέψει για την ανατροπή της, και ενταχθήκαμε στο ΠΑΜ και τον Ρήγα. Σ’ αυτή ενταχθήκαμε στο επαναστατικό, στο κομμουνιστικό κίνημα. Και μάλιστα στα πρώτα μας βήματα κληθήκαμε να τοποθετηθούμε –παρακάμπτοντας διαψεύσεις και πίκρες– στο ιστορικό συμβάν, τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968. Οφείλαμε τότε να ξαναστήσουμε την ιδεολογία μας και τα οράματά μας, όταν αυτά συγκρούστηκαν με την επέμβαση στην Πράγα, αλλά έμειναν πάλι όρθια. Σ’ αυτή ρουφήξαμε, άλλοι στη φυλακή, άλλοι στην παράνομη αντίσταση, άλλοι στην καθημερινότητα της βιοπάλης και των σπουδών, όσα μπορούσαμε από τα γεγονότα του Μάη του ‘68, ακόμη μια ψηφίδα στην ιδεολογική μας συγκρότηση.
Με τη Μαργαρώ, λοιπόν, κάναμε την ίδια διαδρομή την κρίσιμη αυτή δεκαετία, αλλά δεν είχαμε συναντηθεί. Ως Λαμπράκηδες είχαμε τις ξεχωριστές σχολές μας, η Μαργαρώ στη Γεωπονική, εγώ στην ΑΣΟΕΕ. Στη δικτατορία, παράλληλη μεν παράνομη δράση στον Ρήγα Φεραίο, αλλά απολύτως στεγανά. Μετά, σε γειτονικές φυλακές, στου Αβέρωφ και μετά στον Κορυδαλλό. Την 21η Αυγούστου του 1973, η συνάντηση όλων μας, των δίπλα – δίπλα και μέσα, των έξω που περίμεναν, ήταν μια υπέροχη γνωριμία σε γιορτινές στιγμές.
Έδωσα ήδη το κοινό περίγραμμα μέσα στο οποίο κινηθήκαμε. Και ήδη υπαινίχθηκα ότι υποχρεωθήκαμε, όντας σε ηλικία όπου κανείς «ακολουθεί», και χωρίς να παραμελήσουμε την πάλη κατά της δικτατορίας, να θεμελιώσουμε τη δική μας ξεχωριστή ιδεολογική προσωπικότητα. Σε σκληρή αντιπαράθεση, μάλιστα, με ό,τι έμοιαζε ιερό και σταθερό στην Αριστερά. Να βρούμε τον τρόπο να μη μας εξουδετερώσει, να μη μας αποθαρρύνει η μομφή που μας απευθυνόταν, ότι για μας η ένταξη στην Αριστερά δεν επαρκούσε για να λογιζόμαστε αριστερές και αριστεροί. Και γίναμε μαχητές, με έναν αέρα πάντα αμφισβήτησης, της Κομμουνιστικής Ανανέωσης. Ενταχθήκαμε, ενώ δεν σταματήσαμε να συζητάμε με τους συντρόφους της άλλης πλευράς, στο ΚΚΕ Εσωτερικού.
Οι αντιπαραθέσεις και οι ζυμώσεις για το πώς θα πέσει η δικτατορία, τι ρόλο έχουν να παίξουν οι δυναμικές μορφές πάλης για την ανάπτυξη μαζικού αντιδικτατορικού κινήματος, αν ο αγώνας μας είναι κυρίως αντιδικτατορικός ή και αντιϊμπεριαλιστικός, που προσβλέπει και στον σοσιαλισμό, ήταν στην ημερήσια διάταξη. Θυμάμαι, βρεθήκαμε μια ομάδα νεοαποφυλακισμένων, μαζί και η Μαργαρώ, να μας παίρνει συνέντευξη η σουηδική τηλεόραση. Ήταν λίγο πριν το Πολυτεχνείο. Τι λέμε, λοιπόν, ρωτηθήκαμε για όλα αυτά; Η Μαργαρώ ήθελε κάτι περισσότερο ως στόχο του αγώνα μας, εκφράζοντας το πνεύμα τότε των νέων, που σε λίγες μέρες θα πραγματοποιήσουν το Πολυτεχνείο.
Στην περίοδο της νομιμότητας η Μαργαρώ ήταν μέλος της Κομματικής Οργάνωσης Βάσης του κόμματος στην Αγροτική Τράπεζα και μαζί με άλλους συνάδελφους, και σεβόμενοι την αυτονομία ίδρυσαν την Αυτόνομη Δημοκρατική Συσπείρωση ΑΤΕ. Είχε πλούσια δράση και έφτασε η Συσπείρωση, με την εφημερίδα της, στέλεχός της να κατακτήσει ακόμη και τη θέση του προέδρου στο σύλλογο εργαζομένων. Υπήρξε, πραγματικά, υποδειγματική.
Τα χρόνια πέρασαν. Δεν ήλθαν τα πράγματα όπως τα σχεδιάζαμε. Την τύχη του ΚΚΕ Εσωτερικού την ξέρουμε, οι συνήθεις περιπέτειες της Αριστεράς. Η Μαργαρώ έμεινε, είχε όλα τα φόντα να αντιμετωπίσει ακόμη και τη μη ένταξη, στον χώρο αυτό με το δικό της τρόπο, το δικό της υπόβαθρο. Συμμετείχε στα κινήματα, στην αλληλεγγύη όπου απαιτούνταν. Αναγνώστρια της «Εποχής», πέρα από την «Αυγή», και ενισχύτριά της. Έγινε μέλος του ΣΥΡΙΖΑ.
Στα 40 χρόνια από τη γέννηση του ΚΚΕ Εσωτερικού, το 2008, η ΑΚΟΑ οργάνωσε μια διημερίδα, που την αφιέρωσε σε έναν από τους ηγέτες του, τον πιο εμβληματικό και ανθρώπινο, τον Μπάμπη Δρακόπουλο. Οι ομιλητές πολλές και πολλοί. Πριν πω ότι ομιλήτρια ήταν και η Μαργαρώ, θέλω να αναφέρω έναν άλλο ομιλητή, τον δήμαρχο Ανωγείων, τον Γιώργο Κλάδο. Σ’ αυτή της την ομιλία η Μαργαρώ θα μιλήσει εκ βαθέων. Το διευκόλυνε αυτό και ο τίτλος της διημερίδας. «40 χρόνια από την ίδρυση του ΚΚΕ Εσωτερικού: ρήξεις, διαψεύσεις και ελπίδες, αναστοχασμοί».
Τότε, το 2008 ακόμη δεν μπορούσαμε, όσο και αν υπήρχαν ήδη πρόδρομα στοιχεία, να προβλέψουμε το γιγάντεμα του ΣΥΡΙΖΑ. Να διακρίνουμε την υπόγεια διαδρομή των ιδεών του ΚΚΕ Εσωτερικού, που γονιμοποιούμενες και με πολλές άλλες αγωνιστικές εμπειρίες, έφτασαν έως τον ΣΥΡΙΖΑ, συναποτελώντας την ιδεολογικοπολιτική ραχοκοκαλιά του. Δηλαδή, της Αριστεράς που μπόρεσε να ανασυνθέσει ποικίλες εμπειρίες, ευαισθησίες και διαδρομές αριστερών, που έβαζε στόχο τον Σοσιαλισμό με Δημοκρατία και Ελευθερία. Και όταν χρειάστηκε, αποφάσισε να αναλάβει τις ευθύνες της μια δύσκολη περίοδο για την Αριστερά και τη χώρα. Δεν δίστασε.
Μαργαρώ, θα ήταν πολύ όμορφο, αν πιστεύαμε, να σε φορτώσουμε τώρα με μηνύματα για τις τόσες νεκρές φίλες και φίλους των χρόνων εκείνων. Αλλά ας κάνουμε και μια παρέκκλιση. Πες τους, λοιπόν, τα νέα μας, όπως εσύ ξέρεις. Αν ξεχώριζα έναν, να μην ξεχάσεις, είναι ο πιο άγνωστος αλλά και ο πιο ουσιαστικός τότε, τον Μπάμπη Θεοδωρίδη, τον καθοδηγητή της νεολαίας επί δικτατορίας. Που αγωνιούσε πολύ για την τύχη σας, όταν σας πιάσανε μαζί με την Πόπη, και μετά τον Λευτέρη, χωρίς ίσως να τον γνωρίζετε. Που έβαζε στον, παράνομο επίσης, Κοβάνη καθήκον να γράψει ρεπορτάζ από τη δίκη σας, να δημοσιευτεί στον «Θούριο».
Ο γραμματέας μας τότε, ο Θανάσης, για λόγους υγείας, δεν μπορούσε να έλθει να σε αποχαιρετήσει. Αλλά μου είπε κάτι και στο λέω: «Την αγαπούσα, Παύλο, τη Μαργαρώ, την αγαπώ. Ήταν άτομο της καρδιάς». Περιττός είναι, νομίζω, κάθε άλλος χαρακτηρισμός.
Στο καλό, Μαργαρώ.
Παύλος Κλαυδιανός