Οι «επάρατες δημοσκοπήσεις», που στις πρόσφατες εθνικές εκλογές έπεσαν έξω για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μόνο ως προς το μέγεθος της εκλογικής του συντριβής, καταγράφουν τη συνεχιζόμενη πτώση της πολιτικής του επιρροής σε ποσοστά της τάξης του 12%. Σε πείσμα της πραγματικότητας, ο κ. Κασσελάκης συνεχίζει, με απτόητη αυταρέσκεια, να διαβεβαιώνει το πανελλήνιο ότι θα είναι ο επόμενος πρωθυπουργός. Στο παιχνίδι των μεταμορφώσεων, της εναλλαγής των προσωπείων, του καιροσκοπικού τακτικισμού, όλα επιτρέπονται: από τη δημαγωγία που ταυτίζει τη «συνομιλία» με την κοινωνία με την περιφορά του μικροφώνου ενός κονφερασιέ για να ακούσει «το κοινό του», μέχρι την ευελιξία που «διορθώνει» την ομιλία στον ΣΕΒ με την ομιλία στον Economist.
Για τη νίκη βεβαίως όλα επιτρέπονται. Μόνο που όπως όλα δείχνουν, ο κ.Κ, ως κατοπτρικό είδωλο του Μητσοτάκη, αποτελεί την καλύτερη εγγύηση για την αναπαραγωγή της δεξιάς ηγεμονίας. Όσοι τον εφηύραν με το επιχείρημα-απειλή της μη επιστροφής σ’ ένα κόμμα του «3%», ξεχνούν(;) ότι εκείνο το 3% παρήγαγε δυναμικές κοινωνικού ριζοσπαστισμού που επανέφεραν την Αριστερά ως ισχυρή δύναμη στο πεδίο του πολιτικού ανταγωνισμού. Ο «κασσελακισμός», ως ρήξη με αυτή την ιστορικότητα, σηματοδοτεί την επιστροφή της στο περιθώριο.
Η διαδρομή
Ο ΣΥΡΙΖΑ ηττάται στις εκλογές του ’19 με ποσοστό 32%. Παρά την τραυματισμένη αξιοπιστία του από την περίοδο της διακυβέρνησης, οι υπαρξιακές, ταυτοτικές δεσμεύσεις της συγκρότησής του, λειτούργησαν συνεκτικά για τον «σκληρό», οργανωμένο πυρήνα του, δηλαδή για τον κόσμο της Ανανεωτικής και Ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Εντούτοις, ο Τσίπρας αποφασίζει και δρομολογεί τη στρατηγική στροφή και την ταυτοτική ρευστοποίηση, συμπυκνωμένη στο δίλημμα «αριστερός ριζοσπαστισμός ή εκλογική νίκη». Η επιλογή για μια πιο «ευρύχωρη» ταυτότητα και για τη μετάβαση σ’ ένα πολιτικό φορέα του εν γένει «προοδευτικού χώρου», θεωρείται μονόδρομος για τη νίκη. Στις εκλογές του ’23, το δίλημμα καταρρέει, καταλήγοντας στη σύζευξη «και ευρυχωρία και εκλογική συντριβή». Σ’ ένα κόμμα που διατελεί σε κατάσταση σοκ και στρατηγικής σύγχισης, η ακραία περίπτωση «ενός Κασσελάκη» εγγράφεται στην ενδεχομενικότητα.
Ο κ.Κ και η εκλογή του
Ο κ.Κ προσωποποιεί ένα παγκοσμίως αδιανόητο: Κάποιος από το πουθενά, απολύτως ξένος με την ταυτότητα, την πολιτική κουλτούρα, τις θεμελιώδεις στρατηγικές επιλογές και την ιστορική διαδρομή ενός αριστερού κόμματος, με όλα όσα δηλαδή θέλει να διαγράψει ως αριστερούς αρχαϊσμούς, (που μας συστήθηκε μέσα από το ψηφοδέλτιο επικρατείας του κόμματος για να το κοσμήσει προφανώς ως εκπρόσωπος της επικράτειας των «άριστων»), έρχεται για να διεκδικήσει την ηγεσία του. Όπως ένας CEO τη διοίκηση μιας επιχείρησης την οποία θεωρεί απαξιωμένη και θέλει να εκποιήσει τα απαρχαιωμένα περιουσιακά της στοιχεία για να την εξυγιάνει και να αυξήσει τους πελάτες. Επιλέγεται για να διεκδικήσει την ηγεσία ενός κόμματος το οποίο, στην ουσία θέλει να καταργήσει.
Ο κ.Κ εκλέγεται! Και η εκλογή γίνεται το μοναδικό επιχείρημα της νομιμοποίησής του ως προέδρου, απέναντι σέ όλα όσα την απονομιμοποιούν πολιτικά και ηθικά. Καμιά ουσιαστική αντιπαράθεση δεν υπήρξε επ’ αυτού, ώστε να εκλογικευτεί το ερώτημα «ποιός πρέπει να φύγει». Χωρίς αυτήν, οι αποχωρήσεις, ατομικές ή ομαδικές, καταλήγουν σ’ ένα παθητικό αναχωρητισμό χωρίς συλλογικό πολιτικό διακύβευμα. Το ύστατο ορόσημο της σύγκρουσης είναι η επικείμενη σύνοδος της Κ.Ε.
Ο τρόπος που διενεργείται η εκλογή αποτελεί την κατάργηση του ορθολογισμού – πρώτα η ψηφοφορία, και η συζήτηση για την κρίση μετά και όποτε ! Από πολιτική διαδικασία, η εκλογή μετατράπηκε σε στοίχημα, στη λογική του οποίου ενσωματώθηκαν όλοι. Η ανοχή στις «παραλείψεις» του βιογραφικού του κ.Κ και στις λαθροχειρίες κατά την έγκριση της υποψηφιότητάς του θεωρήθηκε σύμφυτη με τη δημοκρατική κουλτούρα του κόμματος. Το πνεύμα της «αβρότητας» προς τον επισκέπτη κυριάρχησε, ακόμα κι αν παρέπεμπε σε «αυτοκτονίας εγκώμιον».
Το στοίχημα το κέρδισε η λαϊκιστική απεύθυνση σ’ ένα ετερογενές «εκλεκτορικό πλήθος», διαμορφωμένο με τις τεχνικές της γνωστής δημοκρατικής στρέβλωσης, με τη συνδρομή και της συνομωσιολογίας περί «υπονομευτών». Το απλουστευτικό αφήγημα της έλευσης του «νέου μεσσία» με την επαγγελία της γρήγορης νίκης, κέρδισε τις περιττές «πολιτικούρες».
Η Καινή Διαθήκη του «κασσελακισμού»
Όσο κι αν η γραφικότητα ως στοιχείο της περίπτωσης του κ.Κ δεν μπορεί να αγνοηθεί (ο σαρκασμός κάνει πάρτι στο διαδίκτυο), ο κασσελακισμός, το «αφήγημα» που επιστρατεύεται για να αναιρέσει ολοκληρωτικά την ύπαρξη, όχι απλώς ενός κόμματος αλλά ενός ιστορικού ιδεολογικού και πολιτικού ρεύματος, δεν πρέπει να υποτιμηθεί.
Οι τρείς πυλώνες του αφηγήματος είναι: Αριστερά σύγχρονη, πατριωτική και κυβερνώσα. Η αναλυτική σαφήνεια μπορεί να λείπει, αλλά οι προσδιορισμοί λειτουργούν ως σημάνσεις για την ολοκλήρωση της μετάλλαξης προς «το κόμμα της δημοκρατικής παράταξης».
Το αφήγημα είναι ένα ιδεολογικό-επικοινωνιακό υβρίδιο, νεοφιλελεύθερου κοινωνισμού και ταξικού ΣΥΝεργατισμού. Συστατικά του είναι οι «ιδέες» του κ.Κ, που τις ανασύρει από εκλαϊκευτικά εγχειρίδια νεοφιλελευθερισμού (που τις ξεχνά και τις θυμάται κατά περίπτωση), αλλά και οι επικοινωνιακοί αυτοσχεδιασμοί του.
Η θεωρητική ασυναρτησία του αφηγήματος είναι καταφανής αλλά δεν είναι πρόβλημα. Το ζητούμενο είναι να λειτουργεί το αφήγημα ως τσελεμεντές πολυσυλλεκτικής απεύθυνσης, χρήσιμος για τη διαμόρφωση κυβερνητικών πλειοψηφιών στα όρια ενός «εξανθρωπισμένου» καπιταλισμού.
Το υβρίδιο είναι αντιπολιτικό μέχρι μυελού οστών. Όχι μόνο γιατί υποβιβάζει την πολιτική σε επικοινωνιακή πόζα. Αλλά επειδή, απέναντι στη διάψευση συλλογικών προσδοκιών και αγώνων εναντίον των ανισοτήτων, αντιπροτείνει το δρόμο των «εξατομικευμένων» διαπραγματεύσεων και διευθετήσεων, την πολιτική των προσαρμογών απέναντι στην πολιτική που φιλοδοξεί να μετασχηματίσει το υπάρχον, στην πολιτική της μακράς ιστορικής διάρκειας.
Το υβρίδιο είναι εν δυνάμει αντιδραστικό. Το ζεύγος πατριωτισμός – νεοφιλελεύθερος κοινωνισμός ακουμπάει επικίνδυνα την ακροδεξιά ιδεολογία.
Καθολική απόρριψη
Ο κόσμος της Ανανεωτικής και Ριζοσπαστικής Αριστεράς μέσα και γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ, υφίσταται από το 2019 την πίεση για την αναίρεση της ταυτοτικής του ύπαρξης. Ο κ.Κ και ο «κασσελακισμός» μας προτείνει την «τελική λύση» της υπαγωγής μας στο πολιτικό και ιδεολογικό «τίποτα». Κανένας «διάλογος» και καμιά «ενωτολογία» δεν μπορεί να μας υποχρεώσει. Τη μάχη της «βαριάς ιστορίας» εναντίον της «αβάσταχτης ελαφρότητας» θα τη δώσουμε. Τα δικά μας, τα προγραμματικά και τα οργανωτικά, τις αντιθέσεις μας θα τα συζητήσουμε «εντός της κοινότητας»: Μοιραζόμαστε μια ιστορικότητα για την οποία αισθανόμαστε περηφάνεια, διαθέτουμε μια θεωρητική οικειότητα, αναγνωριζόμαστε σε μια κοινή πολιτική γλώσσα. Ο κ.Κ είναι ασύμβατος με όλα αυτά. Αλλά εμείς δεν μπορούμε επ’ αυτού να κάνουμε κάτι.