Για ποιον χτυπά η καμπάνα;
Θέλει τέχνη η αντιστροφή της πραγματικότητας. Το να κάνεις το άσπρο μαύρο, δεν είναι απλή υπόθεση. Χρειάζονται συγκεκριμένες ικανότητες, σαφής στόχευση, μαεστρία. Αλλά και θράσος, περίσσιο θράσος.
Κάτι που, κατά πώς φαίνεται, περισσεύει εντός και πέριξ του νέου προεδρικού γραφείου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Υπό το βάρος των νέων –αρνητικών για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης– δημοσκοπήσεων, έχει πράγματι ενδιαφέρον να αποκωδικοποιήσει κανείς τη «γραμμή» μέσω της οποίας επιχειρείται να αιτιολογηθεί η κακή εικόνα του κόμματος και η δυσκολία να αντιστραφεί το εναντίον του κλίμα. Σε μια προσπάθεια στοχοποίησης των …συνηθισμένων υπόπτων –που εδράζεται στη λογική του «εσωτερικού εχθρού»– χωρίς καμία διάθεση να ανιχνευθούν τα βαθύτερα αίτια της διαρκούς κάμψης, αλλά και σε μια επίδειξη άκρατου κυνισμού που δεν συνάδει με την παράδοση, τους κώδικες και τις αρχές της Αριστεράς, μέλη της νέας ηγετικής ομάδας επιχειρούν να αιτιολογήσουν τα δυσμενή ευρήματα μέσω της συστηματικής αποδόμησης των επιτευγμάτων του ΣΥΡΙΖΑ και –κατά συνέπεια– της πορείας, της ιστορίας και των πρωταγωνιστών του.
Και από αυτή την αποδόμηση δεν γλιτώνει, εκ των πραγμάτων, κανείς: ούτε καν ο πρώην πρόεδρος του κόμματος, για το όνομα και την προστασία του οποίου (υποτίθεται πως) κόπτεται η σημερινή ηγεσία.
Τα γεγονότα
Εξηγούμαστε. Όταν η νυν γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας Θεοδώρα Τζάκρη, σε συνέντευξή της προ ημερών στην Εφημερίδα των Συντακτών, χαρακτηρίζει «άδικα πολλά από όσα ειπώθηκαν την περίοδο 2011-2015» (όταν η ίδια ήταν ακόμη στο ΠΑΣΟΚ), τονίζοντας πως «εκκρεμεί μια συγγνώμη για όλα όσα ακούστηκαν τότε από ανθρώπους που αποτελούν το ¼ της σημερινής ηγεσίας μας», συμπεριλαμβάνει –ναι ή όχι;– και τον Αλέξη Τσίπρα σε αυτούς που πρέπει να ζητήσουν αυτή τη συγγνώμη;
Όταν στην ίδια συνέντευξη επισημαίνει πως «στα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ, την οικογενειακή αριστοκρατία της Δεξιάς την αντικατέστησε η γραφειοκρατική αριστοκρατία των ελίτ της Αριστεράς», στοχεύει –ναι ή όχι;– και στην προηγούμενη ηγεσία του κόμματος, του πρώην προέδρου συμπεριλαμβανομένου;
Όταν η εκπρόσωπος Τύπου, Θεοδώρα Αυγέρη, χαρακτηρίζει «πεθαμένο λικέρ» τον προ Κασσελάκη ΣΥΡΙΖΑ, υποτιμά –ναι ή όχι;– τη συνεισφορά του Αλέξη Τσίπρα;
Όταν ο ίδιος ο Στέφανος Κασσελάκης, στην πρώτη, μετά την εκλογή του, δήλωση, μίλησε για το «φως που κέρδισε» –σε αντιδιαστολή, προφανώς, με το σκοτάδι που κατά την άποψή του κυριαρχούσε μέχρι τότε στην Κουμουνδούρου– ή όταν, σχολιάζοντας τα αποτελέσματα του β’ γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών, έλεγε πως «πριν από τον πρώτο γύρο είπα αυτό που δεν έχει πει κανένας αρχηγός κόμματος ποτέ: πως στον δεύτερο γύρο, θα στηρίξουμε κάθε προοδευτικό υποψήφιο», ακύρωνε –ναι ή όχι;– όλη την τακτική του προκατόχου του; «Κανένας αρχηγός κόμματος ποτέ», τόνισε εμφατικά.
Όταν, ακόμα και σήμερα, υπάρχουν οι γνωστές …στεντόρειες φωνές που εξακολουθούν να δαιμονοποιούν το «μαξιλάρι» των 37 δισ. –στοχεύοντας ευθέως το τότε οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, προεξάρχοντος του Ευκλείδη Τσακαλώτου– υποτιμούν, ναι ή όχι;, τον τότε πρωθυπουργό, ο οποίος επανειλημμένα έχει δημόσια υπερασπιστεί τη συγκεκριμένη επιλογή;
Όταν τις τελευταίες ημέρες διακινούνται, μέσω διαδικτυακών λογαριασμών φιλικών προς την (κάθε) ηγεσία του κόμματος, εκ του πονηρού υπονοούμενα και ψίθυροι για χρέη του ΣΥΡΙΖΑ –δίνοντας έτσι λαβή σε αντιπάλους να επιτεθούν στο μόνο κόμμα που δεν χρωστάει– αμφισβητείται, ναι ή όχι;, η καθαρότητα της διαχείρισης της προηγούμενης ηγεσίας;
Περί «υπονομευτών» ο λόγος
Και αυτά δεν είναι ρητορικά ερωτήματα. Εδράζονται σε πραγματικά δεδομένα και απαιτούν συγκεκριμένες απαντήσεις. Κι αν οι προαναφερθείσες αναφορές καθίστανται υποχρεωτικές, είναι γιατί, όπως φαίνεται, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει εκλείψει πια η κοινή λογική. Έχει εκλείψει η δυνατότητα ανταλλαγής πολιτικών επιχειρημάτων και η όλη συζήτηση εξαντλείται στο κυνήγι και στην εξαφάνιση του «εσωτερικού εχθρού».
Γιατί όταν όλο το αφήγημα –από την πλευρά της ηγεσίας– στήνεται στη βάση των «υπονομευτών» του κόμματος και του Αλέξη Τσίπρα και όχι στη βάση της πολιτικής αντιπαράθεσης με επιχειρήματα, με σεβασμό στα πρόσωπα, στις κομματικές λειτουργίες, στη συλλογικότητα, έχει σημασία να βλέπουμε ποιοι είναι αυτοί που επιδιώκουν το ξαναγράψιμο της Ιστορίας από την αρχή.
Ποιοι είναι αυτοί που τεχνηέντως, αν και ορκίζονται στο όνομα του πρώην προέδρου, αποδομούν μέρα με τη μέρα όλη την προηγούμενη περίοδο (που κάθε άλλο παρά ιδανική ήταν).
Το έχουμε ξαναπεί: οι διαφωνίες με τη νέα ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι καθαρά πολιτικο-ιδεολογικές. Η προσπάθεια μετάλλαξης του κόμματος στα πρότυπα των αμερικανών Democrats (σύμφωνα με δήλωση του ίδιου του Σ. Κασσελάκη) και η απέκδυσή του από οτιδήποτε θυμίζει ριζοσπαστική Αριστερά –με εκφωνήσεις πέραν των όποιων ψηφισμένων θέσεων– είναι αυτή που δημιουργεί τα εκρηκτικά προβλήματα στο εσωτερικό του.
Τα οποία προβλήματα επιτείνουν οι απαράδεκτες απειλές περί διαγραφών, η διάχυτη αλαζονεία της νέας ηγετικής ομάδας, η προσβλητική απόπειρα φίμωσης της διαφορετικής άποψης.
Με μια κρίσιμη Κεντρική Επιτροπή προ των πυλών, δηλώσεις όπως αυτές του Πέτρου Παππά (εκ του στενού πυρήνα της νέας προεδρικής φρουράς), ο οποίος έσπευσε να προκαταλάβει αποφάσεις οργάνων –«τα όργανα θα συνεδριάσουν και θα αρθούν στο ύψος των περιστάσεων. Η απόφασή τους είναι δεδομένη, δεν μπαίνω καν στη σκέψη ότι τα όργανα δεν θα κάνουν αυτό το οποίο πρέπει, το καθήκον τους», έλεγε προ ημερών στο Open– είναι σαφές πως προϊδεάζουν για τη βούληση της ηγεσίας και κάθε άλλο παρά συμβάλλουν στην εξομάλυνση του εσωκομματικού κλίματος.
Κι αν νομίζει κανείς πως τα παραμύθια περί «υπονομευτών» πιάνουν, ας απαντήσει καλύτερα στο ερώτημα που πολύς –πάρα πολύς– κόσμος θέτει: ποιος, κατά κύριο λόγο, πλήττεται όταν επιχειρείται η αποδόμηση του παρελθόντος του ΣΥΡΙΖΑ; Ποιος «φωτογραφίζεται» όταν αμφισβητούνται κορυφαίες επιλογές του παρελθόντος; Ποιος αποκαθηλώνεται όταν αμαυρώνεται αυτό το παρελθόν;
Κι ελάτε μετά να ξαναμιλήσουμε για υπονόμευση.