Την Τετάρτη 1η Νοεμβρίου, εκατοντάδες αναγνώστριες και αναγνώστες της Εποχής παρακολούθησαν τη διαδικτυακή γενική της συνέλευση, που είχε στόχο την επίτευξη της βιωσιμότητάς της και τη μελλοντική προοπτική της, η οποία συνδέεται, προφανώς, με τις σύγχρονες πολιτικές εξελίξεις, κυρίως στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αλλά και γενικότερα στη ριζοσπαστική Αριστερά. Πολλοί ήταν οι άνθρωποι και στη ζωντανή εκδήλωση που οργανώσαμε, την Δευτέρα 7 Νοεμβρίου στο Τριανόν, στους οποίους πρέπει να προστεθούν και περίπου χίλιοι ακόμη που την παρακολούθησαν από το διαδίκτυο, ενώ τα άτομα που επισκέφτηκαν την ιστοσελίδα μας τις ώρες της πραγματοποίησης της συγκεκριμένης εκδήλωσης ήταν αρκετές χιλιάδες. Ας θεωρήσουμε τα δύο αυτά συμβάντα ως ένα ενθαρρυντικό μήνυμα για τη συνέχιση, με νέους όρους και νέα πρόσωπα, ενός τολμηρού εκδοτικού εγχειρήματος που έρχεται από πολύ παλιά και συνεχίζεται μέχρι σήμερα με ανιδιοτέλεια και πείσμα.
Με την ευκαιρία της νέας περιόδου στην οποία έχουμε μπει θέλοντας και μη, αυτή η στήλη αναδημοσιεύει σήμερα δύο κείμενα που γράφτηκαν στην εφημερίδα μας, το 1993, δηλαδή πριν από τριάντα χρόνια, όταν ο χώρος της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς, αλλά και η εφημερίδα μας, αντιμετώπιζαν δυσκολίες εξίσου σοβαρές με τις σημερινές. Συγγραφείς των δύο αυτών κειμένων ήταν ο αείμνηστος Άγγελος Ελεφάντης, συνιδρυτής της Εποχής και εκδότης του περιοδικού Ο Πολίτης, και ο νεαρός τότε Βασίλης Παπαστεργίου, ένας εκ των ομιλητών της προαναφερθείσας εκδήλωσης στο Τριανόν, ο οποίος έχει επίσης συνυπογράψει το κείμενο των 51 ανένταχτων αριστερών πολιτών με τίτλο «Να ξαναπιάσουμε το νήμα της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς» (βλ. epohi.gr, Σάββατο 4 Νοεμβρίου).
Στο άρθρο του Ελεφάντη είναι έκδηλη η απογοήτευσή του από την συντριβή που υπέστη, στις εκλογές του Ιουνίου 1989, το ΚΚΕ εσωτερικού-Ανανεωτική Αριστερά (0,28%), δηλαδή το κόμμα που ως φορέας της κομμουνιστικής ανανέωσης ίδρυσε την Εποχή, μετά τη διάσπαση του ιστορικού ΚΚΕ εσωτερικού, το 1987. Αντίβαρο στην πολιτική και οργανωτική ήττα του συγκεκριμένου εγχειρήματος, αλλά και αντίδοτο στην γενικευμένη τότε αριστερή μελαγχολία, λόγω και της κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ήταν κατά τον Ελεφάντη, η Εποχή, η μικρή εβδομαδιαία εφημερίδα της Ανανεωτικής Αριστεράς που τότε πουλούσε μόλις… 3.000 φύλλα. Ο Άγγελος, αφού εκθειάζει τη θαρραλέα και πολιτικώς ορθή στάση της σε διάφορα θέματα κατά τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια της λειτουργίας της, υποστηρίζει ότι αυτή πρέπει, συνεχίζοντας την καλή δουλειά της, να προχωρήσει σε μια ευρεία ανανέωση των συνεργατών και τις συνεργατριών της ώστε να γίνει «η σοβαρότερη και αξιολογότερη εφημερίδα της Ελλάδας». Εξ ου και ο προκλητικός τίτλος του άρθρου του: «Καιρός να καταργηθούμε».
Ο Παπαστεργίου στο δικό του άρθρο με τίτλο «Καιρός να καταργηθούμε, καιρός να οργανωθούμε», ενώ συμφωνεί με τη διαπίστωση του Ελεφάντη για το σημαντικό ρόλο της Εποχής και την «πρόκλησή» του για την ανάγκη βελτίωσής της, θεωρεί αναγκαία τη συζήτηση για την ανάγκη ανάληψης μιας προσπάθειας με στόχο «να ξαναφτιάξουμε (εκ του μηδενός) ένα νέο ‘εμείς’, μια συνείδηση (όχι, βέβαια, στρατιωτικού τύπου) ανάμεσά μας ότι αποτελούμε ένα υποκείμενο που μπορεί να θέτει στόχους και να τους υπηρετεί μέσα από τη δράση του στο μαζικό κίνημα». Δεν μας ταιριάζει, γράφει, «μόνο η ιδιότητα του παρατηρητή ή του αναγνώστη μιας καλής αριστερής εφημερίδας».
Η εξήγηση της διαφοράς στις δύο προσεγγίσεις είναι ότι ενώ ο Ελεφάντης, μετά την ήττα του Ιουνίου 1989 συνέχισε μεν την πολύτιμη παρέμβασή του στο χώρο των ιδεών, αλλά αποχώρησε από την οργανωμένη πολιτική δράση, ενώ ο Παπαστεργίου εξακολούθησε να είναι ενεργός πολιτικά, ως μέλος της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος, της νεολαίας του ΚΚΕ εσωτερικού-Ανανεωτική Αριστερά, το δε 1993 ανήκε επίσης στην Ανανεωτική Κομμουνιστική και Οικολογική Αριστερά, την ΑΚΟΑ, η οποία ως γνωστόν αυτοδιαλύθηκε το 2013 ενσωματούμενη στον ενιαίο ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου υπήρξε εκ των βασικών ιδρυτικών συνιστωσών.
Οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες της Εποχής θα κρίνουν αν, πέρα από το ιστορικό ενδιαφέρον των προαναφερθέντων δύο άρθρων, συμφωνούν με την άποψή μας ότι αυτά παραπέμπουν σε έναν παραλληλισμό μεταξύ της περιόδου που γράφτηκαν και της σημερινής, η οποία συνιστά μια νέα τομή στην εξέλιξη της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς στη χώρα μας, που βάζει νέα καθήκοντα στην εφημερίδα μας.
Επιμέλεια: Χάρης Γολέμης
Καιρός να καταργηθούμε
«Το ζήτημα είναι τώρα τι κάνουμε», μου λέει ο Χάρης καθώς, ξενυχτισμένοι, μαζευτήκαμε στο τυπογραφείο της Εποχής και ξύναμε την κούτρα μας για να βρούμε κάτι να γράψουμε. Το σκέφτηκα το ζήτημα. Δίκιο έχει. Κάτι πρέπει να κάνουμε. Αλλά ποιο πράγμα;
«Να βγάλουμε μια εφημερίδα», έλεγαν οι παλιοί (και οι νέοι). Αλλά αυτή η εφημερίδα, η Εποχή, βγαίνει εδώ και τέσσερα χρόνια, τώρα πάει για τον πέμπτο της χρόνο. Ξεκίνησε ως όργανο του ΚΚΕ εσωτερικού-Ανανεωτική Αριστερά και γενικότερα της κομμουνιστικής ανανέωσης, η κομμουνιστική ανανέωση όμως, η εκπροσωπούμενη από το ΚΚΕ εσωτ.-Α.Α., δια της λαϊκής ετυμηγορίας, μετά το καλοκαίρι του 1989, έπαψε να αποτελεί συζητήσιμη πολιτική (και οργανωτική) πρόταση για την Αριστερά. Ήρθε στη συνέχεια και η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» που, ανεξαρτήτως των απόψεων και της πρακτικής του χώρου αυτού (απόψεων και πρακτικής που πάλευαν ακριβώς να ηττηθεί ως άποψη και πρακτική ο «υπαρκτός» ενάντια σε κείνους που πούλαγαν μανταρίνια στον Γιαρουζέλσκι και στους άλλους που χειροκροτούσαν για τα επιτεύγματα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού) διέλυσε και αποδυνάμωσε ακόμα πιο πολύ τον αριστερό αυτό χώρο. Η Εποχή στο πόστο της, τη σημαία ψηλά. Πρασίνησε, πρασινοκοκκίνησε, έγινε εφημερίδα της ανανεωτικής Αριστεράς, όπως λέει ο υπότιτλός της, συνεχίζει να μάχεται για τα νέα κοινωνικά κινήματα, για την οικολογία, για τους φαντάρους, για τους εκπαιδευτικούς, για τα σκάνδαλα, για το ρατσισμό, τον εθνικισμό. Κάνει, τέλος πάντων, ό, τι μπορεί. Τι είναι όμως αυτή η εφημερίδα που μας υποχρεώνει, κάθε Σάββατο, να ξύνουμε την κούτρα μας να βρούμε τι να γράψουμε;
Είναι κατ’ αρχήν, και κυρίως, περίπου τρεις χιλιάδες άνθρωποι αριστεροί που την αγοράζουν και την περιμένουν κάθε Κυριακή πρωί. Χωρίς αυτούς δεν θα μπορούσε να υπάρξει, όχι μόνο γιατί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αυτοί έχουν επωμισθεί το οικονομικό βάρος της εφημερίδας, αλλά γιατί χωρίς αυτούς δεν θα υπήρχε κοινωνός για τα γραφόμενα των «δημοσιογράφων» της. Τρεις χιλιάδες άνθρωποι, χαράς τα λάχανα. Μια κουβέντα να πει κανείς στα ερτζιανά ή στις μεγάλες εφημερίδες κι ακούγεται από εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους (άρα, λένε, επηρεάζει κόσμο πολύ, «παρεμβαίνει»). Συμβαίνει, όμως, αυτοί οι τρεις χιλιάδες αναγνώστες και αναγνώστριες να μην είναι νοσταλγοί μιας ανύπαρκτης Αριστεράς και ρέκτες μιας «αντισυναινετικής γραμμής» αλλά πολίτες που, σε ορισμένα τουλάχιστον προβλήματα, να μην έχουν αποδεχτεί καμιά από αυτές τις ιδέες του συρμού που συγκροτούν το «φρενοκομείον η Ελλάς*». Δεν χειροκρότησαν την περεστρόικα του Γκορμπατσώφ ως νέα αυγή του σοσιαλισμού, δεν πίστεψαν ότι ο Οκέττο αναδομεί δημιουργικά τον ιταλικό κομμουνισμό, δεν πίστεψαν ότι στο Μάαστριχτ κτίζεται η Ευρώπη της ειρήνης και της κοινωνικής δικαιοσύνης, δεν θαμπώθηκαν από το θέαμα της «καταιγίδας της ερήμου» στον πόλεμο του Κόλπου, δεν θεώρησαν ότι η οικουμενική του Ζολώτα θα ξεβάλτωνε τον τόπο, δεν θεωρούν (χοντρικά, βέβαια) ότι ο μαρξισμός είναι μια χρεωκοπημένη ουτοπία, δεν πίστεψαν ότι τα οικολογικά ζητήματα λύνονται με τον υγιεινισμό και τα δήθεν προγράμματα προστασίας του περιβάλλοντος, δεν ύμνησαν την ελεύθερη αγορά και την ιδιωτική οικονομία, δεν τους άρεσαν οι μεταρρυθμίσεις του Σουφλιά, τίποτε απ’ όσα έγιναν τα τελευταία χρόνια δεν τους γέμισε την ψυχή, σε τέτοιο σημείο μάλιστα που οι απόψεις τους θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν από μια ορισμένη σκοπιά, δαιμονολογικές και καταστροφικές.
Δεν νομίζω ότι χοντρικά έχουν άδικο αυτοί οι τρεις χιλιάδες αριστεροί, ανάμεσά τους και εγώ και όσοι μαζευόμαστε να φτιάξουμε την Εποχή. Λάθος έχουν οι πολλοί, αυτοί που καταμετριούνται κατά εκατοντάδες χιλιάδες στην κυκλοφορία των άλλων εντύπων. Αλλά το ζήτημα δεν είναι να πούμε μπράβο στον εαυτό μας. Το ζήτημα είναι να καταλάβουμε ότι, για ορισμένα τουλάχιστον θέματα, ούτε εμείς οι λίγοι ούτε οι πολλοί έχουμε πλέον περιθώρια αδράνειας, ούτε αδιαφορίας, ούτε αναμονής.
Για τον εθνικισμό, το νεοναζισμό, το νεορατσισμό, το νεοσυντηρητισμό θέλω να πω. Αν πριν από είκοσι ή δέκα χρόνια ή και πέντε χρόνια μάς έλεγε κάποιος ότι εν έτει 1993 θα ασχολούμαστε με προβλήματα όπως η «φυλή», το «όνομα», οι «αλβανοί εγκληματίες», τα «ξυρισμένα κεφάλια των νεοναζιστών», ότι αυτά θα είναι τα πολιτικά προβλήματα του τέλους του αιώνα, σίγουρα θα λέγαμε ότι δεν έχει νόημα η πολιτική. Δεν είναι παρά μια ματαιότητα που ανακυκλώνει τα προβλήματα. Κι όμως είμαστε καρφωμένοι πάνω σ’ αυτή τη ματαιότητα, δεν μπορούμε να καμωνόμαστε ότι δεν μας νοιάζει.
Τι να κάνουμε λοιπόν, ρωτάει ο Χάρης, ρωτούν όλοι, ρωτάμε όλοι μας. Όσο και να φανεί λίγο, ευτελές, χωρίς συνέπειες πάνω σε όσα ζοφερά γίνονται γύρω μας, πρέπει να κρατήσουμε με τα δόντια την Εποχή. Κανείς δεν διαφωνεί με αυτό. Όμως εμείς που ξύνουμε την κούτρα μας για να βρούμε τι θα γράψουμε, ξέρουμε πολύ καλά ότι, πρώτον, δεν επαρκούμε και δεύτερον, δεν είμαστε οι μόνοι και αναντικατάστατοι.
Όσο σκέφτομαι πόσοι επαρκέστατοι κοινωνιολόγοι, οικονομολόγοι, φιλόσοφοι, καλλιτέχνες-άνθρωποι δηλαδή του λόγου-υπάρχουν γύρω μας και ανάμεσά μας, πόσοι άνθρωποι έντιμοι και με βαρύτητα βρίσκονται ανάμεσα σ’ αυτούς τους τρεις χιλιάδες αναγνώστες της Εποχής, τόσο μια κάποια δόση αισιοδοξίας συνοδεύει το άνοιγμα αυτού του χρόνου. Δεν κάνω έκκληση. Πολύ απλά: είναι πρόκληση που έρχεται από τα πράγματα. Πολύ απλά η Εποχή μπορεί να γίνει η σοβαρότερη και αξιολογότερη εφημερίδα της Ελλάδας. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε κι ίσως έτσι ανοίξουν και άλλοι δρόμοι. Με έναν και μόνο όρο: να αβγατίσουν οι συνεργάτες και οι συνεργάτισσες της Εποχής. Εύχομαι μέσα στο ’93 να μη γράφω κάθε Σάββατο, ούτε ο Δαμιανός, ούτε ο Βούτσης, ούτε ο Κανέλλης, ο Φίλης, ο Τερζής, ο Γολέμης, ο Καπάκος, ο Κοβάνης, ο Κλαυδιανός. Να καταργηθούμε.
Άγγελος Ελεφάντης
Κυριακή 3 Ιανουαρίου 1993, αριθμός φύλλου 196.
Καιρός να καταργηθούμε,
καιρός να οργανωθούμε
Ανοίγοντας την Εποχή της περασμένης Κυριακής, έξω από το περίπτερο και με 30 πόντους χιόνι ολόγυρα, το μάτι μου έπεσε στον τίτλο του σημειώματος του Α. Ελεφάντη: «Καιρός να καταργηθούμε». Ο τίτλος, σκόπιμα βέβαια προκλητικός, σε προδιέθετε για ένα εκ βαθέων -μέρες που ήτανε- κείμενο που θα διαπίστωνε τα αδιέξοδα, που όλοι λίγο πολύ βλέπουμε και καταλαβαίνουμε, και θα κατέληγε σ’ αυτό που εκ πρώτης όψεως φαίνεται να εννοεί ο τίτλος. Καιρός να καταργηθούμε, να το διαλύσουμε τώρα, να κλείσει κι η Εποχή, να τελειώνει αυτή η ιστορία.
Το κείμενο του Α. Ελεφάντη δεν έλεγε βέβαια τίποτα από όλα αυτά. Τουναντίον, κατέληγε σε μία πρόκληση, πράγμα που δείχνει μια αισιοδοξία και έναν υγιή βολονταρισμό: «Να γίνει η Εποχή καλύτερη», λέει ο Α. Ελεφάντης «κι ίσως έτσι ανοίξουν κι άλλοι δρόμοι».
Η Εποχή σίγουρα μπορεί και πρέπει να γίνει καλύτερη. Για μένα, τουλάχιστον, κάτι σημαίνει να τη διαβάζω την Κυριακή, μας βοηθάει νομίζω όλους μας (τους 3.000 αναγνώστες) να παίρνουμε κάποιες ανάσες, να διαβάζουμε κάτι με το οποίο μέσες-άκρες συμφωνούμε.
Ωστόσο όλοι μας ξέρουμε ότι τούτο δεν αρκεί. Τα γεγονότα που βλέπουμε γύρω μας, τα ζητήματα που αναφύονται καθημερινά, η επιστροφή των παλιών προβλημάτων, η καπιταλιστική εκμετάλλευση, ο ιμπεριαλισμός, η περιθωριοποίηση μεγάλων κομματιών της κοινωνίας, απαιτούν πάντοτε και άλλου επιπέδου, άλλου είδους απαντήσεις. Απαντήσεις πολιτικές. Ο χώρος μας, ο χώρος του ΚΚΕ εσ-ΑΑ, της Εποχής και των 3.000 αναγνωστών της, ήδη από το 1989 έπαψε να συζητά τη δυνατότητα να ασκεί πολιτική, όχι μόνο αυτή «με το κεφαλαίο Π», αλλά και την άλλη, αυτή που λέγαμε πολιτική μέσα στο μαζικό κίνημα και στα άλλα κοινωνικά κίνητρα. Η κρίση και η αδράνεια των κινημάτων δεν είναι η μόνη ούτε επαρκής αιτία για να δικαιολογήσει αυτή την απουσία. Εδώ και 3 χρόνια, ο χώρος αυτός και οι άνθρωποί του, εμείς, συζητάμε, παρατηρούμε τις κινήσεις των άλλων, βρίζουμε τον Μητσοτάκη για την ακρίβεια, το Σαμαρά, τον Αντρέα και το ΠΑΣΟΚ για τον εθνικισμό τους, τον Συνασπισμό για τον ρεφορμισμό του, συζητάμε και τη διεθνή συγκυρία το ίδιο και η Εποχή: περιγράφει, κρίνει, επικρίνει. Από , αυτήν την άποψη είναι ήδη μία καλή εφημερίδα. Πόσο όμως αυτό «γεμίζει την ψυχή μας»;
Το 1993 μας βρίσκει όλους, είτε μετέχουμε στην ΑΚΟΑ, είτε όχι, πρακτικά ανένταχτους. Αυτό δεν είναι από μόνο του κακό, αλλά αυτή τη φορά ο «ανενταχτισμός» μας είναι δίχως ελπίδες, δίχως προσδοκίες για μια αριστερή πολιτική προοπτική, δίχως πίστη ότι αυτή η πορεία έχει οποιαδήποτε διέξοδο.
Ωστόσο, όπως κάθε άνθρωπος έτσι και κάθε πολιτικός οργανισμός φτιάχνει ο ίδιος τη μοίρα του. Μέσα σ’ ένα ενίοτε ασφυκτικό πλαίσιο που το ορίζουν οι αμείλικτες πραγματικότητες και αναγκαιότητες, υπάρχει πάντα ένα πλαίσιο αυτενέργειας, αντίδρασης, αντίστασης. Αν το 1988, ο φορέας της Κομμουνιστικής Ανανέωσης, γκρεμοτσακίστηκε στο 0,28%, και ο κόσμος του αποθαρρύνθηκε, ωστόσο σήμερα που νέα προβλήματα χτυπάνε την πόρτα μας, από το πρόσωπό μας κάτι έχει σωθεί, κι αυτό είναι η δικαίωση κάποιων απόψεων, απόψεων που και εκλογικά ηττήθηκαν επανειλημμένα το 1989-90 για τον υπαρκτό σοσιαλισμό, το χαρακτήρα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, την κυβέρνηση Τζανεττάκη, και άλλα πολλά. Μας ταιριάζει άραγε και σήμερα μόνο η ιδιότητα του παρατηρητή ή του αναγνώστη μιας καλής αριστερής εφημερίδας;
Έχω βέβαια τη συνείδηση ότι το πολιτικό μας πρόβλημα, το πρόβλημα δηλαδή της πολιτικής μας συγκρότησης δεν είναι που θα επιλυθεί απλά με την (επαν)ενεργοποίηση κάποιων ανθρώπων και με εκκλήσεις στο αριστερό τους φιλότιμο. Όμως, είναι καλό να ξέρουμε, ότι αυτό είναι το πρόβλημα που πρέπει να αναγνωρίσουμε, γι’ αυτό πρέπει να κουβεντιάσουμε, γι’ αυτό να αναζητήσουμε λύσεις και διεξόδους. Κανένα μικρό μέγεθος δεν είναι απαγορευτικό για μια τέτοιου τύπου συζήτηση, κι ας θυμηθούμε περιπτώσεις στη μακρινή και πρόσφατη ιστορία της Αριστεράς, όπου μικρές κατ’ αρχήν ομάδες έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε ζυμώσεις, ανακατατάξεις και νέες συγκροτήσεις. Για να γίνουν όμως όλα αυτά, απαιτείται πολιτική συγκρότηση, υποτυπώδης σχεδιασμός και σίγουρα πολιτική δράση.
Στο ερώτημα «τι κάνουμε» προσωπικά λοιπόν εγώ απαντώ ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να ξαναφτιάξουμε (εκ του μηδενός) ένα νέο «εμείς», μια συνείδηση (όχι βέβαια στρατιωτικού τύπου) ανάμεσά μας ότι αποτελούμε ένα υποκείμενο που μπορεί να θέτει στόχους και να τους υπηρετεί μέσα από τη δράση του στο μαζικό κίνημα∙ αν, βέβαια, πιστεύουμε ότι κάτι τέτοιο είναι επιθυμητό και στοιχειωδώς εφικτό. Αν δεν είναι, όμως, τίποτα από τα δύο, κι αυτός ο στόχος να βελτιωθεί η Εποχή λίγο νομίζω ότι θα μας ενδιαφέρει όλους μας.
Θα τελειώσω κάνοντας μία σκέψη ανάλογη μ’ αυτή του Α. Ελεφάντη. Όσο σκέφτομαι πόσοι επαρκέστατοι οικονομολόγοι, καθηγητές, συνδικαλιστές, νεολαίοι, δημοσιογράφοι, σύντροφοι υπάρχουν γύρω μας κι ανάμεσά μας, δίχως να έχουν υψώσει τη λευκή σημαία, αισιοδοξώ κι εγώ, σ’ ένα βαθμό. Θα προτιμούσα βέβαια μαζί μ’ αυτούς να είναι ανάμεσά μας (κι ανάμεσα στους αναγνώστες της Εποχής) και περισσότεροι μισθωτοί, εργαζόμενοι στο δημόσιο και ιδιωτικοί υπάλληλοι, οικοδόμοι και αγρότες, αλλά αυτό είναι βέβαια άλλο καπέλο. Ούτε λοιπόν κι εγώ κάνω επίκληση αλλά διατυπώνω την ελπίδα ότι όλος ο κόσμος -αφού συζητήσει το πώς και το γιατί- θα μπορέσει να οικοδομήσει έναν αριστερό πολιτικό οργανισμό, όπως τον έχουμε σκεφτεί και περιγράψει σε συζητήσεις και κείμενα, γιατί πραγματικά πιστεύουμε ότι υπάρχει ανάγκη αυτός να υπάρξει. Εύχομαι μέσα στο ’93 στις διαδικασίες της ΑΚΟΑ και του Ρήγα να μη συζητάμε μόνο ο Μπανιάς, ο Διόγος, ο Ανάγνου, ο Βεργόπουλος, ο Τσαπόγας, εγώ, η Νανά, ο Φέρτης. Καιρός να οργανωθούμε.
Βασίλης Παπαστεργίου, μέλος της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος και της ΑΚΟΑ
Κυριακή 10 Ιανουαρίου 1993, αριθμός φύλλου 197
Σημείωση:
* Εδώ ο Ελεφάντης επαναλαμβάνει τη δήλωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ότι «η Ελλάς μετεβλήθη σε ένα απέραντο φρενοκομείο», την οποία ο πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας (1980-1985) έκανε τον Ιανουάριο του 1989, σχολιάζοντας την πολιτική επικαιρότητα της περιόδου, όταν κυριαρχούσε το σκάνδαλο Κοσκωτά, που δημιούργησε σφοδρή αντιπαλότητα μεταξύ του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, και οδήγησε τον Συνασπισμό ΚΚΕ-ΕΑΡ στη συγκυβέρνηση με την δεύτερη, προκειμένου να παραπέμψουν από κοινού στο Ειδικό Δικαστήριο τον Ανδρέα Παπανδρέου.