Τζορτζ Όργουελ «Ας σηκώσουμε ψηλά την ασπιδίστρα», μετάφραση: Δημήτρης Καρακίτσος, εκδόσεις Αίολος, 2023
Δημοσιευμένο το 1936, γραμμένο περίπου την ίδια περίοδο με τους Άθλιους του Λονδίνου και του Παρισιού (1933), το βιβλίο αυτό του Τζορτζ Όργουελ αποτελεί ένα μυθιστόρημα κοινωνικής κριτικής, που αναφέρεται στη «Συγκρότηση της αγγλικής εργατικής τάξης» - ανατρέχοντας στο μνημειώδες έργο του κορυφαίου μαρξιστή ιστορικού Ε. Π. Τόμσον.
H «ασπιδίστρα» στον τίτλο του βιβλίου είναι φυτό εσωτερικού χώρου, ιδιαίτερα δημοφιλές στη μεσαία τάξη της βικτωριανής Αγγλίας (1850-1900) λόγω των ελάχιστων απαιτήσεων για την ευδοκίμησή της. Είχε τέτοια δημοφιλία, που κάθε σπίτι που σεβόταν τον εαυτό του έπρεπε να έχει από μια γλάστρα στο παράθυρο. Στον πρωτότυπο τίτλο («Keep the aspidistra flying»), ο Όργουελ χρησιμοποιεί την ασπιδίστρα σε συνδυασμό με την έκφραση «να κρατάς τη σημαία (ή τα χρώματα) να κυματίζουν». Ο τίτλος μπορεί επομένως να ερμηνευτεί ως μια σαρκαστική προτροπή με την έννοια του «Hooray!» για τη μεσαία τάξη. Αυτό λοιπόν το σύμβολο της μεσαίας τάξης φαινομενικά απεχθάνεται, αλλά συγχρόνως ζηλεύει ο συνήθως άφραγκος Γκόρντον, που στην εισαγωγή του μυθιστορήματος παρουσιάζεται ως ένας «ακατέργαστος» σοσιαλιστής, ο οποίος αδιαφορεί παντελώς για το χρήμα. Φευ!
Εκκολαπτόμενος ποιητής και λάτρης της λογοτεχνίας, ο Γκόρντον έχει κηρύξει πόλεμο σε αυτό που θεωρεί ως «γενική εξάρτηση» από το χρήμα, αφήνοντας μια πολλά υποσχόμενη δουλειά ως επιδέξιος κειμενογράφος στη διαφημιστική εταιρεία New Albion. Αντ’ αυτού επιλέγει να εργαστεί σ’ ένα μικρό βιβλιοπωλείο. Είναι μια δουλειά χωρίς ιδιαίτερες απολαβές, με συνέπεια μια ζωή γεμάτη στερήσεις, που του νεκρώνει την έμπνευση, τη δημιουργικότητα και την ποιητική φλέβα που πιστεύει ότι διαθέτει.
Το επάγγελμα του Γκόρντον προσφέρει την ευκαιρία στον Όργουελ, που ήταν και ο ίδιος, ας μην ξεχνάμε, λογοτεχνικός κριτικός, να διανθίσει την ιστορία του με σχόλια πάνω στις λογοτεχνικές προτιμήσεις της αγγλικής εργατικής και μεσαίας τάξης στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Ο Όργουελ εδώ κριτικάρει (με συμπάθεια όμως) την -«ελέω παράδοσης»- προσκόλληση του κοινού στο ρομαντικό μυθιστόρημα της βικτωριανής περιόδου και την αδιαφορία του για τις νέες -τότε- φωνές του μοντερνισμού (Τζέιμς Τζόις, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Βιρτζίνια Γουλφ).
Κοινωνικές εμμονές
Προερχόμενος από ένα αξιοσέβαστο οικογενειακό υπόβαθρο στο οποίο ο κληρονομικός πλούτος έχει διαλυθεί, ο Γκόρντον δυσανασχετεί με το ότι πρέπει να εργαστεί για τα προς το ζην. Ο «μόχθος» και η ποίηση δεν τα πάνε καλά μεταξύ τους και, υπό το άγχος της «αυτοεπιβαλλομένης εξορίας» του από την ευμάρεια, ο Γκόρντον έχει γίνει βαθιά νευρωτικός.
Η εσωτερική καταπίεση που αισθάνεται εξωτερικεύεται στις διαπροσωπικές του σχέσεις. Η μόνη που τον ανέχεται είναι η γλυκιά, υπομονετική, επίσης σοσιαλίστρια Ρόζμαρι, που τον παρακινεί να δραπετεύσει από τις κοινωνικές εμμονές του. Ο Γκόρντον όμως φτάνει στο σημείο να την κατηγορεί ότι αρνείται να κάνει σεξ μαζί του επειδή «δεν είναι άξιος», κάτι που με αγγλικούς ταξικούς όρους, μεταφράζεται επειδή «δεν έχει χρήματα»:
«Γυναίκες! Τι ανοησίες πιστεύουν για μας! Κανείς δεν μπορεί να απελευθερωθεί από τις γυναίκες και κάθε γυναίκα σε βάζει να πληρώσεις το ίδιο τίμημα. “Βάλε στην άκρη την αξιοπρέπειά σου και βγάλε λεφτά, λεφτά” -αυτό λένε οι γυναίκες […] σου ρίχνουν το ηθικό όλο και πιο χαμηλά- τόσο χαμηλά όσο και μια φρικτή ημιανεξάρτητη εξοχική κατοικία στο Πάτνι, με μοντέρνα επίπλωση, φορητό ραδιόφωνο και ασπιδίστρες στα παράθυρα…
“Τι τεράστιες ανοησίες κάθεσαι και αραδιάζεις, Γκόρντον! Σαν να πρέπει να κατηγορηθούν οι γυναίκες για τα πάντα!”
“Τελικά πρέπει να κατηγορηθούν. Γιατί οι γυναίκες είναι αυτές που πιστεύουν στους νόμους του χρήματος. Οι άντρες τους υπακούουν, είναι υποχρεωμένοι να το κάνουν, αλλά δεν τους πιστεύουν. Οι γυναίκες συντηρούν αυτή την κατάσταση.”
“Δεν είναι οι γυναίκες, Γκόρντον. Δεν ανακάλυψαν οι γυναίκες το χρήμα και τον καπιταλισμό, έτσι δεν είναι;”»
Έχοντας στείλει ένα ποίημα σε κάποια αμερικανική λογοτεχνική επιθεώρηση, ο Γκόρντον λαμβάνει ξαφνικά μια επιταγή αξίας δέκα λιρών, ένα σημαντικό ποσό για εκείνη την εποχή. Σκοπεύει να στείλει τα μισά στην αδερφή του Τζούλια, η οποία πάντα τον στήριζε οικονομικά. Θέλοντας να κάνει το κομμάτι του, προσκαλεί τη Ρόζμαρι και τον φίλο του, τον εύπορο σοσιαλιστή εκδότη Ράβελστον, για δείπνο σε ακριβό εστιατόριο: αρχίζει καλά, αλλά επιδεινώνεται καθώς ο Γκόρντον, μεθυσμένος, προσπαθεί να πιέσει ερωτικά την Ρόζμαρι. Εκείνη θυμωμένη τον επιπλήττει και φεύγει. Ο Γκόρντον συνεχίζει να πίνει, σέρνει τον Ράβελστον μαζί του για να επισκεφτεί ένα ζευγάρι ιερόδουλες και καταλήγει σε αστυνομικό κελί το επόμενο πρωί. Αισθάνεται ενοχές για τη συμπεριφορά του στην Ρόζμαρι και στη σκέψη ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στην αδερφή του τα χρήματα που της χρωστάει, επειδή έδωσε στις ιερόδουλες (ή του έκλεψαν) το χαρτονόμισμα των πέντε λιρών…
Ανάμεσα σε ετερόκλητα στοιχεία της ταξικής ταυτότητας
Ο Όργουελ έγραψε την Ασπιδίστρα το 1934-35, όταν διαβιούσε σε διάφορες τοποθεσίες κοντά στο λαϊκό Χάμπστεντ του Λονδίνου, και βασίστηκε στις εμπειρίες του από τη διαμονή του, στις αρχές του 1928, σε καταλύματα στην οδό Portobello, σε ιδιαίτερα αντίξοες και ενίοτε επικίνδυνες συνθήκες.
Το ύφος της γραφής του Όργουελ είναι ξεκάθαρα νατουραλιστικό και ενδεχομένως σήμερα φαντάζει ξεπερασμένο. Αρκετές επίσης από τις θέσεις που εκφράζει ίσως φαίνονται παρωχημένες. Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι ο συγγραφέας, ακριβώς ως γόνος της αγγλικής εργατικής τάξης, ήταν συντηρητικός σε πολλά ζητήματα, ενώ και ο ίδιος αυτοπροσδιοριζόταν ως ένας «συντηρητικός αναρχικός». Στο θαυμάσιο δοκίμίο του με τον ίδιο τίτλο, ο γάλλος φιλόσοφος Ζαν Κλοντ Μισεά σημειώνει ότι «η δυσκολία των λογοτεχνικών του ηρώων να αντισταθούν στον ολοκληρωτισμό συνδυάζεται με την ηθική επιταγή του δημοκρατικού σοσιαλισμού, τον πολιτισμό των λαϊκών τάξεων, καθώς και τις έννοιες του πατριωτισμού και της common decency, τις οποίες υπερασπίζεται στον δοκιμιακό του λόγο ο σπουδαίος Άγγλος συγγραφέας».
Υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να ιδωθεί το «Ας σηκώσουμε ψηλά την ασπιδίστρα»: ως αντανάκλαση της διαλεκτικής ανάμεσα στα ετερόκλητα στοιχεία, απελευθερωτικά και συντηρητικά, που συγκροτούν την ταξική ταυτότητα.