Στη φετινή του διοργάνωση, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τίμησε τον εκλιπόντα Μισέλ Δημόπουλο, μια εμβληματική προσωπικότητα του σινεμά, που συνέβαλε αποφασιστικά στην εξωστρεφή ταυτότητα του φεστιβάλ, στην ποιότητά του και στη διεθνή του εμβέλεια και αναγνώριση. Δυστυχώς, όμως, οι τιμητικές αναφορές στον Μισέλ Δημόπουλο συνέπεσαν με την κορύφωση μιας διαδικασίας εμπορευματοποίησης της διοργάνωσης, η οποία παρατηρείται ήδη τα τελευταία χρόνια. Φέτος, λοιπόν, το εισιτήριο έφτασε στην τιμή των εμπορικών κινηματογράφων, μπήκε για πρώτη φορά εισιτήριο στις πρωινές προβολές για μαθητές, τα κυλικεία πουλάνε ποπ-κορν κατά τα αμερικάνικα πρότυπα κι αναγορεύτηκε, με τεράστια καμπάνια, η Μόνικα Μπελούτσι ως ιέρεια του φεστιβάλ. Εκεί που θα έπρεπε το φεστιβάλ να είναι προσιτό σε όλο τον κόσμο της πόλης, εξελίσσεται ως ένα ελίτ, εμπορικό πολιτιστικό προϊόν για λίγους, που διαπαιδαγωγεί τους θεατές του ως ακόλουθους προβεβλημένων σταρ.
Η δημοτική παράταξη «Πόλη Ανάποδα», η οποία είναι πλέον πανταχού παρούσα στα γεγονότα της πόλης, διοργάνωσε μια διαμαρτυρία έξω από το «Ολύμπιον», την έδρα του φεστιβάλ, και εκπρόσωποί της έδωσαν σχετική συνέντευξη στην εφημερίδα «Μακεδονία». Η ανακοίνωση της παράταξης τονίζει εμφατικά: Μα σε ποιους/ες απευθύνεται το Φεστιβάλ Κινηματογράφου;
«Μια δυσάρεστη έκπληξη περίμενε τους φίλους και τις φίλες του κινηματογράφου, όταν άνοιξε η προπώληση των εισιτηρίων του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Οι τιμές των εισιτηρίων ακρίβυναν ξανά: 7 ευρώ η μία προβολή, 50 ευρώ το εκπτωτικό πακέτο των 10 εισιτηρίων, καμία έκπτωση για ειδικές κοινωνικές ομάδες (πέρα από την παροχή 5 εισιτηρίων για τις μεσημεριανές προβολές). Να θυμίσουμε εδώ ότι τα προηγούμενα χρόνια είχε ήδη καταργηθεί η κάρτα που εξασφάλιζε κάποτε δωρεάν και αργότερα οικονομικά εισιτήρια των δύο ευρώ. Συνεπώς, ένας κάτοικος ή επισκέπτης της πόλης που θέλει να παρακολουθήσει κανονικά και τις 10 ημέρες του Φεστιβάλ, θα χρειαστεί 150-200 ευρώ, ένα ποσό που καμία εργαζόμενη ή κανένας άνεργος δεν μπορεί να δαπανήσει χωρίς μεγάλες θυσίες. Αντίστοιχα αυξημένες είναι οι τιμές για τα αναμνηστικά είδη (μπλούζες κ.ο.κ).
Για ένα φεστιβάλ με κρατικές επιδοτήσεις, ιδιωτικές χορηγίες και διαφημίσεις και –κυρίως– με σχεδόν πάντα γεμάτες αίθουσες, χάρη στη στήριξη των κατοίκων της πόλης, αυτές οι αυξήσεις, πολύ πάνω κι από τον πληθωρισμό, είναι απαράδεκτες. Το Φεστιβάλ είναι το σημαντικότερο πολιτιστικό γεγονός της πόλης. Θα πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί για να μείνει ανοιχτό στους κατοίκους, όχι να τους αποκλείει. Ο πολιτισμός δεν μπορεί να γίνεται εμπόρευμα του συρμού, πόσο μάλλον προϊόν πολυτελείας.
Δεν ξέρουμε σε ποιο κόσμο ζουν τα μέλη της διοίκησης, ή σε ποιους νομίζουν ότι απευθύνεται το Φεστιβάλ. Η ευθύνη, όμως, αυτής της επιλογής είναι πολιτική, όπως πολιτική είναι και η θέση τους στη διοίκηση αυτού του θεσμού. Την ευθύνη αυτή μοιράζεται και ο δήμος Θεσσαλονίκης, ο οποίος μετέχει στη διοίκηση του Φεστιβάλ.
Διεκδικώντας το δικαίωμα στον πολιτισμό, ως Πόλη Ανάποδα ζητάμε μείωση των τιμών, επαναφορά της κάρτας, δωρεάν προβολές για άνεργους/ες».
Υ.Γ.: Μετά την άρνηση της πλειοψηφίας των δημοτικών συμβούλων στον δήμο Θεσσαλονίκης να υπερψηφίσουν το ψήφισμα αλληλεγγύης στον παλαιστινιακό λαό, μέλη της Πόλης Ανάποδα προχώρησαν στην ανάρτηση της παλαιστινιακής σημαίας σε έναν από τους ιστούς έξω από το δημαρχιακό μέγαρο. Σε ένα κλίμα ακροδεξιού ζόφου, που καλλιεργείται από μια κατάπτυστη κυβέρνηση, η οποία υποστηρίζει προκλητικά το κράτος-δυνάστη του Ισραήλ, αυτές οι συμβολικές ενέργειες αποτελούν μια μεγάλη ανάσα. Καιρός είναι η εξελισσόμενη γενοκτονία των Παλαιστινίων της Γάζας, να αφυπνίσει τον κόσμο και να δυναμώσει ένα κίνημα αλληλεγγύης στον παλαιστινιακό λαό. Τα κροκοδείλια δάκρυα και προκλητικά υποκριτικές εκκλήσεις για ανθρωπιστική βοήθεια της «πολιτισμένης» Δύσης, μόνο οργή μπορούν να συσσωρεύσουν. Είναι πλέον κοινός τόπος ότι «δεν υπάρχει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη»!
Πάνος Δημητρούδης