Όχι ότι δεν το είχαμε υποψιαστεί, όχι δεν το είχαμε καταλάβει κοιτώντας κάθε μήνα το υπόλοιπο του λογαριασμού μας στην τράπεζα (που τείνει συνεχώς προς το μηδέν), αλλά όταν συνειδητοποιεί κανείς ότι η ακρίβεια τον ληστεύει, δεν μπορεί παρά να αισθάνεται οργή και αγανάκτηση. «Δεν είναι βαρύ το ρήμα "ληστεύει"», θα αναρωτηθεί κάποιος; Δυστυχώς η απάντηση είναι όχι και προκύπτει μέσα από την ψυχρότητα των αριθμών και της στατιστικής, που σπανίως λαθεύουν όταν πρόκειται για οικονομικά μεγέθη.
Ο πληθωρισμός στα τρόφιμα καλπάζει
Ας αρχίσουμε από τα πολύ βασικά. Όταν, στις αρχές του μήνα, ανακοινώθηκε το ύψος του πληθωρισμού για τον μήνα Σεπτέμβριο, η κυβέρνηση έσπευσε να πανηγυρίσει. Μόλις στο 1,6% ο τιμάριθμος, ορίστε, τι θέλετε, η κατάσταση εξομαλύνεται. Είναι τουλάχιστον προκλητικό ότι τα κυβερνητικά στελέχη αρνούνται (για ευνόητους λόγους) να ενσωματώσουν στην ανάγνωσή τους το ύψος του πληθωρισμού στα τρόφιμα.
Αντιγράφουμε από τη σχετική ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ: Οι τιμές αυξήθηκαν «9,4% στην ομάδα Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά, λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε: ψωμί και δημητριακά, κρέατα (γενικά), ψάρια (γενικά), γαλακτοκομικά και αυγά, έλαια και λίπη, φρούτα (γενικά), λαχανικά (γενικά), ζάχαρησοκολάτες-γλυκά-παγωτά, λοιπά τρόφιμα, καφέ-κακάο-τσάι, μεταλλικό νερό-αναψυκτικά-χυμούς φρούτων».
Τουτέστιν, όλα αυτά που βάζουμε κάθε μήνα στο ψυγείο και στο τραπέζι μας, τα απολύτως απαραίτητα για μία στοιχειωδώς καλή διατροφή δηλαδή, αυξήθηκαν κατά μέσο όρο σχεδόν 10%. Ποιος δεν αγοράζει ψωμί και κρέας; Ποιος δεν αγοράζει γαλακτοκομικά, αυγά και φρούτα; Όταν, λοιπόν, ο πληθωρισμός σ' αυτά τα πολύ βασικά είδη καλπάζει με 10%, οι όποιοι πανηγυρισμοί συνιστούν ύβρη, αλλά και πρόκληση προς τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών, που δυσκολεύονται ολοένα και περισσότερο να τα φέρουν βόλτα.
Μας κλέβουν τους μισθούς
Γιατί, όμως, δυσκολεύονται, πώς αποτυπώνεται αυτό στα νούμερα; Εδώ μας βοηθάει η πολύ χρήσιμη έρευνα που δημοσίευσε πρόσφατα το Ινστιτούτο Ένα, υπό το γενικό τίτλο «Μισθοί, Τιμές και Αγοραστική Δύναμη». Στις επιστημονικές διαπιστώσεις του Ινστιτούτου δεν προσθέτουμε το παραμικρό σχόλιο: «Ο δείκτης μισθολογικού κόστους στο Β’ τρίμηνο 2023 βρίσκεται στο 106,9, που σημαίνει ότι ο ονομαστικός μισθός έχει αυξηθεί κατά 6,9% σε σχέση με το Α’ τρίμηνο 2021.
Στο ίδιο χρονικό διάστημα, ο γενικός δείκτης τιμών βρίσκεται στο 116,1 και ο δείκτης τιμών ειδών διατροφής στο 125,5, δηλαδή ο πρώτος έχει αυξηθεί κατά 16,1% και ο δεύτερος κατά 25,5%. Είναι προφανές ότι η αύξηση του ονομαστικού μισθού υπολείπεται σημαντικά από την αύξηση των τιμών. Η αναμενόμενη συνέπεια είναι η μείωση του πραγματικού μισθού, δηλαδή της ποσότητας αγαθών και υπηρεσιών που μπορούν να αγοράσουν οι μισθωτοί. Είναι εύκολο να υπολογιστεί ποσοτικά η επίπτωση της ταχύτερης αύξησης των τιμών σε σχέση με τον ονομαστικό μισθό».
Εκ των πραγμάτων διαπιστώνεται ότι οι όποιες αυξήσεις στους μισθούς των εργαζόμενων εξανεμίζονται λόγω της αύξησης του πληθωρισμού στα βασικά είδη. Αν η αύξηση στις αποδοχές είναι 1 και τα τρόφιμα ακριβαίνουν 2 (σ' ένα υπεραπλουστευμένο σχήμα), η αύξηση ουσιαστικά ακυρώνεται, είναι σαν μην έγινε ποτέ. Την πραγματικότητα αυτή την βιώνουν οι περισσότεροι εργαζόμενοι στη χώρα είτε στον δημόσιο, είτε στον ιδιωτικό τομέα, οι οποίοι αναγκάζονται να ξοδεύουν από τυχόν αποταμιεύσεις τους (αν υπάρχουν βέβαια) για να τακτοποιούν τις βαριές υποχρεώσεις τους.
Σφίγγουν, μέχρι ασφυξίας, το ζωνάρι
Το παραπάνω δεν είναι ένα αυθαίρετο δικό μας συμπέρασμα. Προκύπτει από την έρευνα που δημοσιοποίησε τις προηγούμενες ημέρες η ΓΣΕΕ σε συνεργασία με την εταιρεία Alco. Αφορά τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα (που αποτελούν και την πλειοψηφία των μισθωτών στη χώρα) και δείχνει, μεταξύ άλλων, ότι «το χαμηλό επίπεδο των διαθέσιμων εισοδημάτων των εργαζομένων αναδεικνύεται από το γεγονός ότι το 30% δηλώνει ότι δεν διαθέτει αποταμιεύσεις και παράλληλα ένα 37% αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει τις αποταμιεύσεις του για να καλύψει τις τρέχουσες ανάγκες αγοράς βασικών αγαθών».
Ένας στους τρεις και παραπάνω, δηλαδή, παίρνουν από τα έτοιμα για να πληρώνουν το σούπερ μάρκετ και τους λογαριασμούς, ενώ, επίσης, ένας στους τρεις δεν διαθέτει καν αυτήν την πολυτέλεια, γιατί δεν έχει αποταμιεύσεις. Και επειδή μιλάμε περισσότερο για νέους ανθρώπους που συχνά αμείβονται με χαμηλά ποσά, είναι φανερό ότι για να σταθούν όρθιοι βοηθάει, όσο και όπως μπορεί, το οικογενειακό περιβάλλον, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανεξαρτησία των νέων κτλ.
Παράλληλα, σύμφωνα με άλλο εύρημα της εν λόγω έρευνας, «το 90% των εργαζομένων, δηλώνει ότι έχουν μειώσει την κατανάλωση βασικών αγαθών εξαιτίας της ακρίβειας». «Πολύ» απαντά το 18%, «Αρκετά» το 51% και «Λίγο» το 21%. Αντίστοιχα, το 16% δηλώνει «Καθόλου». «Η κλιμάκωση της μείωσης της κατανάλωσης διαφοροποιείται στις κατηγορίες βασικών αγαθών Ψύξη – Θέρμανση, Ψαρικά, Κρέας, Γαλακτοκομικά, Φρούτα – Λαχανικά».
Ίσως το πιο θλιβερό κομμάτι μίας, έτσι και αλλιώς δυστοπικής, οικονομικής πραγματικότητας. Οι πολίτες περιορίζουν την κατανάλωση ακόμα και στα βασικά είδη διατροφής, γιατί δεν έχουν άλλη διαθέσιμη λύση.
Οι οργανώσεις των καταναλωτών κάνουν από την πλευρά τους ό,τι μπορούν για να καταδείξουν ότι η κατάσταση είναι αβίωτη. Ήδη το ΙΝΚΑ αποφάσισε να προχωρήσει σε μποϊκοτάζ των προϊόντων των πολυεθνικών Unilever και Procter&Gamble από τις 13 έως τις 19 Νοεμβρίου. Στις εν λόγω εταιρείες επιβλήθηκε πρόστιμο 1 εκατ. ευρώ από το υπουργείο Ανάπτυξης για μεθόδους κερδοσκοπίας, χωρίς όμως να γίνει γνωστό μέσω ποιων ακριβώς κωδικών οι εταιρείες κερδοσκοπούσαν. Το κατά πόσο μέτρα όπως το μποϊκοτάζ μπορούν να αποδώσουν καρπούς και πως μπορεί η κοινωνία των πολιτών να τα επιβάλλει στην αγορά, είναι κάτι που θα φανεί.