Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Ο Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος, επίκουρος καθηγητή του τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου, μιλά για το επιτελικό κράτος, τη στρατηγική της κυβέρνησης ως προς την πολιτική που ασκεί και για την κατακερματισμένη αντιπολίτευση. «Βλέπω να υπάρχει μια μεγάλη αβελτηρία στον ΣΥΡΙΖΑ για το πώς θα συνεχίσει. Είναι ζητούμενο αν και μετά τις ευρωεκλογές θα υπάρχει η «επωνυμία» ΣΥΡΙΖΑ», εκτιμά ο ίδιος, ο οποίος επισημαίνει ότι «ανοίγεται μεγάλος πολιτικός χώρος από το Κέντρο στην Αριστερά».
Η Νέα Δημοκρατία, ως κυρίαρχο πια κόμμα, έχει βρεθεί στο πολιτικό τερέν χωρίς αντίπαλο. Τι συνέπειες έχει αυτό στο πολιτικό σύστημα αλλά και στην καθημερινότητά μας;
Πράγματι το ελληνικό κομματικό σύστημα προσιδιάζει σε εκείνο του κυρίαρχου κόμματος εφόσον η ΝΔ μονοπωλεί την ατζέντα και, από την άλλη πλευρά, υπάρχει μια κατακερματισμένη αντιπολίτευση. Επομένως, αυτό δίνει στη ΝΔ ένα παραπάνω αέρα. Την ίδια στιγμή, υπάρχει, ωστόσο, και μια ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού. Μολονότι η ΝΔ δείχνει να παίζει χωρίς αντίπαλο, φαίνεται να είναι και ανασφαλής. Ας δούμε το παράδειγμα των ελεύθερων επαγγελματιών. Κατά την πανδημία, ενίσχυσε τους αυτοαπασχολούμενους, τους διατήρησε σε ένα ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς και δεν έκανε ελέγχους. Το γεγονός ότι τώρα αναγκάζεται για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των κοινωνικών δαπανών και των κρατικών εξόδων, να φορολογήσει και επομένως δυσαρεστήσει τη βασική ομάδα – στήριγμά της, αρχίζει να υπονομεύει το βασικό της αφήγημα ότι εκείνη μπορεί να διασφαλίσει ευημερία. Οπότε βλέπω πίσω από την παντοδυναμία της, να υπάρχει και μια ρευστότητα. Αν αυτή μπορεί να προκαλέσει εξελίξεις στο πολιτικό σύστημα, θα το δούμε μέχρι την επόμενη άνοιξη.
Το πολιτικό επιχείρημα ότι η κυβέρνηση της ΝΔ μειώνει τους φόρους κατέρρευσε πολιτικά ή έχει δημοσιονομικό πρόβλημα και επομένως αναγκάζεται σε υποχώρηση;
Εκτιμώ ότι σταδιακά θα αντιμετωπίσει δημοσιονομικό πρόβλημα. Η κυβέρνηση πράγματι είχε χαμηλή φορολογία για ένα διάστημα. Βοηθήθηκε και από τον πληθωρισμό, που αύξησε τα έσοδα του κράτους πλασματικά (fiscal illusion), και επομένως της επέτρεπε να κρύψει το πρόβλημα κάτω από το χαλί. Τώρα φαίνεται ότι έχει πρόβλημα, διότι από τη στιγμή που οι δαπάνες στο κοινωνικό κράτος έχουν καταβαραθρωθεί, δεν μπορεί αυτό να λειτουργήσει. Το ζούμε στα νοσοκομεία. Επομένως, απαιτείται ένα μίνιμουμ δαπανών που την υποχρεώνει να φορολογήσει και να εκδώσει βραχυπρόθεσμο δάνειο. Φαίνεται, δηλαδή, ότι ο δημοσιονομικός χώρος αρχίζει και στενεύει.
Ιδεολογικοποιεί την πολιτική της. Δεν ζητά από τους αυτοαπασχολούμενους να βάλουν πλάτη, όπως έκανε το προηγούμενο διάστημα. Τους στοχοποιεί. Όπως κάνει και με τους άνεργους ή όσους δικαιούνται επιδόματα που θα τα καταβάλει σε προπληρωμένη κάρτα, ώστε να υπάρχει έλεγχος πώς ξοδεύονται.
Συσκευάζει, ουσιαστικά, τα μέτρα με ένα ιδεολογικό πρόσημο. Αυτό είναι κοινό χαρακτηριστικό της ΝΔ και στις δύο θητείες της. Τα επιχειρήματα που επιστρατεύει, όταν θέλει να νομιμοποιήσει στη συνείδηση των πολιτών μια πολιτική, είναι πάντα τα πιο ακραία συντηρητικά. Παίζει πάντα με τα στερεότυπα και με τους όρους μιας κοινωνικής αυτοματοποίησης. Για παράδειγμα την προηγούμενη τετραετία οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν δικαιούνταν αύξηση γιατί ήταν τεμπέληδες και οι αυτοαπασχολούμενοι δικαιούνταν στήριξη γιατί ήταν εργατικοί. Τώρα οι δημόσιοι υπάλληλοι παίρνουν αυξήσεις, αλλά οι αυτοαπασχολούμενοι είναι φοροφυγάδες. Το κυβερνητικό αφήγημα προσαρμόζεται με τη συγκυρία.
Ζούμε σε μια κοινωνία χαμηλών προσδοκιών και αυτό φαίνεται να αποτελεί το κίνητρο για την κυβέρνηση να εξαντλήσει την πολιτική της, ανενόχλητη, χωρίς να φοβάται κάποια κοινωνική αντίδραση. Είναι έτσι;
Ο μεγαλύτερος φόβος είναι στο εσωτερικό της πιστεύω. Παρότι, η ΝΔ κατάφερε να αναδιοργανώσει την αστική τάξη στην Ελλάδα, και επομένως έχει ένα αστικό μπλοκ που τη στηρίζει αναφανδόν, την ίδια στιγμή ζούμε σε ρευστούς καιρούς. Δεν λέω ότι δια μαγείας από την αντιπολίτευση θα φανεί ένα πολιτικό υποκείμενο που θα την αμφισβητήσει, επειδή όμως η πολιτική αδιαφορία όλο και αυξάνεται, διαμορφώνεται μια αμηχανία στο εσωτερικό της ΝΔ. Το βλέπουμε ήδη στον φιλικό προς αυτήν Τύπο. Όπως και από τις αντιδράσεις που ακούγονται από την Ευρώπη σε διάφορες κινήσεις της κυβέρνησης.
Στην προηγούμενη θητεία της στήριξε την διακυβέρνησή της στο επιτελικό κράτος, το οποίο φαίνεται να έχει καταρρεύσει πλήρως –ενώ είμαστε λίγους μόλις μήνες μετά τις εκλογές. Δημιουργείται ένα δομικό πρόβλημα, που θα το συναντήσει μπροστά της;
Η ΝΔ έχει μια διπλή αντιφατική στρατηγική σε σχέση με το επιτελικό κράτος. Από τη μια αποσύρει το κράτος από τα παραδοσιακά του πεδία και προσπαθεί να ανοίξει νέες αγορές, ώστε να δημιουργήσει νέες πελατείες για εκείνη. Το έκανε με την Υγεία και με την Παιδεία. Συρρικνώνοντας, ωστόσο, το κράτος μειώνει και την αποτελεσματικότητά του. Αυτό δημιουργεί προβλήματα και στο ίδιο το κεφάλαιο, βραχυκυκλώνοντας τις δραστηριότητές του.
Προσπαθεί παράλληλα να ξαναχτίσει το πελατειακό κράτος με σύγχρονους όρους; Είδαμε το νόμο για τους διοικητές ή τη θεσμοθέτηση της αξιολόγησης των δημοτικών και περιφερειακών αρχών, ώστε να έχουν πρόσβαση στα κονδύλια.
Αυτές είναι κλασικές πρακτικές της Νέας Δημόσιας Διοίκησης (new public management) που εφαρμόστηκαν στην Αγγλία το 1980 και έχουν εγκαταλειφθεί, διότι απέτυχαν. Εισάγει αυτά τα εργαλεία δημόσιας διοίκησης με μια αίσθηση αντικειμενικότητας, αλλά την ίδια στιγμή κρατά η ίδια τα κλειδιά της αξιολόγησης. Εκεί ακριβώς είναι που ανοίγει η πόρτα των πελατειακών σχέσεων, που είναι και το βασικό επάγγελμα αυτής της κυβέρνησης.
Ο απόλυτος έλεγχος των θεσμών που έχει επιβάλλει και η αποδυνάμωση και συνάμα απαξίωση των ανεξάρτητων αρχών, τι συνέπειες θα έχει;
Ο τρόπος που χειρίζεται τις ανεξάρτητες αρχές η κυβέρνηση, επιβεβαιώνει και την ιδεολογική ανασφάλεια που έχει και δεν θέλει να ακούγεται τίποτε άλλο πέρα από τη δική της φωνή. Οι θεσμοί είναι αυτοί οι οποίοι δίνουν διάρκεια σε μια κοινωνία και ένα πολιτικό σύστημα. Αν απαξιώνονται και δέχονται και οι ίδιοι την απαξίωση, στο τέλος της ημέρας θα πρέπει να σκεφτούν πολύ σοβαρά ποιος είναι ο ρόλος τους σε αυτή την κοινωνία. Αν έχεις ένα δικαστικό σύστημα που συνέχεια κλείνει το μάτι στην κυβέρνηση να παρανομεί, στο τέλος της ημέρας θα υπάρξει αμφισβήτηση του θεσμού. Τώρα είναι η στιγμή να σώσει την τιμή του το δικαστικό σώμα, να παίξει το ρόλο του. Διαφορετικά, ανοίγονται επικίνδυνες ατραποί. Η ΝΔ προσπαθεί να μετατρέψει τους θεσμούς και αλλάζοντας την αντίληψη των επαγγελμάτων που τους στηρίζουν. Στην Υγεία και την Παιδεία, στους δημόσιους λειτουργούς έδωσε το πράσινο φως να ανοίξουν και προσωπικά γραφεία ή να αναζητήσουν πόρους για το έργο τους, καθώς δεν τους επαρκεί ο μισθός τους. Έτσι καταρρέει από τα μέσα ο θεσμός.
Σε όλο αυτό που ζούμε, η ιστορία έχει δείξει ότι κάποια στιγμή είναι αναπόφευκτη η κοινωνική έκρηξη. Αυτή τη στιγμή, φαίνεται να μην υπάρχει ένας πολιτικός φορέας που να μπορεί να υποδεχτεί τον κοινωνικό αναβρασμό και να δώσει φωνή στα αιτήματα, όπως ζήσαμε το 2012. Είναι παρόμοιες οι συνθήκες σήμερα;
Στο χώρο της Κεντροαριστεράς, οι συνθήκες μοιάζουν με το 2012. Είναι πια τέσσερις διεκδικητές ενός χώρου και ένας από αυτούς θα τα καταφέρει. Το ερώτημα είναι αν υπάρχει η ανάλογη κοινωνική πίεση, που θα εκτινάξει έναν από τους τέσσερις. Συνέβη το 2012. Προφανώς αντιδράσεις θα υπάρξουν και τώρα, δεν ξέρω αν θα φτάσουν την κλίμακα του 2012, όταν υπήρχε μια βίαιη αλλαγή των συνθηκών της καθημερινότητας, η οποία οδήγησε σε κοινωνική έκρηξη. Τώρα η ακρίβεια αρχίζει να κανονικοποιείται και προσαρμόζουμε τη ζωή μας σε αυτή την πραγματικότητα. Δεν υπάρχει αυτή η απότομη μεταβολή, η πίεση είναι σταδιακή. Οπότε είναι ζητούμενο έως πότε θα είναι ανεκτική η κοινωνία απέναντι στην ακρίβεια και πώς θα αντιδράσει ο κόσμος. Θα αρχίσουν, για παράδειγμα, ξανά οι αγορές χωρίς μεσάζοντες; Θα ήταν ένα πρώτο κοινωνικό βήμα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έρχεται μετά από τρεις εκλογικές ήττες και μετά από εσωκομματικές εκλογές που έχουν προκαλέσει στο εσωτερικό του βαθιά κρίση. Μπορεί να ξαναπιάσει το νήμα ή μετασχηματίζεται σε κάτι άλλο;
Ο ΣΥΡΙΖΑ με τον νέο του πολιτικό αρχηγό υπέστη έναν βίαιο πολιτικό τρανσφορμισμό. Μολονότι νέο πρόσωπο, ο πρόεδρος φαίνεται να μην μπορεί να αντιμετωπίσει το βασικό πρόβλημα του συγκεκριμένου κόμματος που είναι το έλλειμα αξιοπιστίας. Αυτό μάλλον διευρύνεται από τις διαφορετικές τοποθετήσεις και τις παλινδρομήσεις της νέας ηγεσίας, και έτσι καθίσταται πολύ δύσκολη τη φυγή του κόμματος προς τα εμπρός. Το δεύτερο δεδομένο είναι ότι η αντιπολίτευση στον ΣΥΡΙΖΑ έχει δύο επιλογές ή να ακολουθήσει τον τρανσφορισμό του αρχηγού του και να πάει προς πολύ Κεντρώες θέσεις, με την ελπίδα ότι θα συνεχίσει να αποτελεί έναν πόλο κυβερνησιμότητας, ή να παραμείνει στη γωνία περιμένοντας τη φθορά του νέου αρχηγικού σχήματος. Το πρόβλημα αυτής της τακτικής είναι ότι οποιαδήποτε φθορά καταγραφεί θα χρεωθεί στις πλάτες της εσωτερικής αντιπολίτευσης. Οπότε είναι εγκλωβισμένη. Βλέπω να υπάρχει μια μεγάλη αβελτηρία στον ΣΥΡΙΖΑ για το πώς θα συνεχίσει. Είναι ζητούμενο αν και μετά τις ευρωεκλογές θα υπάρχει η «επωνυμία» ΣΥΡΙΖΑ.
Εκτιμάς ότι θα υποστεί συριζοποίηση, όπως είδαμε την πασοκοποίηση;
Το ΠΑΣΟΚ ήταν το ΚΚΕ του Κέντρου. Κατάφερε να επιβιώσει με 5-6% και να επανέλθει σε διψήφιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ φοβάμαι ότι δεν θα έχει αυτή την πορεία. Αν φτάσει στο 9-10% και χάσει την προοπτική κυβερνησιμότητας, θα έχει πολύ περιορισμένα περιθώρια ανάκαμψης. Πόσο μάλλον που ο νέος πρόεδρός του δεν είναι μαθημένος σε πολιτικούς χειμώνες ούτε, βέβαια, σε οτιδήποτε αφορά στο ελληνικό πολιτικό σύστημα εν γένει.
Πώς προέκυψε αυτή η κατάσταση στον ΣΥΡΙΖΑ;
Αν και δεν θέλω να σκέφτομαι με όρους ηγεσίας, γιατί στην Αριστερά είναι συλλογικά τα εγχειρήματα, εντούτοις όταν τέθηκε το ζήτημα της αλλαγής της, η προηγούμενη ομάδα δεν στήριξε την επόμενη. Θα περίμενε κανείς δηλαδή, ο Αλ. Τσίπρας –και συνήθως έτσι γίνονται οι μεταβάσεις– να εκφράσει γνώμη για το ποια θα είναι η επόμενη μέρα. Ιστορικά, στα πολιτικά κόμματα οι αλλαγές ηγεσίας έχουν μια λογική συνέχεια. Εδώ έσπασε αυτό. Το κόμμα έκανε τις εκλογές του ακέφαλο. Δεν υπήρξε μια ομαλή μεταβατική περίοδος, ώστε να μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να συνεχίσει ως πολιτικό εγχείρημα. Λειτούργησε την τελευταία περίοδο ως αρχηγοκεντρικό κόμμα, και την ίδια στιγμή ο βαθμός θεσμοποίησής του εξανεμίστηκε. Ακριβώς διότι ο πρόεδρός του δεν έπαιξε μέχρι τέλους το θεσμικό του ρόλο ως όφειλε.
Στο χώρο της Αριστεράς υπάρχει μια κινητικότητα, που εκφράζει μια ανησυχία για την επόμενη μέρα. Υπάρχει ο απαραίτητος χώρος για κάτι νέο; Και πώς θα διαφοροποιούταν;
Ανοίγεται μεγάλος πολιτικός χώρος από το Κέντρο στην Αριστερά, τον οποίο μέχρι στιγμής καρπώνεται το ΚΚΕ, σε επίπεδο ψηφοφόρων. Αλλά το ΚΚΕ δεν νομίζω ότι ενδιαφέρεται να κρατήσει αυτόν τον κόσμο. Αυτός ο χώρος πρέπει να εμπλουτιστεί με νέα στοιχεία και να βγουν νέα πρόσωπα. Πρέπει να γίνει μια ζύμωση και μια ανοιχτή διαδικασία, που δεν θα γίνει με τους τυπικούς όρους της μεταπολιτευτικής αριστεράς. Πρέπει δηλαδή να εφευρεθεί ένας νέος χώρος διαλόγου, προσαρμοσμένος στις νέες ανάγκες και στα νέα δεδομένα της ελληνικής δημοκρατίας. Σε παγκόσμιο επίπεδο βλέπουμε την υποχώρηση των αριστερών ιδεών, ενώ υπάρχουν διάχυτες μέσα στην κοινωνία αλλά δεν εκφράζονται πολιτικά. Οι χώροι που εκφράζουν σήμερα αυτές τις ιδέες είναι διαμορφωμένοι στη λογική της άμυνας. Πρέπει να βγει ηγεμονικά, με ένα θετικό πρόσημο, χωρίς να κολλά στην ταμπέλα. Χρειάζεται ένας χώρος ευέλικτος, με αριστερό πρόσημο όμως, με ανοιχτό πνεύμα και τόλμη. Αυτό σημαίνει ωριμότητα και παραχωρήσεις από όλες τις πλευρές, μακριά από παλιά πάθη και αβελτηρίες. Το βλέπω δύσκολο, αλλά αν καταφέρει να γίνει, θα είναι ελπιδοφόρο.