Όσο κι αν κυριαρχεί στη συζήτηση εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ το φαινόμενο Κασσελάκη, το αληθινό επίδικο είναι η πολιτική κατεύθυνση του κόμματος και η οργανωτική του συγκρότηση. Από καιρό, τουλάχιστον από την επομένη των εκλογών του 2019 και την απόφαση για τη «διεύρυνση», αμφισβητήθηκε ο πυρήνας της φυσιογνωμίας του ΣΥΡΙΖΑ: ο αντικαπιταλιστικός προσανατολισμός με σκοπό τον σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία (δηλαδή ριζική αλλαγή της οικονομικής και πολιτικής οργάνωση της κοινωνίας) και η δομή του ως κόμματος με οργανώσεις και όργανα που παράγουν και ασκούν πολιτική.
Η αμφισβήτηση δεν προήλθε από τη «διεύρυνση», δηλαδή από πρόσωπα και κινήσεις που προσήλθαν, ιδίως μετά τη συμφωνία των Πρεσπών, με ορισμένες και περιορισμένες εξαιρέσεις, άλλωστε η ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ είναι μια ιστορία διαρκούς προσπάθειας για διεύρυνση· προήλθε από ανθρώπους του «παλιού ΣΥΡΙΖΑ»: από ορισμένα στελέχη της δεξιάς πτέρυγας του Συνασπισμού της Αριστεράς και από δογματικές/ούς πρώην κομμουνιστές και κομμουνίστριες, π.χ. μαοϊκών οργανώσεων ή του ΚΚΕ, που είχαν ταυτίσει τον σοσιαλισμό με τη Σοβιετική Ένωση ή την Κίνα και απογοητεύτηκαν χωρίς να μπορούν να αναστοχαστούν, καθώς και από ανθρώπους που η κυβερνητική τους θητεία, όπως κάθε κυβερνητική πρακτική, αναγκαστικά συνδεμένη με συμβιβασμούς, είχε επηρεάσει και την έτσι κι αλλιώς αδύναμη, ιδεολογική τους συγκρότηση.
Το ιδεολόγημα του «προοδευτικού Κέντρου»
Η «διεύρυνση» ήταν αφορμή με το σκεπτικό ότι, αν είναι το κόμμα να ξεπεράσει το «φράγμα» των λίγων δεκάδων χιλιάδων μελών πρέπει να προσαρμοστεί στην κρατούσα ιδεολογία: αν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να απλωθεί από τη ριζοσπαστική Αριστερά ως το «προοδευτικό Κέντρο», τότε πρέπει να ασπαστεί την ιδεολογία του «προοδευτικού Κέντρου», αφού –αυτή είναι η κεντρική ιδέα– οι αριστεροί και οι αριστερές είναι δεδομένοι/ες, όπως δεδομένη είναι η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα γενικότερα.
Το πρόβλημα τώρα με το «προοδευτικό Κέντρο» είναι ότι πρόκειται για πλάσμα του νου, ιδεολόγημα: δεν υπάρχει με τον τρόπο που υπάρχουν η Αριστερά, η Δεξιά, η Σοσιαλδημοκρατία. Η «στροφή στο Κέντρο» ήταν η πολιτική των «νέων Εργατικών» στη Βρετανία, των Σοσιαλδημοκρατών του Σρέντερ στη Γερμανία, των μετεξελιγμένων σε Δημοκρατικό Κόμμα ιταλών κομμουνιστών, του Σημίτη στην Ελλάδα, του Γκονζάλες στην Ισπανία. Αυτή η πολιτική απέτυχε παντού. Και ήταν λογικό, αφού συνεπαγόταν τη ρήξη με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, αλλά και των μικροαστικών στρωμάτων, και την προσαρμογή σε όσα ζητούσαν οι καπιταλιστές – πιο συγκεκριμένα οι μεγάλοι καπιταλιστικοί όμιλοι, συνήθως πίσω από το κάλυμμα ευρωενωσιακών οδηγιών και συμφωνιών.
Εκείνο που πραγματικά υπάρχει είναι η μεγάλη μάζα ανθρώπων, ταξικά τοποθετημένων στον ευρύτατο χώρο από την εργατική τάξη μέχρι τη μικρή και τη μεσαία επιχειρηματικότητα, που πολιτικά δεν συνδέονται με κανένα κόμμα και καμία παράταξη – είναι η πλειονότητα. Το ερώτημα λοιπόν είναι πώς κερδίζεις την εμπιστοσύνη τους και πώς πείθεις ότι εκπροσωπείς τα (συχνά αντικρουόμενα) συμφέροντά τους.
Η τέχνη της αριστερής πολιτικής και η συνταγή της αποτυχίας
Στην Ελλάδα, όλα τα κόμματα διαγωνίζονται με σκοπό να κερδίσουν αυτόν τον χώρο. Και διαγωνίζονται με τη δική τους φυσιογνωμία, τους δικούς τους απώτερους σκοπούς και το δικό τους πρόγραμμα.
Για την Αριστερά –αυτή μας ενδιαφέρει εδώ– το ζήτημα είναι πώς θα μετουσιώσει σε πολιτική την αντίληψή της ότι η εργατική τάξη, τα στρώματα της μισθωτής εργασίας, είναι «οικουμενική τάξη», ότι δηλαδή τα συμφέροντά της, τα καθημερινά συμφέροντά της, είναι ταυτόχρονα τα γενικότερα συμφέροντα του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας. Πώς δηλαδή θα πειστούν οι αυτοαπασχολούμενοι/ες, οι βιοπαλαιστές και βιοπαλαίστριες της μικροεπιχειρηματικότητας, οι αγρότες και οι αγρότισσες ότι π.χ. η υψηλή φορολογία των πλουσίων, οι δημόσιες τράπεζες, η δημόσια εκπαίδευση και το δημόσιο σύστημα υγείας, ο κοινωνικός έλεγχος των μεγάλων επιχειρήσεων, οι υψηλές κοινωνικές δαπάνες, οι συνεταιρισμοί, τα ισχυρά συνδικάτα και η ευνοϊκή σχετική νομοθεσία, η μείωση του χρόνου εργασίας, οι υψηλοί μισθοί και οι υψηλές συντάξεις και οι συλλογικές συμβάσεις με γενική ισχύ εξυπηρετούν και τα δικά τους συμφέροντα; Αυτό είναι δύσκολο πρόβλημα, επειδή σε ατομικό επίπεδο συχνά μια τέτοια πολιτική τους/τις πλήττει και επειδή αυτή η πολιτική αντιστρατεύεται τον σκληρό πυρήνα της μικροαστικής, ατομοκεντρικής ιδεολογίας.
Αλλά αυτή είναι η τέχνη της αριστερής πολιτικής –αν η Αριστερά δεν τη μάθει, δεν τη μαθαίνει διαρκώς, και δεν την ασκεί θα αποτύχει και θα στραφεί στο αδιέξοδο ιδεολόγημα του «προοδευτικού Κέντρου». Τούτο σημαίνει ότι θα ανταγωνίζεται τα κόμματα της Δεξιάς και της Σοσιαλδημοκρατίας με περίπου τα ίδια επιχειρήματα: η πολιτική της επιτυχία θα εξαρτάται από την εύνοια των μεγαλοεπιχειρηματιών που κατέχουν τα ΜΜΕ, την ικανότητα των διαφημιστικών εταιριών που προσλαμβάνει και την προσωπική (κι αυτήν κατασκευασμένη) αίγλη του ή της «αρχηγού». Πρόκειται δηλαδή για την ασφαλή συνταγή της αποτυχίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αλλάζει φυσιογνωμία
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κατόρθωσε στα σχετικά λίγα χρόνια της ύπαρξής του να αναπτύξει και να προβάλει μια νέα μορφή της Αριστεράς – του πολιτικού κόμματος γενικά –, ωστόσο με ουσιώδη στοιχεία του παραδοσιακού τρόπου οργάνωσης των αριστερών, εργατικών, κομμουνιστικών κομμάτων. Το διαφορετικό ήταν η συνύπαρξη πολλών διαφορετικών ρευμάτων της Αριστεράς με συγκρούσεις βέβαια και διασπάσεις μερικές φορές, αλλά με σεβασμό στη διαφορετικότητα και στις συλλογικές αποφάσεις.
Αυτός ο τρόπος οργάνωσης τραυματίστηκε κυρίως επειδή το κόμμα δεν μπόρεσε να αντισταθμίσει τη δημοτικότητα του Αλέξη Τσίπρα, όχι βέβαια κονταίνοντάς τον –αυτό θα σήμαινε αυτοπυροβολισμό– αλλά με τη δική του λειτουργία και δράση. Μετά τις εκλογές του 2019, αυτός ο τρόπος οργάνωσης αμφισβητήθηκε. Η αμφισβήτηση της οργανωτικής δομής με τις οργανώσεις, ενδιάμεσα όργανα και συλλογική ηγεσία είχε διαφορετική αφετηρία, αλλά το ίδιο ιδεολογικό υπόβαθρο. Εδώ αναμφίβολα έπαιξε τον ρόλο του ο κατακερματισμός και η εξατομίκευση της αστικής κοινωνίας που εχθρεύονται τη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη και εκτρέφουν τον εγωισμό και την ιδιοτέλεια. Ας πούμε: ο αστικός περιορισμός της δημοκρατίας στην ανά τετραετία ατομική προσέλευση στην κάλπη πίσω από το παραβάν στοιχίζεται με τα, σχετικά λίγα παρά τη θριαμβολογία, «μέλη του δίφραγκου» που παρήγαγε το νέο καταστατικό του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ –μόνο που αυτή η διαδικασία στα κόμματα, σε αντίθεση με τις εθνικές ή τοπικές εκλογές των αντιπροσωπευτικών σωμάτων, είναι καρικατούρα δημοκρατίας.
Βλέπεις, η πολιτική των αριστερών κομμάτων παράγεται διαφορετικά από εκείνη των αστικών. Τα αστικά κόμματα αντλούν την πολιτική τους από τα εκφρασμένα συμφέροντα των οικονομικά ισχυρών και τις πελατειακές σχέσεις των πολιτευτών τους – φυσικά με επεξεργασία, αλλά γι’ αυτό δεν χρειάζονται ενεργές οργανώσεις. Τα αριστερά, εργατικά κόμματα παράγουν πολιτική, φυσικά με επεξεργασία και δραστηριοποίηση του επιστημονικού δυναμικού τους, αλλά αντλώντας από την ταξική πάλη σε όλα τα επίπεδα και την εμπλοκή τους σε αυτήν. Γι’ αυτό χρειάζονται ενεργές οργανώσεις και αποτελεσματικά κομματικά όργανα, αντί για τεράστιες συνάξεις που απλώς εγκρίνουν προειλημμένες αποφάσεις.
Η περιφρόνηση της οργανωτικής δομής του αριστερού κόμματος από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και κατόπιν του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, μαζί με την ιδεολογία του «προοδευτικού Κέντρου» παρήγαν την ατομική επιδίωξη, τον προσωπικό πόλεμο για θέσεις, εντέλει τη βρομιά της προσωπικής συκοφάντησης με μέθοδο, οργάνωση και υψηλές δαπάνες που κανείς δεν ξέρει από πού χρηματοδοτούνται. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα οργανωμένης και μαζικής συκοφάντησης ήταν και είναι η απόπειρα να διχαστεί το κόμμα, από την κορυφή ως τη βάση, σε δήθεν υποστηρικτές και δήθεν πολέμιους του Αλέξη Τσίπρα· μια προσπάθεια οργανωμένη και κατευθυνόμενη, κυρίως από ανθρώπους που, ελλείψει προσωπικής αξίας και ικανότητας, θέλησαν να κρυφτούν πίσω από τον πρόεδρο του κόμματος – η ευθύνη του Αλέξη Τσίπρα, αλλά και των εκάστοτε γραμματέων του κόμματος, εδώ είναι ότι δεν έβαλαν φραγμό σε αυτή την εξέλιξη.
Πώς μπορεί να αλλάξει αυτό; Νομίζω μόνο με ειλικρινή συζήτηση ενώπιον των οργάνων και των οργανώσεων του κόμματος και με την απομόνωση εκείνων των στοιχείων που συνέλαβαν, οργάνωσαν και διεκπεραίωσαν αυτή την αλλαγή της φυσιογνωμίας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Αυτό δεν σημαίνει εξοστρακισμό όσων έχουν άλλη γνώμη για την οργανωτική δομή του κόμματος –και η δική τους γνώμη έχει χρήσιμες επισημάνσεις και προτάσεις. Σημαίνει όμως ανοιχτή και δημόσια συζήτηση και αποφάσεις που λαμβάνονται χωρίς αιφνιδιασμό και υφαρπαγή, ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να αποφασίσει ψύχραιμα τι θέλει να είναι.