Υπάρχει ένα ζήτημα που πρέπει να το ορίσουμε ως προβληματικό, σε σχέση με την ιστορική μνήμη. Αυτή η σπουδαία διαδικασία, για όποια κοινωνία θέλει να μην είναι φτερό στον άνεμο, έχει σκοπιές πολιτικές, δυνητικότητες και παράλληλα ανακαινίσεις κατά το παρόν.
Με αυτήν την έννοια ο τόσο έκκεντρος Βάλτερ Μπένγιαμιν είχε πολύ δίκιο: πάντα θα κινδυνεύουν οι νεκροί μας, πάντα θα υπάρχει προσπάθεια αναθεώρησης, πάντα πρέπει να αγωνιζόμαστε για να μην συμβαίνουν τέτοια. Ο Μπένγιαμιν, παιδί –ανάμεσα σε άλλα– και του ρομαντισμού, αποφαίνονταν και για μια δεύτερη, εξίσου σπουδαία, δέσμευση: δεν αγκομαχάμε μόνο για το πέρα, το επέκεινα και τους αγέννητους, πάρα και για τους αδικαίωτους και τις αδικαίωτες του παρελθόντος. Δεν σώζουμε το μετά, αποζητάμε με σθένος το πριν να μη μείνει μισερό, άντε, αλυσιτελές.
Έτσι, είναι σπουδαίο αυτό που έγινε στα πενηντάχρονα του Πολυτεχνείου.
Δεν λέω για την πορεία, για τη μνημονική ανασυγκρότηση κατά το έθος των οργανώσεων της Αριστεράς. Έχουμε αποδράσει η πλειοψηφία της κοινωνίας από τις συχνά γραφικές αυτές κοινοτυπίες και ευτυχώς, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν πρέπει να γίνει ή να γίνεται η πορεία. Ωστόσο, ο Λυκιαρδόπουλος πρώιμα και, τελικά, έγκαιρα όρισε το ύψος αυτής της αισθητικής, λέγοντας πως, «όλο το χυμένο και χαμένο αίμα θα γίνει αίμα κερδισμένο, κομματικό φολκλόρ, “κόκκινος ψαλμός”, τελετουργικό πλακάτ, άρτος και θέαμα των μαζών, όπιο και αντίδωρο των εθνικών ποιητών».
Λέω περισσότερο για όσα προικοδοτούν τις νέες γενιές με υλικό ηχητικό, κινηματογραφικό, προφορικό και γραπτό. Παρήχθη ένας πλούτος διαφορετικών σκοπιών από podcast, ντοκιμαντέρ, ραδιοφωνικές εκπομπές και κείμενα που εκτιμώ πως όμοιό του δεν έχουμε ματαξαναδεί. Ήταν χαράς ευαγγέλιο όλα αυτά, θα κάνουν δουλειά στον μακρό χρόνο: θα αναζωογονήσουν αγωνιστικότητες ξεχασμένες κι ωστόσο διόλου αναποτελεσματικές, θα μπορούσαν να ανακαινίσουν το ρεπερτόριο δράσης αν οι δρώντες αναστοχαστούν επαρκώς. Και παράλληλα - αντιφατικά, θα πτυχώσουν εσώστρεφα τους ψυχισμούς, προς το βασίλειο της ταυτότητας και της αυτοδικαίωσης. It’s ok, δεν είναι καθόλου περίεργο.
Είμαι πεισμένος πώς κάθε διάσταση της de facto ιδρυτικής συνθήκης της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, δηλαδή το Πολυτεχνείο, θα ψαύεται αενάως και αμετακλήτως. Έτσι λειτουργούν τα γεγονότα αυτής της εμβέλειας. Φέτος αναδείχτηκε η διάσταση του φύλου (οι αρχιτεκτόνισσες πήραν την απόφαση για κατάληψη, κι όχι οι μηχανολόγοι που ήταν κυρίως άντρες), η διάσταση του χώρου (δείτε την εξαιρετική συνέντευξη του Σαρρηκώστα), του κόμματος (στο εξαιρετικό ντοκιμαντέρ της ΚΝΕ «ένας θερμός Νοέμβρης») κ.ο.κ. Είμαι βέβαιος πως όλα αυτά τα ξέραμε λίγο ως πολύ, αλλά το ότι μπήκαν στη σειρά τα χρονολόγια, τα πρόσωπα των ανθρώπων, ακόμα και το κρύο των ημερών είναι τρόποι να ανασυσταθει, στην πραγματικότητα να αναπνεύσει η μνήμη.
Tην εξέγερση την έκαναν κανονικά υποκείμενα, με ψυχές και σώματα, αγόρια και κορίτσια νεαρά, που είχαν αντιφάσεις, που δεν την πάλευαν απαραίτητα, που ήταν χαλκέντεροι εκ των υστέρων και εκ των προτέρων καθ’ ομολογία φοβούμενες, κόσμος που αγαπούσε την πατρίδα και το κόμμα, το αγόρι και την καριέρα κι ένα κάρο από τις όρθιες αντιφάσεις που συνιστά κάθε άνθρωπος.
Μου φάνηκε εξίσου εξαιρετικό εύρημα κάτι που είπε μια από τις πρωταγωνίστριες, αριστερίστρια τότε. Πώς το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσωτερικού ήταν με την εκκένωση ή και τη μη κατάληψη του Πολυτεχνείου για να μη γίνει το μακελειό, που τελικά, όντως, συνέβη. Αυτή η γυναίκα έλεγε, λοιπόν, πως αντιτάσσονταν σε όσα έλεγαν τα κυρίαρχα κόμματα της Αριστεράς τότε κι ωστόσο δεν κιότεψε διόλου να παραδεχτεί –50 χρόνια μετά– πως μάλλον είχαν δίκιο, πως δηλαδή ό,τι τέθηκε από την Αριστερά δεν ήταν «ρεφορμιστικό» αλλά λογικό. Παρόλο που η ζωή έδειξε πως ήταν αυτό που έπρεπε να γίνει.
Κατανόησα και κάτι ακόμα. Πολλοί από τους πρωταγωνιστές δεν είναι επηρμένοι άνθρωποι. Τους ένωσε ένα εμείς. Ουδόλως καθολικό, περισσότερο μειοψηφικό. Είπε μια από τις πρωταγωνίστριες: «εμείς όταν βλεπόμαστε στον δρόμο, αγγίζουμε ο ένας το πρόσωπο του άλλου». Αυτή είναι καλή, η γονιμοποιός συγκίνηση: από την Αναρχία ως τις παρυφές της κοσμικής και φιλελεύθερης δεξιάς, νέα αγόρια και κορίτσια τότε, τώρα παραμένουν ωραίοι τύποι και τύπισσες.
Ενάντια σε μια λιτανεία ένθεν κακείθεν, υπέρ ή ενάντια της «Γενιάς του Πολυτεχνείου» εκείνα τα παιδιά έπαιξαν ζάρια στο μπαρμπούτι της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και –ευτυχώς– έφεραν εξάρες.
ΥΓ. Η φωτογραφία είναι του τότε φωτορεπόρτερ του Associated Press Αριστοτέλη Σαρρηκώστα. Η φωτογραφία αυτή κυκλοφόρησε την επόμενη ημέρα στα ειδησεογραφικά πρακτορεία όλου του κόσμου λειτουργώντας ως απόδειξη για τη βαρβαρότητα του δικτατορικού καθεστώτος.