Δέκα τέσσερα χρόνια μετά από τον «Διαχειριστή», ο Περικλής Χούρσογλου, ένας αθόρυβος αλλά και επίμονος κινηματογραφικός δημιουργός, επανέρχεται με την 5η μεγάλου μήκους ταινία του, που προβλήθηκε πριν λίγες μέρες στο 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Η «Εξέλιξη» του τίτλου αναφέρεται στην επαγγελματική εξέλιξη του Νίκου Συμεωνίδη, κεντρικού ήρωα της ταινίας, ο οποίος διδάσκει στο Τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ. Θα μπορούσαμε να πούμε, λοιπόν, πως πρόκειται για μια αυτοβιογραφική ταινία με βιωματικά στοιχεία του σκηνοθέτη από τη δική του θητεία, ως διδάσκοντα του Τμήματος Κινηματογράφου. Αν όμως αυτό αφορά τον ίδιο τον Χούρσογλου, τους θεατές τους ενδιαφέρει ο τρόπος που ξεδιπλώνει την αφήγησή του, οι σκέψεις και οι προβληματισμοί καθώς και το πώς όλα αυτά μετουσιώνονται σε σινεμά.
Η ταινία ξεκινά με μια σκηνή μέσα σε τρένο που συμβαίνει το 1973, στο οποίο ταξιδεύει ο μικρός Νίκος με τον πατέρα του. Με ένα χρονικό άλμα ερχόμαστε στο 2012 και ο Νίκος, ενήλικας πλέον, ετοιμάζεται να ταξιδέψει για τη Θεσσαλονίκη όπου εκτός από το τακτικό μάθημα που έχει, πρόκειται να ορκιστεί αναπληρωτής καθηγητής στη Σχολή Κινηματογράφου όπου διδάσκει. Η γυναίκα του δεν μπορεί να τον συνοδεύσει, επειδή έχει δουλειά, κι έτσι αποφασίζει να πάρει μαζί του τον μικρό του γιο. Εκείνος όμως θα προτιμήσει ένα πάρτι αντί της ορκωμοσίας του πατέρα του. Επάνω στο ταξί, την ώρα που τσαλακώνει το δεύτερο εισιτήριο, ζητά από τον ταξιτζή να περάσουν για να πάρουν κάποιον. Κι αυτός ο κάποιος είναι ο Αντρέας, ο πατέρας του Νίκου από τον οποίο ζητά να ταξιδέψει μαζί του στη Θεσσαλονίκη. Οι δύο άνδρες θα περάσουν μαζί ένα 24ωρο στο οποίο ο Νίκος θα προσπαθήσει να γνωρίσει καλύτερα τον πατέρα του, θέλοντας να συμπληρώσει κενά, και να κλείσει εκκρεμότητες. Ως μέσο θα χρησιμοποιήσει τη φαντασία του για να μπορέσει να ξεκλειδώσει τον κόσμο των συναισθημάτων που είτε η ανεμελιά, η άγνοια και η αψηφισιά της νιότης είτε το αναπότρεπτο κρατούσε φυλακισμένα. Κι αυτό το ταξίδι γνωριμίας και αυτογνωσίας θα λειτουργήσει λυτρωτικά για τον Νίκο, ώστε να μπορέσει να ξεκαθαρίσει με το παρελθόν αλλά και να προσεγγίσει καλύτερα τη δική του οικογένεια.
Και σε αυτήν την ταινία, όπως και στις προηγούμενές του, ο Χούρσογλου έχει στο επίκεντρο το μυστήριο της ανθρώπινης περιπέτειας. Οι χαρακτήρες του, ξεκινώντας από τον επιτυχημένο επαγγελματικά αλλά αποτυχημένο στην προσωπική του ζωή Λευτέρη Δημακόπουλο, τον συνταξιούχο που ερωτεύεται τη γυναίκα του συναδέλφου του στον Άνθρωπο με τα γκρι, τον νταλικέρη που λίγο πριν παντρευτεί τη γυναίκα που αγαπά, μια 17χρονη ανατρέπει τα πάντα, στα Μάτια από νύχτα, τον μικροαστό που ζητά να σωθεί από το τέλμα του γάμου του μέσα από τη σχέση με μια νεότερη γυναίκα, στον Διαχειριστή, φτάνουμε στην Εξέλιξη. Χαρακτηριστικές είναι οι δύο φράσεις που ανταλλάσσουν πατέρας και γιος: «Μιλάς με τα παιδιά σου;», ρωτά ο πατέρας. «Γιατί μαζί μιλούσαμε;», απαντά ο Νίκος. Και η απάντηση αυτή μοιάζει αφενός με παράπονο, αφετέρου με απολογία, γιατί δεν προσπάθησε περισσότερο, δεν επέμεινε περισσότερο, δεν υπολόγισε τον χρόνο που περνά.
Ο Περικλής Χούρσογλου σκηνοθετεί έχοντας βαθιά συναίσθηση του τι κάνει. Με τη βοήθεια της σκοτεινής φωτογραφίας του Γιώργου Αργυροηλιόπουλου, αφηγείται μια μελαγχολική και συγκινητική ιστορία αλλά παράλληλα μιλά και για το ίδιο το σινεμά. Επίσης, όχι μετωπικά, αλλά δια της πλαγίας και πολύ διακριτικά, ο Χούρσογλου προσεγγίζει το μεταναστευτικό και τη στάση της αστυνομίας αλλά και τις ακραίες καμιά φορά αντιδράσεις των φοιτητών.
Το καλοδομημένο σενάριο και η σκηνοθετική ευλυγισία του Χούρσογλου, η ιδανική φωτογραφία του Γιώργου Αργυροηλιόπουλου, το εξαιρετικό μοντάζ του Τάκη Γιαννόπουλου δένουν το υλικό για αυτήν την τρυφερή, μελαγχολική, πικρή, συγκινητική και συνάμα δυνατή ταινία. Επιπλέον με τις στιβαρές ερμηνείες του Βασίλη Κολοβού (πατέρας) και Αλέξανδρου Λογοθέτη (γιος), η ταινία απογειώνεται.