Ο Τζόναθαν Γουίλσον καταγράφει την ιστορία του ποδοσφαίρου μέσα από προπονητικά συστήματα
 
Ποια είναι η σχέση του Πεπ Γκουαρντιόλα και του σύγχρονου ποδοσφαίρου κατοχής με το σκωτσέζικο πάσινγκ γκέιμ, την Τότεναμ της δεκαετίας του 1930 και τον Άγιαξ του Μπάκινγχαμ; Πώς το γερμανικό gegenpressing και ο επιφανέστερος εκπρόσωπός του, ο Γιούργκεν Κλοπ, σχετίζεται με τον Αρίγκο Σάκι; Αν ισχύει η ρήση ότι «πολλοί βλέπουν ποδόσφαιρο, αλλά λίγοι καταλαβαίνουν τι ακριβώς παρακολουθούν», τότε σε αυτό θα συμβάλλει το βιβλίο “Αντιστρέφοντας την πυραμίδα - Η ιστορία του ποδοσφαίρου, των τακτικών και των συστημάτων του” (εκδόσεις Polaris), του Τζόναθαν Γουίλσον, στην κατανόηση δηλαδή της ομορφιάς του παγκόσμιου παιχνιδιού μέσα από τη γνώση των αδιεξόδων και των λύσεων, των συμβιβασμών και των επαναστάσεών του, δηλαδή της εξέλιξής του. Στον επίλογο της τρίτης, επετειακής, έκδοσης υπογραμμίζεται: «Δεν θα ήταν δύσκολο να αξιολογήσουμε το σύγχρονο ποδόσφαιρο και να συμφωνήσουμε με την άποψη ότι δεν μπορεί να υπάρξει κάτι καινούριο. Ο Ρομπέρτο Μαντσίνι, για να πούμε την αλήθεια, έκανε ακριβώς αυτό σε μια διάλεξη στο Βελιγράδι το 2007, υποστηρίζοντας ότι οι μελλοντικές εξελίξεις στο ποδόσφαιρο δεν θα σημειωθούν στην τακτική αλλά στη φυσική κατάσταση και τη σωματική άσκηση των παικτών. Ως ένα σημείο, πιθανόν να έχει δίκιο. Το ποδόσφαιρο είναι ένα ώριμο παιχνίδι, που έχει μελετηθεί και αναλυθεί επίμονα για σχεδόν ενάμιση αιώνα, και υποθέτοντας ότι ο αριθμός των παικτών θα παραμείνει σταθερός στους έντεκα, είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει κάποια επαναστατική αλλαγή στο παιχνίδι, που να καταπλήξει τον κόσμο. Ακόμα κι αν υπάρχει σε κάποια γωνιά του κόσμου ένας άγνωστος προπονητής που σχεδιάζει μια ριζοσπαστική αλλαγή, δεν θα έχει τη βαθιά και καθοριστική επίδραση που είχε, ας πούμε, ο σέντερ φορ που υποχώρησε στα χαφ, στην ομάδα της Ουγγαρίας στις αρχές της δεκαετίας του ’50. […]
Η Αγγλία δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα το 1931 με την υποχώρηση του Ζίντελαρ, οι βρετανικές ομάδες πάλεψαν σκληρά να αντιμετωπίσουν την ίδια τακτική κίνηση του Βσέβολοντ Μπομπρόφ, όταν η Δυναμό Μόσχας περιόδευε στην Αγγλία το 1945, και βέβαια διασύρθηκαν το 1953 από τον Νάντορ Χιντεγκούτι. Τα παθήματα, προφανώς, θα έπρεπε να είχαν γίνει μαθήματα, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη και αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι αυτά τα τρία παραδείγματα απομονώθηκαν μέσα σε μία περίοδο μεγαλύτερη από 22 χρόνια. Αν σήμερα υπήρχε μία ομάδα ανάλογη εκείνης της μεγάλης Ουγγαρίας, δεν θα ερχόταν στο Λονδίνο τυλιγμένη στο μυστήριο. Οι επιτυχίες της θα είχαν μεταδοθεί από την τηλεόραση, θα είχαν καταγραφεί σε DVD, ενώ η κίνηση των παικτών της θα είχε αναλυθεί από υπολογιστή. Μια καινοτομία στην τακτική ποτέ ξανά δεν θα μπορέσει να εμφανιστεί ξαφνικά στο γήπεδο, ως έκπληξη. Κι εκτός αυτού, ένας ταλαντούχος ούγγρος προπονητής, όπως ο Γκούσταβ Σέμπες, είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα δούλευε στην Ουγγαρία, αλλά θα είχε ακολουθήσει τον δρόμο του χρήματος στη Δυτική Ευρώπη. Όσο η διασταύρωση ανάμεσα στις ποδοσφαιρικές κουλτούρες διευρύνεται, τόσο τα εθνικά ποδοσφαιρικά χαρακτηριστικά γίνονται λιγότερο ευκρινή […]
Κάθε παλιό στιλ μπορεί πάντα να επανεμφανιστεί προσαρμοσμένο σε νέο περιβάλλον, ιδιαίτερα στη μορφή του συντομευμενου πρωταθλήματος των μεγάλων διοργανώσεων. Η Ελλάδα, για παράδειγμα, ήταν η μοναδική ομάδα που έπαιξε στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2004 χωρίς άμυνα ζώνης τεσσάρων αμυντικών. «Ο Ρεχάγκελ κέρδισε, γιατί έθεσε ένα πρόβλημα που οι άνθρωποι είχαν ξεχάσει πώς να το λύνουν», είπε ο Άντι Ρόξμπεργκ. «Δεν ήταν της μόδας, αλλά ήταν αποτελεσματικό. Οι Έλληνες ποδοσφαιριστές είχαν τον έλεγχο των παιχνιδιών χωρίς να έχουν τον έλεγχο της μπάλας. Η άποψη του Ότο ήταν: Γιατί να δοκιμάσω μία αποδυναμωμένη εκδοχή του συστήματος κάποιου άλλου; Ό,τι κι αν πεις για το σύστημά του, πρέπει να παραδεχτείς ότι η Ελλάδα περνούσε την μπάλα στην επίθεση πολύ γρήγορα κάθε φορά που οι παίκτες της είχαν την κατοχή».
Η Γαλλία, ιδιαίτερα, δυσκολεύτηκε πολύ εναντίον της Ελλάδας, χάνοντας μάλιστα 1-0 στους προκριματικούς. «Έπρεπε να δώσουν την μπάλα στον Τιερί Ανρί πιο γρήγορα απ' όσο συνήθως», είχε πει ο Ρόξμπεργκ. «Η πιο επικίνδυνη κίνηση του Ανρί είναι όταν συγκλίνει προς τον κάθετο κεντρικό άξονα του γηπέδου από αριστερά ή όταν κινείται γρήγορα, αριστερά του κάθετου κεντρικού άξονα. Εναντίον της Ελλάδας, έβγαινε υπερβολικά πλάγια, επειδή δεν του έδιναν χώρο. Αυτό είναι ένα από τα πράγματα που επιδιώκεις να κάνεις όταν θέλεις να εξουδετερώσεις μία απειλή: την εξωθείς στην πλαϊνή γραμμή. Οι αντίπαλοι της Ελλάδας δεν ήταν συνηθισμένοι να μαρκάρονται τόσο στενά. Η παλιά μέθοδος αποδείχτηκε πρωτότυπη».

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet