Ελάχιστος είναι ο αριθμός εκείνων των κοινωνικών επιστημόνων ή των επιστημόνων υγείας που διαφωνούν με την άποψη ότι ορισμένα εγγενή χαρακτηριστικά του συστήματος στο οποίο ζούμε, δηλαδή του καπιταλισμού, (ατομικισμός, άκρατος ανταγωνισμός, εργασιακή ανασφάλεια, φτώχεια κ.λπ.) συνιστούν ένα σημαντικό παράγοντα πρόκλησης ψυχικών ασθενειών. Μ’ αυτό το θέμα ασχολείται σήμερα η στήλη των Ιδεών, αναδημοσιεύοντας ένα μέρος της συνέντευξης της Μίσα Φρέηζερ-Κάρολ που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του βρετανικού περιοδικού Tribune, στις 28 Σεπτεμβρίου 2023 (tribunemag.co.uk/2023/09/work-under-capitalism-is-making-us-mad).  Η Φρέηζερ-Κάρολ είναι πτυχιούχος ψυχολογίας του πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ,  συγγραφέας, ανεξάρτητη δημοσιογράφος, τακτική αρθρογράφος των εφημερίδων Independent και Guardian και ακτιβίστρια.

Ευχαριστούμε την ψυχολόγο-ψυχοθεραπεύτρια και φίλη της εφημερίδας μας, Βαγγία Λυσικάτου, για την βοήθειά της στη μετάφραση ορισμένων όρων/εννοιών του επιστημονικού της αντικειμένου.

 

Χ.Γο.

 

 

 

 

Συνέντευξη της δημοσιογράφου και ακτιβίστριας στον Ταζ Άλι, συνεργάτη για εργασιακά θέματα του περιοδικού Tribune

  

Στο βιβλίο σας Mad World: The Politics of Mental Health αναφέρεστε στον Μαρξ, και συγκεκριμένα στη θεωρία του για την αλλοτρίωση. Γιατί πιστεύετε ότι η ανάλυσή του είναι σημαντική για την κατανόηση της ψυχικής υγείας στον εικοστό πρώτο αιώνα;

Συνήθως θεωρούμε ότι το βασικό ενδιαφέρον του Μαρξ ήταν η οικονομία και ανάλυση των κοινωνικών δομών. Όταν όμως άρχισα να μελετώ πιο προσεκτικά τη θεωρία του για την αλλοτρίωση συνειδητοποίησα ότι ήταν επίσης ένας στοχαστής που ασχολήθηκε πολύ και με την ψυχολογία. Συγκεκριμένα, η αλλοτρίωση είναι μια θεωρία που εστιάζει πολύ στις ψυχολογικές, πνευματικές και συναισθηματικές επιπτώσεις της εργασίας σε καθεστώς καπιταλισμού. Αναφέρομαι στην ανάλυσή του για τον τρόπο με τον οποίο η εργασία που γίνεται για βιοποριστικούς λόγους μάς αποκόπτει από άλλες ενασχολήσεις και εσωτερικές μας επιθυμίες, για τις ψυχολογικές επιπτώσεις του γεγονότος ότι δεν μας ανήκουν τα πράγματα που παράγουμε, καθώς και για το ότι δεν εργαζόμαστε με στόχο το γενικότερο καλό της ανθρωπότητας αλλά αντίθετα προς όφελος κάποιων που έχουν στόχο το ατομικό κέρδος. Κατά την γνώμη μου, αυτή είναι μια ψυχολογική θεωρία.

Η θεωρία της αλλοτρίωσης του Μαρξ είναι κρίσιμη για την κατανόηση της ψυχικής υγείας στον καπιταλισμό. Στο βιβλίο μου γράφω ότι σήμερα μιλώντας για τα προβλήματα της ψυχικής υγείας μπορούμε να αναφερόμαστε, μεταξύ άλλων, στο άγχος ή στη δυστυχία, στα βάσανα της ζωής. Την εποχή που έγραφε ο Μαρξ δεν υπήρχε η έννοια της ψυχικής υγείας, όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Αλλά η αναφορά του στα βάσανα της ζωής και στην αλλοτρίωση είναι μια θεωρία της ψυχικής υγείας που σχετίζεται με αυτές μεταγενέστερων θεωρητικών. Αναφέρομαι στην Άρλι Χόκτσαιλντ (Arlie Hochschild), η οποία μιλάει για τη «συναισθηματική εργασία» και για το πώς αναγκαστικά διασπάται η προσωπικότητά μας, όπως συμβαίνει για παράδειγμα όταν πρέπει να χαμογελάμε στους πελάτες παρά το γεγονός ότι δεν έχουμε τη διάθεση να το κάνουμε-αυτό είναι ένα παράδειγμα αλλοτρίωσης.  

Στο βιβλίο προσπαθώ επίσης να συνδέσω την έννοια της αλλοτρίωσης με τις εμπειρίες της αποσύνδεσης, ένα ψυχιατρικό όρο. Μιλάω πολύ για την αποσύνδεση επειδή αυτό είναι κάτι που βίωσα όταν πέρασα τη δική μου κρίση ψυχικής υγείας. Κατά κάποιον τρόπο, η αλλοτρίωση περιγράφει έναν επιτελεστικό δεσμό στο πλαίσιο του καπιταλισμού –τον τρόπο με τον οποίο πρέπει συνεχώς να επιτελούμε μια παράσταση: του ιδανικού φοιτητή ή εργαζόμενου, κάποιου που έχει τα κατάλληλα ψυχολογικά βιώματα για να μπορεί να λειτουργεί στο πλαίσιο του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Θεωρώ ότι αυτό συνδέεται άμεσα με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την ψυχική υγεία.

 

Διαβάζοντας το βιβλίο σας θυμήθηκα ένα άλλο βιβλίο που διάβασα πρόσφατα, το Worn Out1, το οποίο εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο ο κλάδος της «γρήγορης μόδας» στις Ηνωμένες Πολιτείες επιτηρεί και εκμεταλλεύεται τους εργαζόμενους στην ψηφιακή εποχή. Αυτό το δεύτερο βιβλίο καταγράφει τον τρόπο με τον οποίο η εργασία στο λιανικό εμπόριο έχει αλλάξει και μοιάζει με την εργασία στη βιομηχανική γραμμή παραγωγής. Επιπλέον, υπάρχουν τα υποστελεχωμένα γκισέ, όπου για την αντιμετώπιση των θυμωμένων και αγχωμένων πελατών οι εργαζόμενοι πρέπει να καταβάλουν υπερβολικό ψυχικό μόχθο.

Ένα από τα πρόσωπα τα λόγια του οποίου παραπέμπω στο βιβλίο αναφέρεται στο συγκεκριμένο ζήτημα σε σχέση με την Amazon. Η επαναλαμβανόμενη εκτέλεση της ίδιας καθημερινής, τετριμμένης, μεγάλης ταχύτητας και πίεσης εργασίας είναι απίστευτα επιβαρυντική για την ψυχική υγεία. Συνήθως δεν μιλάμε γι’ αυτό, αλλά η ψυχολογική επιβάρυνση είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο του εργασιακού βίου. Αυτό ισχύει και για τον απαιτούμενο επαγγελματισμό στις εργασίες γραφείου. Υπάρχουν συγκεκριμένοι τρόποι να συζητούμε και να σχετιζόμαστε με τους ανθρώπους που εργαζόμαστε μαζί και υπάρχουν θέματα για τα οποία είναι πρέπον ή όχι να συζητάμε στον χώρο εργασίας. Για παράδειγμα, η συζήτηση για την προσωπική ζωή ή τον μισθό μας ενδέχεται να θεωρείται «ταμπού». Πρόκειται για πολύ άκαμπτους τρόπους επικοινωνίας και εκδήλωσης συναισθημάτων. Είναι σχεδόν σαν, για να μπορούμε να εργαστούμε, να είναι αναγκαία η διάσπαση της προσωπικότητάς μας.

 

Στο βιβλίο σας επισημαίνετε ότι ο εγκλεισμός των ατόμων με αναπηρία και η εμφάνιση των ασύλων συνδέονται με την άνοδο του καπιταλισμού. Μπορείτε να το θέσετε αυτό σε ιστορικό πλαίσιο; Πότε άρχισε ο εγκλεισμός και σε ποιο βαθμό συνδέεται με τον καπιταλισμό;

Ο εγκλεισμός των ατόμων με αναπηρία είναι απόλυτα συνυφασμένος με τον καπιταλισμό. Για παράδειγμα, το Μπέντλαμ (Bedlam), το πρώτο «φρενοκομείο» στον κόσμο, χρονολογείται από τα τέλη του δέκατου τρίτου αιώνα. Όμως, εξετάζοντας τα αρχεία εκείνης της πολύ μακρινής περιόδου θα διαπιστώσουμε ότι οι αρμόδιοι ενός οργανισμού αντίστοιχου της σημερινής Επιτροπής Φιλανθρωπίας (Charity Commission), οι οποίοι επισκέπτονταν και εξέταζαν παρόμοια ιδρύματα, είχαν διαπιστώσει ότι σε όλη τη χώρα υπήρχαν μόλις επτά παράφρονες τρόφιμοι. Δεν ήταν δα και τόσοι πολλοί. Οι περισσότεροι άνθρωποι που θεωρούνταν τρελοί ενσωματώνονταν στην κοινότητα. Ορισμένοι παρέμεναν έγκλειστοι σε σπίτια κάποιων γειτονιών, αν η κοινότητα θεωρούσε ότι αποτελούσαν κίνδυνο, αλλά η ιδρυματοποίηση, όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα, δεν υπήρχε σε σημαντική κλίμακα. Μόνο όταν εμφανίστηκε το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα παρατηρείται αυτό που ο Μισέλ Φουκώ αποκαλεί «μεγάλο εγκλεισμό» –μια εκρηκτική αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που εγκλείονται σε άσυλα. Ο αριθμός των ασθενών που εισήχθησαν στο Μπέντλαμ εκτοξεύθηκε στα ύψη και το συγκεκριμένο ίδρυμα κατακλύστηκε τόσο πολύ από ασθενείς ώστε χρειάστηκε να χτιστούν περισσότερα άσυλα, τόσο ιδιωτικά όσο και δημόσια. Αυτό συμπίπτει απολύτως με την εμφάνιση του καπιταλισμού και της Βιομηχανικής Επανάστασης. 

Τον δέκατο ένατο αιώνα, η αγγλική κυβέρνηση ψήφισε δύο νόμους «περί φρενοκομείων», οι οποίοι επέβαλαν την κατασκευή ψυχιατρικών ασύλων σε κάθε κομητεία της χώρας, στα οποία εγκλείστηκαν πολλοί ασθενείς. Πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη κάτι που αφορά τις οικογένειες∙ στο παρελθόν αυτές έπαιρναν ένα μικρό επίδομα για να φροντίζουν στο σπίτι εκείνα τα μέλη τους που υπέφεραν από ψυχικές ασθένειες. Αλλά από την στιγμή που εμφανίζεται το εργοστάσιο οι άνθρωποι αναγκάζονται να δουλέψουν εκεί, οπότε δεν μπορούν πλέον να βρίσκονται στο σπίτι για να φροντίζουν τους ασθενείς συγγενείς τους. Στη συνέχεια, ήρθαν και οι νόμοι για τους φτωχούς που αφαίρεσαν αυτά τα επιδόματα από τις οικογένειες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πλέον κάποια χρηματική ενίσχυση που να κάνει δυνατή την παραμονή τους στο σπίτι ώστε να φροντίζουν τους ανθρώπους τους. Οπότε πού θα μπορούσαν να πάνε οι ψυχασθενείς; Προφανώς δεν υπήρχε άλλο μέρος γι’ αυτούς από τα άσυλα. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι πολλές οικογένειες πίστευαν ότι αυτή ήταν η μόνη λύση. Γι' αυτό θεωρώ ότι ο καπιταλισμός είναι συνυφασμένος με τον εγκλεισμό γενικώς των αναπήρων, όχι μόνο των ψυχασθενών. Οι σωματικά ανάπηροι και οι ψυχικά ασθενείς στέλνονταν σε μεγάλα άσυλα όπου παρέμεναν για όλη τους τη ζωή. Εκείνο που ένωνε τους ανθρώπους που φυλακίζονταν σ’ αυτά τα ιδρύματα ήταν ότι δεν μπορούσαν να αφομοιωθούν στο νέο σύστημα παραγωγής. Το συγκεκριμένο περιβάλλον δεν ήταν κατάλληλο γι’ αυτούς.

 

Οι στατιστικές δείχνουν ότι το πρώτο τρίμηνο του 2023, το 53% των ατόμων που έπαψαν να ανήκουν στο εργατικό δυναμικό του Ηνωμένου Βασιλείου λόγω μακροχρόνιας ασθένειας δήλωσαν ότι υπέφεραν από κατάθλιψη, νεύρα ή άγχος. Ο Τζέρεμι Χαντ2 ισχυρίζεται ότι οι γιατροί εκδίδουν ιατρικές γνωματεύσεις με μεγάλη ευκολία. Το βάρος για την επίλυση αυτών των ζητημάτων πέφτει όλο και περισσότερο στον καθέναν και την καθεμία.

Στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού παρατηρούμε τη σαφή μετατόπιση από τη συλλογική στην ατομική ευθύνη. Προηγουμένως, η ψυχική υγεία ήταν ένα ζήτημα που έπρεπε να αντιμετωπίζεται από το κράτος. Και, προφανώς, αντιμετωπιζόταν με έναν ιδιαίτερα βίαιο τρόπο. Στον νεοφιλελευθερισμό, η ψυχική υγεία αντιμετωπίζεται ως προσωπικό και ιδιωτικό ζήτημα. Ο φιλόσοφος, ειδικός σε θέματα κουλτούρας, Μαρκ Φίσερ, είχε χαρακτηρίσει την άποψη, που εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1980, ότι η ψυχική υγεία είναι ατομικό ζήτημα ως «ιδιωτικοποίηση του άγχους». Πρόκειται για την άποψη ότι εμείς οι ίδιοι πρέπει να κάνουμε ψυχοθεραπεία, να κατεβάζουμε την εφαρμογή mindfulness3 στο κινητό τηλέφωνο, να κάνουμε γιόγκα, να αρχίσουμε να γράφουμε ημερολόγιο, και γενικώς να ακολουθούμε τον συνεχώς διευρυνόμενο κατάλογο των πρακτικών που οφείλουμε να ακολουθούμε προκειμένου να διατηρούμε την ψυχική μας υγεία. Όλα αυτά εντάσσονται στο πλαίσιο της ατομικής ευθύνης. 

Διαπιστώνουμε την ύπαρξη αυτής της αντίληψης όταν γίνεται συζήτηση για την ψυχική υγεία και το σύστημα κοινωνικών επιδομάτων. Η ιδέα ότι μπορούμε απλά να ξεπεράσουμε το πρόβλημα και να συνέλθουμε από μόνοι/ες μας είναι μια προσέγγιση για τη διαχείριση των συναισθηματικών μας καταστάσεων, αλλά χρησιμοποιείται επίσης και για να κατηγορούνται κάποιοι άνθρωποι ότι παριστάνουν τους ψυχασθενείς για να εισπράττουν επιδόματα. Είναι ένας τρόπος σκέψης που αγνοεί ότι τα προβλήματα ψυχικής υγείας είναι κυρίως δομικά, και ο οποίος έχει στόχο να νομιμοποιήσει την αντίληψη ότι εμείς ευθυνόμαστε για τα όποια προβλήματα αντιμετωπίζουμε, και γι’ αυτό πρέπει να τα λύνουμε μόνοι/ες μας.

 

Στο βιβλίο σας μιλάτε για τον ατομικισμό. Η αποβιομηχάνιση οδήγησε στην απώλεια της αίσθησης της κοινότητας, με αποτέλεσμα τη συνεχή ατομικοποίηση της κοινωνίας και την απώλεια της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κατάργηση των ταμείων στα οποία εργάζονται υπάλληλοι και η επέκταση των αυτόματων ταμειακών συστημάτων. Κατά τη γνώμη μου, όλα αυτά επηρεάζουν την ψυχική υγεία.

Οι ζωές μας οδηγούνται όλο και περισσότερο στην ατομικοποίηση. Η ικανότητα να δημιουργούμε αυθεντικές και συναισθηματικά ικανοποιητικές σχέσεις με άλλους ανθρώπους χάνεται συνεχώς από την καθημερινή μας ζωή - και αυτό είναι απολύτως ορατό. Η κατάργηση των ταμείων είναι ένα παράδειγμα που δείχνει ότι οι δυνατότητες ανθρώπινης επικοινωνίας θεωρούνται περιττές, και καταργούνται. Ο καπιταλισμός δεν θεωρεί ότι η κοινότητα και η ανθρώπινη επαφή είναι πολύτιμα πράγματα.

 

Στο βιβλίο σας υπάρχει ένα ενδιαφέρον σημείο σχετικά με το πώς οι πρακτικές προστασίας των εργαζομένων εφαρμόστηκαν όχι από την επιθυμία να βελτιωθεί η ζωή τους, αλλά για να αυξηθεί η παραγωγικότητά τους. Στην εποχή αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «πολύχρωμο καπιταλισμό», όπου οι δημόσιες σχέσεις, η διοίκηση ανθρώπινου δυναμικού (HR) και η διαχείριση της φήμης έχουν μεγάλη σημασία, πώς συγκρίνονται οι πρακτικές προστασίας των εργαζομένων με εκείνες του εικοστού αιώνα;

Στο βιβλίο γράφω για την διοίκηση του ανθρώπινου δυναμικού και τον τρόπο που προέκυψε. Στην αρχή, το HR εστίαζε την προσοχή του σε θέματα όπως η κατάλληλη διάταξη των πάγκων εργασίας, τα διαλείμματα ανάπαυσης και ο φωτισμός, με στόχο την βελτίωση της παραγωγικότητας των εργαζομένων. Αλλά στη συνέχεια, στα μέσα του εικοστού αιώνα, με την εμφάνιση της ψυχολογίας και την αξιοπιστία που αυτή απέκτησε ως επιστημονικός κλάδος, το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε στις βέλτιστες γνωσιακές και συναισθηματικές συνθήκες εργασίας. Αυτή η αλλαγή προσανατολισμού συμβαδίζει με την στροφή της οικονομίας προς τον τομέα των υπηρεσιών και την απομάκρυνση από τη μεταποίηση και τις χειρωνακτικές μορφές εργασίας. Έτσι, εμφανίζονται διάφορες νέες πρακτικές όπως τα ψυχομετρικά τεστ, μέσω των οποίων οι εργοδότες προσπαθούν να αντιστοιχίσουν την προσωπικότητα των ανθρώπων με το είδος της εργασίας στην οποία θα είναι πιο παραγωγικοί. Επιπλέον, στις δεκαετίες του 1970 και 1980 κάνουν την εμφάνισή τους η ενσυνειδητότητα και η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία.

 Όλο και περισσότερο σήμερα, στη νεοφιλελεύθερη εποχή, ενδιαφερόμαστε πραγματικά για θέματα όπως οι πρωτοβουλίες για την ψυχική υγεία στους χώρους εργασίας, η εκπαίδευση σε θέματα ψυχικής υγείας, η προ-θεραπεία, οι αίθουσες μεσημεριανού ύπνου και ο διαρκώς διευρυνόμενος κατάλογος πρακτικών που υποτίθεται ότι συμβάλλουν στην ψυχική ισορροπία των εργαζομένων. Η άσκηση αυτών των πρακτικών σε ατομικό επίπεδο μπορεί να κάνει πολλούς από εμάς να νιώσουμε καλύτερα και να αποτελέσουν μια δίοδο που να μας οδηγήσει σε κάποιας μορφής ίαση. Ωστόσο, εάν ανατρέξουμε στην ιστορία της διοίκησης ανθρώπινου δυναμικού και στον λόγο για τον οποίο αυτή δημιουργήθηκε αρχικά καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η βασική του λειτουργία δεν έγκειται στην προσπάθεια να νιώσουμε καλύτερα, αλλά έχει στόχο να μας καταστήσει περισσότερο εκμεταλλεύσιμους/ες ως εργαζόμενους/ες. Έτσι, λοιπόν, οι εν λόγω πρωτοβουλίες δεν θέλουν να μας κάνουν να νοιώσουμε χαρά, ευφορία ή ένα αίσθημα πληρότητας, αλλά να μας κάνουν να αισθανόμαστε τόσο ευτυχισμένοι και συναισθηματικά προσαρμόσιμοι/ες όσο χρειάζεται για να μπορούν να μας εκμεταλλεύονται. Η εκμετάλλευση που βιώνουμε στην εργασία είναι αυτό που συνήθως καταστρέφει την ψυχική μας υγεία. Καταλήγουμε σε έναν φαύλο κύκλο όπου προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε το άγχος μας στον ίδιο τον τόπο που μας το προκαλεί.

 

Λέγεται συχνά ότι η ψυχική υγεία δεν σχετίζεται με ταξικές και άλλες διαφορές. Όλοι/ες ενδέχεται να αντιμετωπίσουμε προβλήματα ψυχικής υγείας, ανεξάρτητα από το περιβάλλον μας. Γνωρίζουμε όμως ότι ορισμένες κοινότητες έχουν λιγότερες ευκαιρίες και σοβαρότερα κοινωνικά προβλήματα από κάποιες άλλες. Σε ποιο βαθμό η ψυχική υγεία είναι ένα ταξικό ζήτημα;

Η φτώχεια και η ανισότητα συνδέονται άμεσα με τα προβλήματα ψυχικής υγείας. Η αδυναμία μας να ικανοποιήσουμε κάποιες πολύ βασικές υλικές ανάγκες ή η συνεχής ανασφάλεια μάς προκαλεί άγχος και κατάθλιψη. Η άγνοια για το πότε θα είναι η επόμενη βάρδια μας, ή αν θα μπορέσουμε να πληρώσουμε τους λογαριασμούς μας μάς προκαλεί δυσφορία. Φυσικά, προβλήματα ψυχικής υγείας αντιμετωπίζουν και άνθρωποι με εξουσία, προνόμια και πλούτο. Πιστεύω ότι ο καπιταλισμός υπονομεύει ριζικά την ποιότητα της ζωής μας. Κανένας άνθρωπος δεν είναι άτρωτος στον καπιταλισμό. Αλλά η διαφορά είναι ότι ορισμένοι άνθρωποι, όταν βρεθούν σε δύσκολη θέση, έχουν πρόσβαση σε ιδιωτική υγειονομική περίθαλψη και ιδιωτική θεραπεία. Οι φτωχότερες κοινότητες της εργατικής τάξης αντιμετωπίζουν μακρές λίστες αναμονής στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, και όταν κάποτε τους παρασχεθεί βοήθεια μπορεί να βρίσκονται ήδη σε κατάσταση σοβαρής ψυχικής αναστάτωσης ή σε κρίση. Σ’ αυτήν την περίπτωση το πιθανότερο είναι να υποστούν τις τιμωρητικές και σωφρονιστικές πρακτικές του συστήματος ψυχικής υγείας.

 

 

Μετάφραση: Χάρης Γολέμης

 

 

Σημειώσεις του Μεταφραστή:

1. Η Φρέηζερ αναφέρεται εδώ στο βιβλίο της Αλίσα Χάρντι (Alyssa Hardy) Worn Out: How Our Clothes Cover-Up Fashions Sinns [Πώς τα ρούχα μας καλύπτουν τις αμαρτίες της μόδας], New Press, 2022.

2. Ο Τζέρεμι Χαντ (Jeremy Hunt) είναι ο υπουργός Οικονομικών της βρετανικής κυβέρνησης.

3. Εφαρμογή (application) στο κινητό τηλέφωνο, η οποία παρέχει οδηγίες διαλογισμού με στόχο τη μείωση του άγχους και την «βελτίωση της ποιότητας ζωής».

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet