Η συνέντευξη με τον Δημήτρη Παπαδημούλη πάρθηκε στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Εν τω μεταξύ, ο Δημήτρης Παπαδημούλης αποχώρησε από μέλος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και παραιτήθηκε από επικεφαλής της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ. Όπως επισημαίνει, μεταξύ άλλων, σε επιστολή του προς το κόμμα «οι λόγοι που με οδήγησαν στην απόφασή μου είναι καθαρά πολιτικοί και όχι προσωπικοί. Αφορούν σε πολιτικές επιλογές καθώς και σε ζητήματα συλλογικής λειτουργίας, ύφους και ήθους, που με καθοριστική ευθύνη της νέας ηγετικής ομάδας οδηγούν τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ σε μια επιτάχυνση της καθοδικής του πορείας και σε μια εντεινόμενη διαλυτική κρίση».
Ποιο είναι το πολιτικό στίγμα που εκπέμπει η καθήλωση του Ευρωπαϊκού προϋπολογισμού για το 2024 στο 1% του Ευρωπαϊκού ΑΕΕ;
Εδώ και πολλά χρόνια, η ΕΕ παραμένει εγκλωβισμένη σε ετήσιους προϋπολογισμούς που μετά βίας αγγίζουν ή ξεπερνούν το 1% του ευρωπαϊκού ΑΕΕ. Στο ίδιο μοτίβο, η συμφωνία για τον προϋπολογισμό του 2024 προβλέπει κονδύλια της τάξης του 1,07% του ΑΕΕ της ΕΕ - σε χαμηλότερο επίπεδο από τον προϋπολογισμό του 2023. Ο διαχρονικός εγκλωβισμός σε τέτοια απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα έρχεται σε αντίθεση με τις πολλαπλές φιλόδοξες στοχοθεσίες της ΕΕ, που απαιτούν αυξημένα κονδύλια για την υλοποίησή τους. Πώς μπορούμε, για παράδειγμα, να καλύψουμε τις επενδυτικές ανάγκες για την πράσινη μετάβαση, τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την ενίσχυση της παραγωγικής αυτονομίας της ΕΕ με το ίδιο επίπεδο κονδυλίων που είχαμε όταν δεν είχαν τεθεί αυτοί οι στόχοι; Αυτό το παράδοξο οδηγεί σε περικοπή κονδυλίων από άλλα προγράμματα ή και τη χρησιμοποίηση κονδυλίων από προγράμματα που εξυπηρετούν άλλους σκοπούς - όπως συμβαίνει με την Πολιτική Συνοχής που έχει ως στόχο τη μείωση των κοινωνικών, οικονομικών και περιφερικών ανισοτήτων. Παράλληλα, αυτό το παράδοξο καταδεικνύει μια διπλή ανάγκη. Πρώτον, να προχωρήσουμε σε μια ριζική και φιλόδοξη αναθεώρηση του τρέχοντος Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου, πολύ πιο φιλόδοξη από την πρόταση που έχει υποβάλει η Κομισιόν, ώστε να εξασφαλίσουμε το επίπεδο κονδυλίων που είναι αναγκαίο για την υποστήριξη και την προώθηση των πολιτικών της ΕΕ και των στόχων που η ίδια η ΕΕ έχει θέσει. Και δεύτερον, να ενισχύσουμε τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό με νέους ίδιους πόρους που θα μας απεγκλωβίσουν από την υπερβολική εξάρτηση από τις εθνικές συνεισφορές και θα δώσουν τέρμα στην υπερίσχυση της «τσιγκουνιάς» των πλουσιότερων κρατών-μελών που, ως ισχυρότερες οικονομίες, συνεισφέρουν περισσότερο στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό.
Σε τι μπορεί να συμβάλει το Ταμείο Ανάκαμψης στην ύπαρξη χρηματοδοτικών εργαλείων για την ανάπτυξη κοινωνικών πολιτικών στα κράτη-μέλη;
Το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί ένα πολύ σημαντικό βήμα εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής συνεργασίας και πολύ σημαντική ευκαιρία για τα κράτη-μέλη. Μια ευκαιρία να αντιμετωπίσουν ένα σημαντικό μέρος των συνεπειών των διαδοχικών κρίσεων που αντιμετωπίζουμε τα τελευταία χρόνια (κρίση της πανδημίας, ενεργειακή κρίση, πόλεμος στην Ουκρανία) και να οικοδομήσουν ένα πιο βιώσιμο και ανθεκτικό κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο. Σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές πολιτικές, ο ίδιος ο κανονισμός για τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας δίνει πολύ σαφές πλαίσιο για τους κοινωνικούς στόχους που θα πρέπει να περιλαμβάνονται στα εθνικά σχέδια των κρατών-μελών. Αυτοί οι στόχοι περιλαμβάνουν την κοινωνική συνοχή, την υγεία, την κοινωνική ανθεκτικότητα, τις πολιτικές για τα παιδιά και τους νέους, την εκπαίδευση κλπ. Κατά μέσο όρο, τα κράτη-μέλη έχουν αφιερώσει περίπου το 28% των κονδυλίων που τους αναλογούν για την υποστήριξη κοινωνικών στόχων. Ωστόσο, τα ποσοστά αυτά ποικίλλουν μεταξύ των κρατών-μελών (λ.χ. η Ελλάδα, με ευθύνη της κυβέρνησης της ΝΔ, βρίσκεται στην τέταρτη χειρότερη θέση με τα χαμηλότερα ποσοστά κονδυλίων για κοινωνικούς στόχους). Η επιτυχία του Ταμείου Ανάκαμψης αποτελεί μια κρίσιμη πρόκληση. Γιατί, εκτός των άλλων, θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία μόνιμων μηχανισμών που, σε συνδυασμό με έναν ενισχυμένο ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, θα μπορούσαν να υποστηρίξουν καλύτερα τα κράτη-μέλη στις ολοένα και αυξανόμενες επενδυτικές ανάγκες για την ανάπτυξη κοινωνικών πολιτικών, αλλά και πολιτικών για το κλίμα, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την ισχυροποίηση των θεσμών κλπ.
Ενώ οι πολιτικές ουσίας υποβαθμίζονται, αναβαθμίζεται η πολιτική επικοινωνία. Πώς ερμηνεύεται ο διπλασιασμός των σχετικών κονδυλίων της Κομισιόν, εν όψει ευρωεκλογών;
Σε πρόσφατη απάντησή της σε ερώτησή μου, η Κομισιόν απέφυγε να απαντήσει, αλλά και να διαψεύσει, δημοσιεύματα που αναφέρουν ότι σκοπεύει να διπλασιάσει τα κονδύλια για την πολιτική της επικοινωνία και μάλιστα, μέσω κονδυλίων ευρωπαϊκών προγραμμάτων, σε μια περίοδο που ο προϋπολογισμός σημαντικών για τους πολίτες ευρωπαϊκών προγραμμάτων περικόπτεται. Εδώ χρειάζεται ένα κρίσιμος διαχωρισμός: άλλο η πρόβλεψη κονδυλίων για την προβολή των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και των θετικών συνεπειών που επιφέρουν στη ζωή των πολιτών και άλλο η πρόβλεψη κονδυλίων για την πολιτική προβολή της Κομισιόν. Η πρώτη περίπτωση είναι καθόλα θεμιτή, ώστε να συνδέσει την πολιτική της ΕΕ με την καθημερινότητά των πολιτών. Η δεύτερη, όμως, περίπτωση ξεφεύγει του ίδιου του σκοπού των ευρωπαϊκών κονδυλίων και αντί για διαφήμιση του έργου της ΕΕ, καταλήγει πολιτική διαφήμιση πολιτικών αξιωματούχων της Κομισιόν. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να επιτραπεί.
Στο εκρηκτικό και άκρως επικίνδυνο πεδίο των πολέμων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, γιατί η ΕΕ παραμένει καθηλωμένη σε μια πολιτική και διπλωματική ανεπάρκεια; Πώς τοποθετούνται απέναντι σε αυτό οι δυνάμεις της Αριστεράς;
Όπως και στην Ουκρανία έτσι και στη Γάζα, η ευρωπαϊκή ηγεσία είναι προσδεμένη στο άρμα των ΗΠΑ και ακολουθεί πολιτική δύο μέτρων και δύο σταθμών, επιδεικνύοντας πρωτοφανές έλλειμμα πρωτοβουλιών για παύση πυρός και την επίτευξη, μέσω της διπλωματικής οδού, ειρηνικών και δίκαιων λύσεων. Ωστόσο, τα συμφέροντα της ΕΕ και των ΗΠΑ δεν ταυτίζονται ούτε στον πόλεμο στην Ουκρανία ούτε στη Μέση Ανατολή.
Βασική πρόκληση και προτεραιότητα για την ευρωπαϊκή ηγεσία πρέπει να παραμείνει η άμεση κατάπαυση του πυρός, η αποκλιμάκωση και η ειρηνική διευθέτηση γιατί αυτό απαιτεί η κοινή λογική και αυτό είναι προς το συμφέρον όλων των ευρωπαϊκών λαών και της ευρωπαϊκής οικονομίας, ιδιαίτερα των πιο αδύναμων κρατών-μελών.
Αυτά, απαιτούν μια ισχυρή, ενωμένη Ευρώπη με μια κοινή και σαφή εξωτερική πολιτική που θα προτάσσει τις ειρηνευτικές πρωτοβουλίες και τις διπλωματικές διευθετήσεις, θα έχει φιλειρηνικό και πρωταγωνιστικό ρόλο και δεν θα υποτάσσεται, ως ουραγός, στην κυρίαρχη γραμμή των ΗΠΑ. Δυστυχώς, η σημερινή ηγεσία της ΕΕ απέχει παρασάγγας από αυτό το αίτημα που θέτουν οι δυνάμεις της ευρύτερης Ευρωπαϊκής Αριστεράς, επιδιώκοντας τις ευρύτερες δυνατές συμμαχίες τόσο εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όσο και με την κοινωνία των πολιτών.
Με ανοιχτά τα μέτωπα των πολεμικών συγκρούσεων και με ορατό τον ορίζοντα των ευρωεκλογών, τι πρέπει να γίνει ώστε να πειστούν οι Ευρωπαίοι για την ανάγκη ανάπτυξης πρωτοβουλιών ειρήνης, με δεδομένη την εξάπλωση ακροδεξιών δυνάμεων, φασιστικών αντισημιτικών και ισλαμοφοβικών πρακτικών και ξενόφοβης ρητορικής;
Οι συνέπειες των πολεμικών συγκρούσεων στην Ουκρανία και στην Παλαιστίνη, προκάλεσαν και θα συνεχίσουν να προκαλούν ανθρώπινο πόνο, προσφυγιά, σημαντικό οικονομικό πλήγμα στην προσπάθεια της ΕΕ για οικονομική ανάκαμψη. Θεωρώ αναγκαίο να ετοιμαστούν άμεσα και συντονισμένα στο επίπεδο της ΕΕ, σχέδια για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών του πολέμου. Με αντιμετώπιση του αντικτύπου στον πληθωρισμό, την ανάπτυξη, την ενέργεια και την άμυνα. Και φυσικά, στην υποδοχή προσφύγων, με ιδιαίτερη μέριμνα για την στήριξη των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Η κοινωνική παράμετρος στα μέτρα τόσο της ΕΕ όσο και των κρατών μελών, θα πρέπει να αποτελεί κεντρική προτεραιότητα. «Για να μην μείνει κανείς πίσω», όπως επανειλημμένα έλεγε κάποτε η κ. Φον ντερ Λάιεν. Και με ειδική μέριμνα, θα πρόσθετα εγώ, για να μην παραδοθεί η Ευρώπη στην ακροδεξιά, που η προπαγάνδα της καιροφυλακτεί σε τέτοιες ακριβώς περιόδους κρίσεων, για να διαδώσει σαν δηλητήριο την ξενοφοβική της ρητορική μίσους. Οι επόμενες ευρωεκλογές αποτελούν σημαντική πρόκληση, όχι μόνο για την Αριστερά, αλλά για όλες τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που επιζητούν ειρήνη, δημοκρατία, μείωση των ανισοτήτων, αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και μια βιώσιμη και συμπεριληπτική ανάπτυξη.