Η εκδήλωση του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών (ΕΝΑ) με θέμα «η Θεσσαλία μετά τις πλημμύρες, μια πρώτη αποτίμηση» αποτελεί πράγματι μια προσπάθεια να παρουσιαστεί το μέγεθος των φαινομένων (Δανιήλ και Ηλίας), αλλά και οι επιπτώσεις σε ό,τι αφορά τις οικονομικές δραστηριότητες, τις υποδομές, αλλά και τα εδάφη, καθώς και τα επιπλέον αίτια των ζημιών λόγω κακών λειτουργιών και συντονισμού κρατικών και αυτοδιοικητικών θεσμών. Ο πρωτοφανής όγκος των βροχοπτώσεων οφείλεται στη διαδικασία της λεγόμενης κλιματικής αλλαγής, που χωρίς αμφιβολία είναι το εξελισσόμενο αποτέλεσμα της υπερθέρμανσης του πλανήτη λόγω της συσσώρευσης στην ατμόσφαιρα των λεγόμενων αερίων του θερμοκηπίου. Σχετικά με αυτή την απολύτως αποδεκτή ερμηνεία, υπήρξε στο παρελθόν ένα κύμα σκεπτικιστών, που χρηματοδοτούσαν οι εταιρείες πετρελαίου (επρόκειτο για τα ίδια think tanks, ή τους ίδιους επιστήμονες που είχαν αμφισβητήσει τη διαπίστωση ότι το τσιγάρο προκαλεί καρκίνο), αν και η υπονόμευση της μείωσης των αερίων του θερμοκηπίου, καλλιεργείται με άλλο τρόπο.
Το IPCC, η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή, που δημιούργησε το 1988 ο ΟΗΕ, παρουσιάζει κάθε 5 χρόνια μια έκθεση για την εξέλιξη αυτής της παγκόσμιας μεταβολής, η οποία δεν αμφισβητείται πλέον από κανέναν. Με βάση τις προβλέψεις αυτών των εκθέσεων, έχει οδηγηθεί αυτός ο θεσμός στο συμπέρασμα ότι για να είναι η πλέον πιθανή εξέλιξη, η συγκράτηση της ανόδου της θερμοκρασίας στο 1,5 βαθμό κατά μέσο όρο, σε σχέση με τα μέσα του 19ου αιώνα, πρέπει να υπάρξει πλήρης κατάργηση της καύσης ορυκτών καυσίμων ως το 2050. Και δεν θα ματαιωθούν ως τότε οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, αλλά θα σταματήσει η επιδείνωσή τους. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το IPCC δεν είναι ένας ερευνητικός θεσμός, αλλά ένας διακρατικός θεσμός. Αυτό σημαίνει ότι την ίδια στιγμή που στα κυβερνητικά γραφεία των χωρών μελών του υπογράφονται οι εκθέσεις του IPCC, σε ένα άλλο κυβερνητικό γραφείο υπογράφονται τα μέτρα που επιτρέπουν τη συνέχιση, αν όχι την αύξηση, της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων.
Η επιμονή των εταιρειών του ενεργειακού τομέα σχετικά με τη συνέχιση της χρησιμοποίησης ορυκτών καυσίμων και την αναζήτηση νέων κοιτασμάτων (οι γνωστές και σε εμάς εξορύξεις), είναι μια απόδειξη του γεγονότος ότι το κεφάλαιο παγκοσμίως (με την ενεργό συμμετοχή του τραπεζικού κεφαλαίου που χρηματοδοτεί γενναιόδωρα τον τομέα των ορυκτών καυσίμων) δεν επιδιώκει μόνο την αναδιανομή του εισοδήματος στις καπιταλιστικές κοινωνίες, αλλά και την ενίσχυση της κερδοφορίας ακόμα και με μέσα επικίνδυνα για την ίδια την επιβίωση των ανθρώπινων κοινωνιών. Μαζί με την επίθεση κατά του εισοδήματος των εργαζομένων και του κοινωνικού κράτους, και την αποδυνάμωση των συστημάτων υγείας, ενώ ευνοείται η ανάπτυξη της βιομηχανίας εξοπλισμών. Το διεθνές κεφάλαιο αναπτύσσει μια επιθετικότητα απέναντι στις κοινωνίες όπου κυριαρχεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, που είναι συγκρίσιμη μόνο με τις περιόδους των παγκοσμίων πολέμων, χωρίς μάλιστα να είναι δυνατή η αποκατάσταση της παραγωγής και των υπηρεσιών με την έξοδο από την σημερινή περίοδο. Η Αριστερά που συνειδητοποιεί τα αίτια και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, δεν μπορεί παρά να επιδιώκει, την εξέλιξη προς μετακαπιταλιστικά καθεστώτα, με νέους τρόπους συσπείρωσης του κόσμου της εργασίας και των λαϊκών τάξεων.
Η νέα κανονικότητα της κλιματικής κρίσης
Μετά τις πρόσφατες πλημμύρες, πρέπει επομένως να κατανοήσουμε ότι δεν πρόκειται για σπάνια φαινόμενα, αλλά για αποτελέσματα μιας νέας κανονικότητας σε ό,τι αφορά το κλίμα, η οποία λογικά θα επιδεινωθεί, ακόμα κι αν φθάσουμε στον 1,5 βαθμό, αλλά κατά πάσα πιθανότητα θα φθάσουμε σε μεγαλύτερους βαθμούς υπερθέρμανσης, καθώς προβλέπονται πλέον για το 2050 2,5 βαθμοί. Αυτό σημαίνει ότι τα μέτρα που είναι αναγκαίο να προταθούν για την προστασία των καλλιεργειών, των κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων, των υποδομών και των κατοικιών, και τα μέτρα ασφαλούς ροής των υδάτων στην ύπαιθρο και στις πόλεις, πρέπει να βασιστούν σε υποθέσεις για τη σοβαρότητα των φαινομένων, που να περιλαμβάνουν άνετα περιθώρια ασφαλείας. Ελπίζοντας ότι το σύνολο αυτών των αλλαγών κάποια στιγμή στον αιώνα θα σταθεροποιηθούν, ακόμα κι αν ξεπεραστούν οι σημερινοί στόχοι για το 2050, και γνωρίζοντας ότι παράλληλα με την απειλή των πλημμυρών, αντιμετωπίζουμε τους κινδύνους των ξηρασιών, των πυρκαγιών, αλλά και των χαλαζοπτώσεων, και ίσως άλλους (η άνοδος της επιφάνειας της θάλασσας λ.χ.), πρέπει οι κατασκευές, και οι αλλαγές στα εδάφη και τις ροές των υδάτων, όπως και η διαθεσιμότητα ανθρώπινου δυναμικού και ο εξοπλισμός, να έχουν προετοιμαστεί ανεξαρτήτως της τρέχουσας συγκυρίας.
Αναγκαίος ένας νέος, δημοκρατικός, σχεδιασμός
Οι αλλαγές στην οργάνωση του χώρου, στις κατασκευές και την ανασυγκρότηση των παραγωγικών και οικονομικών εν γένει δραστηριοτήτων, απαιτούν μια νέου τύπου χρηματοδότηση που να αφορά καταρχάς τις αποζημιώσεις και την επιβίωση των ενεργών και εν δυνάμει ενεργών κατοίκων, αλλά και τα έργα και τις κατασκευές, με βάση ένα σχεδιασμό για την περιοχή που να αφορούν τις αναγκαίες αλλαγές, οι οποίες δεν προβλέπουν πλέον την επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση, αλλά την εξασφάλιση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας στις νέες συνθήκες. Ο σχεδιασμός αυτός απαιτεί, αφενός, την αξιοποίηση του διαθέσιμου επιστημονικού δυναμικού για την ανάληψη και ολοκλήρωση ενός σχεδιασμού δεκαετίας και, αφετέρου, τη δημιουργία ενός φορέα που θα εκπροσωπεί την κοινωνία της περιφέρειας, ο οποίος θα έχει τον τελευταίο λόγο σε ότι αφορά την έγκριση του σχεδιασμού, ενώ θα οριστεί ο χαρακτήρας των σχέσεών του με την επιστημονική ομάδα.
Αν στόχοι είναι η διατήρηση ή και αύξηση της παραγωγικής ικανότητας της περιφέρειας, της απασχόλησης των ανθρώπων και η ικανότητα προστασίας του άψυχου και έμψυχου παραγωγικού δυναμικού, χρειάζεται οι σχεδιαζόμενες πολλαπλές αλλαγές να γίνουν κατανοητές από τους ενδιαφερόμενους, και να επιλέγονται επομένως μέσω σαφών δημοκρατικών διαδικασιών. Το καθεστώς διοίκησης της ελληνικής οικονομίας και των κοινωνικών υπηρεσιών έχει φθαρεί και αυτή η φθορά επιδείνωσε τις επιπτώσεις των φαινομένων Δανιήλ και Ηλίας, αλλά και Ιανός σε προηγούμενη περίοδο, ενώ αν διατηρηθεί δεν θα επιτρέψει την αποκατάσταση της παραγωγικής ικανότητας της περιφέρειας. Ο νεοφιλελευθερισμός σε συνδυασμό με το πελατειακό κράτος, η πίστη στο ορθολογικό αποτέλεσμα της αγοράς μαζί με την προνομιακή μεταχείριση όσων έχουν σχέσεις με πολιτικούς και κρατικούς παράγοντες, έχουν οδηγήσει στην παρακμή του δυναμικού της χώρας, πολύ πριν εκδηλωθούν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Η προστασία των κατοίκων της χώρας απαιτεί μια ριζική μεταβολή του καθεστώτος, με βάση τον δημοκρατικό σχεδιασμό σε τοπικό και σε εθνικό επίπεδο. Και αυτό είναι το μέλλον της Αριστεράς.
Πολύτιμες πληροφορίες και προτάσεις
Οι ομιλητές στην εκδήλωση της Λάρισας προσέφεραν πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με την εκδήλωση και τις επιπτώσεις των φαινομένων. Ο Κώστας Λαγουβάρδος (διευθυντής Ερευνών στο Εθνικό Αστεροσκοπείο) παρουσίασε τη δυναμική των έντονων βροχοπτώσεων, όπως και τις δυνατότητες προβλέψεων που μπορεί να ευνοήσουν την προστασία ανθρώπων, υποδομών και καλλιεργειών. Ο Δημήτρης Σταυρίδης (αναπληρωτής διευθυντής της Διεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας της Περιφερειακής Ενότητας Λάρισας) έδωσε εκτιμήσεις για τις απώλειες φυτικής παραγωγής (καταστράφηκε το 30% της παραγωγής βαμβακιού και καταγράφονται ζημιές στο 50% της υπόλοιπης), η Παναγιώτα Βράντζα (κτηνίατρος και πρώην βουλεύτρια) παρουσίασε τις απώλειες σε ζώα, αλλά και τα προβλήματα υποστελέχωσης και έλλειψης μηχανοργάνωσης που επιδείνωσαν τις επιπτώσεις και πρότεινε το κοινωνικό μισθό για όσους χρειάζονται χρόνο για να αποκατασταθούν οι παραγωγικές τους ικανότητες.
Ο Νικόλαος Δέρκας (γεωπόνος, πολιτικός μηχανικός, καθηγητής Γεωργικής Υδραυλικής) αναφέρθηκε στα προβλήματα διάβρωσης των εδαφών, επισημαίνοντας και αυτός την έλλειψη συντονισμού και υπογραμμίζοντας τη σημασία της επαφής με τους χρήστες. Ο Χρίστος Τσαντήλας (γεωπόνος, δρ Εδαφολογίας, πρ. διευθυντής του Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Ερευνών ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ) τόνισε κυρίως την ανάγκη για νέα γεωργική παραγωγή, ένα νέο εδαφολογικό χάρτη και δημιουργία ενός φορέα διαχείρισης υδατικών πόρων. Ο Αλέξανδρος Μπέλεσης (γεωλόγος, πολιτικός μηχανικός) αναφέρθηκε στο νερό ως φυσικό πόρο, τονίζοντας την ανάγκη αντιπλημμυρικής προστασίας μεγάλων αστικών κέντρων, και χάραξης μιας δεύτερης πρόσβασης του Πηνειού στο Αιγαίο. Ο Λόης Λαμπριανίδης, οικονομικός γεωγράφος στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, πρ. γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων, αναφέρθηκε στον κίνδυνο να εγκαταλειφθούν καλλιέργειες και να παρακμάσει η οικονομία γενικώς, αναδεικνύοντας την ανάγκη ενός νέου σχεδιασμού, με την αξιοποίηση των επιστημονικών γνώσεων και τη διαβούλευση με την τοπική κοινωνία, σε συνθήκες αναβάθμισης της δημοκρατίας, και πρότεινε επίσης την προστασία με ένα κοινωνικό μισθό των παραγωγών.
Οι επιστήμονες που κλήθηκαν από το ΕΝΑ για μια πρώτη αποτίμηση, αποτελούν τον πρώτο πυρήνα μιας ομάδας που χρειάζεται να εμπλακεί στον νέο σχεδιασμό για τη Θεσσαλία, που αποτελεί τη βάση για την οικοδόμηση ενός θεσμικού πλαισίου για την αντιμετώπιση της εποχής της κλιματικής αλλαγής και που μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα και για τις άλλες περιφέρειες της χώρας.