Από την ιστορία του κομματικού φαινομένου γνωρίζουμε ότι οι διασπάσεις των κομμάτων είτε ως αποτέλεσμα διαγραφής διαφωνούντων είτε ως ηθελημένη αποχώρηση δυσαρεστημένων στελεχών και μελών είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο. Τα κόμματα δεν είναι συμπαγείς και πλήρως ομογενοποιημένοι οργανισμοί, αντιθέτως εμφανίζουν εσωκομματικές διαιρέσεις οι οποίες μπορεί να βασίζονται άλλοτε σε ιδεολογικές διαφορές και άλλοτε σε σύγκρουση συμφερόντων, ανταγωνιστικών αιτημάτων, δηλαδή, πρόσβασης στην κομματική γραφειοκρατία και ελέγχου των κομματικών πόρων. Η εσωκομματική αντιπαράθεση, όπως μάς έχει αναλύσει η πολιτική επιστήμονας Φρανσουάζ Μπουσέκ μπορεί να είναι συνεργατική, όταν οι διάφορες εσωκομματικές ομάδες αλληλεπιδρούν σε ένα συμπεφωνημένο πλαίσιο εσωκομματικής λειτουργίας με στόχο τη σύνθεση απόψεων· μπορεί να είναι ανταγωνιστική, όταν διαφορετικές απόψεις ανταγωνίζονται για να εκφραστούν ως πλειοψηφία του κόμματος· και εκφυλιστική, όταν το συμφέρον κάθε εσωκομματικής ομάδας στέκει πέραν του συμφέροντος του κόμματος ως ολότητας. Στον ΣΥΡΙΖΑ και στον Συνασπισμό νωρίτερα το σύνηθες μοντέλο εσωτερικής διαπάλης ήταν το ανταγωνιστικό. Τούτο κυρίως λόγω της συμμαχιακής συγκρότησης των δύο αυτών πολιτικών κομμάτων, τα οποία λειτουργούσαν στη βάση μιας κάποιας αντίληψης πολιτικής ενότητας. Οποτεδήποτε προέκυπτε κάποιο γεγονός καταλυτικής επίδρασης που δημιουργούσε συνθήκες αδύνατης συμβίωσης, τότε συνέβαινε το αναπόφευκτο της διάσπασης. Από την αποκοπή της «ομάδας Μπίστη» με την ΑΕΚΑ το 2000 και την προσχώρησή της στο εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ, ως την αποχώρηση της Ανανεωτικής Πτέρυγας το 2010 και της Αριστερής Πλατφόρμας το 2015 και τη δημιουργία της ΔΗΜΑΡ και της ΛΑΕ αντίστοιχα. Ιδίως στις δύο τελευταίες διασπάσεις η τοποθέτηση της πλειοψηφίας του κόμματος απέναντι σε δύο διαφορετικά μνημόνια (αρνητική το 2010 και θετική το 2015) λειτούργησε ως μια βασική αιτία που διαμόρφωσε πολιτικοϊδεολογικά χάσματα τα οποία δύσκολα μπορούσαν να γεφυρωθούν. Και στις δύο περιπτώσεις, ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ επιβίωσε ως κομματικός οργανισμός, ενώ τα νέα κόμματα αποδείχθηκαν λιγότερο ή περισσότερο θνησιγενή πολιτικά εγχειρήματα.

Η διάσπαση του 2023 δείχνει να προσεγγίζει τον τύπο της εκφυλιστικής εσωκομματικής ετερότητας, στον βαθμό που φαίνεται ότι τόσο η πλειοψηφούσα ομάδα που έχει αρχίσει να διαμορφώνεται ως «τάση Κασσελάκη» όσο και οι μειοψηφούσες «τάσεις» που αποχώρησαν είχαν την τάση να ορίζουν τα επιμέρους «ομαδικά» τους συμφέροντα ως υπέρτερα της συλλογικής επιβίωσης του κόμματος. Ο εκφυλισμός της εσωκομματικής αντιπαράθεσης ήταν εμφανής στην εκατέρωθεν υποβάθμιση της ποιότητας του παραγόμενου πολιτικού λόγου, στην απαξίωση της συλλογικής λειτουργίας του κόμματος με αμφίπλευρες ενέργειες που υπερέβησαν διαφορετικές καταστατικές προβλέψεις, την ασύμμετρη σώρευση συναισθηματικών και αξιακών τοποθετήσεων αλλά και ιδιοτελών συμφερόντων και την επικράτηση αλληλοσυγκρουόμενων αφηγημάτων αυτοδικαίωσης και καταδίκης της άλλης πλευράς. Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι μια πρωτοφανής για κομματικά χρονικά του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ κατάρρευση κάθε προϊόντος συλλογικού δεσμού σε βαθμό που απορεί κανείς αν ποτέ υπήρξε κάποιος τέτοιος στο πρόσφατο παρελθόν ή εάν όποια σύγκλιση εξασφαλιζόταν αποκλειστικά από την παρουσία του Αλέξη Τσίπρα ή επιβαλλόταν διαμέσου του προτάγματος της εκ νέου διεκδίκησης της εξουσίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να φθίνει ως συλλογική συγκρότηση και ως κομματική οργάνωση κυρίως γιατί μετά από μία μεγάλη εκλογική ήττα, που αποσταθεροποίησε τη σχέση εκπροσώπησης που είχε θεμελιώσει ο ΣΥΡΙΖΑ με την κοινωνική του βάση, φαίνεται πως οι προϋπάρχουσες τάσεις οργανωτικής αδυναμίας, που εν τέλει μάλλον ήταν έκφραση μιας διάρρηξης του εσωτερικού κομματικού συλλογικού δεσμού, κατέληξαν, λόγω των επιλογών των επιμέρους εσωκομματικών ομάδων, σε μια σχεδόν αναπότρεπτη εσωτερική κατάρρευση. Με άλλα λόγια, η επιβίωση του κόμματος ως συλλογικότητας, η οποία ενέπνεε μια πολιτική εμπλοκή που παρήγε νόημα για τους συμμετέχοντες και τις συμμετέχουσες, δεν αποτέλεσε ποτέ κάποιο κοινά αποδεκτό επίδικο που θα οδηγούσε στην επιδίωξη κάποιων συμβιβασμών λειτουργικής συνύπαρξης ανάμεσα στις διάφορες ομάδες. Ήδη από τις 28 Αυγούστου, που ο κ. Κασσελάκης ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του ήταν ξεκάθαρο ότι το εσωκομματικό πεδίο στον ΣΥΡΙΖΑ θα βίωνε διαλυτικές καταστάσεις.

 

Οι συνέπειες της διάσπασης

 

Η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, βέβαια, είναι πλέον ένα γεγονός και διαμορφώνει μια συνθήκη στον χώρο της αντιπολίτευσης, η οποία έρχεται να ενισχύσει περισσότερο το αποτέλεσμα των εκλογών του 2023 και κυρίως τη θέση κυριαρχίας της ΝΔ στο νέο κομματικό σύστημα. Η περαιτέρω αποδυνάμωση της αξιωματικής αντιπολίτευσης λόγω της κρίσης στον ΣΥΡΙΖΑ είναι σαφές ότι ενδυναμώνει το κυβερνών κόμμα ως μια κυβέρνηση που ασκεί εξουσία χωρίς ουσιαστικά πολιτικά αντίβαρα. Στη συνάφεια αυτή εντοπίζονται τρεις πιθανές εξελίξεις:

1. Η πρώτη είναι ο διαφαινόμενος κατακερματισμός της συριζογενούς πια Αριστεράς σε τέσσερα κόμματα εντός και εκτός κοινοβουλίου (ΣΥΡΙΖΑ, Πλεύση Ελευθερίας, ΜΕΡΑ25, ΛΑΕ) και σε δύο τέως εσωκομματικές ομάδες που αναζητούν χώρο στον κομματικό ανταγωνισμό («Κίνηση 6+6» και «Ομπρέλα») –χωρίς να συνυπολογίζουμε δυνάμεις που έχουν οδηγηθεί σε αποστράτευση– είναι σαφές ότι παγίωσε την πρότερη αδυναμία συγκρότησης ενός συνεκτικού αντιπολιτευτικού λόγου, ο οποίος πια εξ αριστερών θα πολωθεί γύρω από το ΚΚΕ και εκ δεξιών γύρω από το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Σε ό,τι αφορά, δε, την πρόσφατη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ είναι εξίσου σαφές ότι αμφότερες οι πλευρές περισσότερο ή λιγότερο θα αναλωθούν σε μια επιλεκτική αποδόμηση πλευρών της κυβερνητικής εμπειρίας του 2015-2019, μία διαδικασία που αναπόφευκτα θα οδηγήσει στην πλήρη απαξίωση του rationale της «Κυβέρνησης της Αριστεράς» έτσι όπως πρωτοδιατυπώθηκε το 2012 και οδήγησε στη μεγάλη εκλογική αποευθυγράμμιση του 2012-2015. Δεδομένης της αδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ να προβεί από το 2019 και έπειτα σε ουσιαστική αυτοκριτική, είναι αναμενόμενο ότι θα υπάρχει μια δυσκολία προσδιορισμού εν είδει απολογισμού πραγματικών επιτευγμάτων και επιζήμιων παθογενειών, καθώς αυτός ο προσδιορισμός θα μεσολαβείται από τις επιμέρους στρατηγικές των εκατέρωθεν ομάδων.  

2. Η δεύτερη εξέλιξη επέρχεται ως απόρροια του προαναφερόμενου κατακερματισμού και θα είναι η περαιτέρω συρρίκνωση της κοινωνικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ με απώλειες προς ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ και αποχή, σημεία της οποίας ήδη καταγράφονται δημοσκοπικά και ενδεχομένως φανούν και στις ευρωεκλογές του 2024.  Η εν λόγω υποχώρηση σε μεγάλο βαθμό θα έχει ως βάση αποκλινούσες ιδεολογικές επιλογές των άλλοτε ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ –κυρίως προς τα αριστερά– στάσεις απαξίωσης της όλης κατάστασης που έχει διαμορφωθεί με την εσωτερική αντιπαράθεση και την απομάκρυνση μέρους των ψηφοφόρων λόγω της μη εκλογιμότητας και της εν γένει αρνητικής εικόνας του κόμματος.

3. Η τρίτη εξέλιξη που ενδεχόμενα θα ακολουθήσει τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ είναι επίσης και η εκδίπλωση μιας διαδικασίας αναστήλωσης του προ κρίσης δικομματισμού –έστω υπό τη μορφή ενός συστήματος ενάμιση κόμματος– όπου βέβαια πια οι σχέσεις ανάμεσα  σε αυτούς τους δύο πόλους δεν θα είναι ανταγωνιστικές αλλά συγκλίνουσες. Η ΝΔ του Κυρ. Μητσοτάκη ενσωματώνοντας βασικά στελέχη του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ του Ν. Ανδρουλάκη με τη στρατηγική «κέντρου» που ακολουθεί, σταθεροποιούν το σύστημα του κυρίαρχου κόμματος το οποίο ουσιαστικά παρουσιάζεται πλέον ως «μετωνυμία» του πάλαι ποτέ κραταιού δικομματισμού. Στο πλαίσιο αυτό το κεκτημένο του 2012, με την ανάδειξη της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε εναλλακτικό κυβερνητικό πόλο χάνεται οριστικά.

 

Η επόμενη μέρα στον χώρο της συριζαϊκής Αριστεράς

 

Η επόμενη μέρα, συνεπώς, θα φέρει αντιμέτωπους τους δρώντες αυτής της διάσπασης με το ερώτημα της ανασύνθεσης του συριζαϊκού χώρου, η οποία θα καθοριστεί στη βάση των στρατηγικών προτεραιοτήτων των (νεο)προεδρικών και των αποχωρησάντων. Ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη μετά τις αποχωρήσεις, εκ των πραγμάτων, θα υπηρετήσει μια λογική συμπαγούς εσωτερικά κόμματος, η οποία ωστόσο θα είναι πρωτοφανής στην ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ καθώς όπως προαναφέρθηκε επρόκειτο για ένα κόμμα που διαχρονικά υπηρετούσε μια λογική πολιτικής και όχι ιδεολογικής ενότητας, έτσι βρέθηκε στην κυβέρνηση και έτσι άσκησε εξουσία. Απόρροια της λογικής του συμπαγούς κόμματος θα είναι η συγκεντροποίηση της εσωκομματικής ισχύος στον Πρόεδρο και την ομάδα του, καθώς στον ΣΥΡΙΖΑ η λειτουργία και ισχύς των ενδιάμεσων οργάνων συνδεόταν πάντοτε με την ύπαρξη εσωκομματικής ετερότητας. Μια εξέλιξη που είχε προοικονομηθεί, βέβαια, από τον διαρκώς επεκτεινόμενο «αρχηγισμό» της ηγεσίας Τσίπρα από το 2013 και μετά. Δεν είναι απίθανο να εμφανιστεί μια νέου τύπου εσωκομματική ετερότητα που θα αναδιατάξει το εσωτερικό τοπίο στο κόμμα, ωστόσο ο νέος ηγέτης δείχνει πως δεν δεσμεύεται από τις οργανωτικές παραδόσεις του ευρύτερου πολιτικού χώρου στον οποίον εγγράφεται ο ΣΥΡΙΖΑ και ενδεχομένως θα προβαίνει με μεγαλύτερη ευχέρεια σε πειθαρχικού τύπου μέτρα, κάτι που ίσως προκαλέσει μελλοντικά και άλλες αποχωρήσεις. Ταυτόχρονα, όμως, είναι σαφές ότι ο κασσελακικός ΣΥΡΙΖΑ θα διατηρήσει μια συσπείρωση εκλογικής υποστήριξης από την πιο πλατιά ομάδα ψηφοφόρων του κόμματος –η οποία τον στήριξε άλλωστε και στις εσωκομματικές εκλογές– κάτι που του δίνει προβάδισμα στο πώς θα διαμορφώσει τους όρους της όποιας προσπάθειας ανασύνθεσης.

Από την άλλη πλευρά, ο χώρος των αποχωρησάντων, ο οποίος χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ετερογένεια ρευμάτων –όπως η ΛΑΕ το 2015– έχει να ανταποκριθεί σε μια διπλή πρόκληση: να οριοθετήσει καταρχάς τον πολιτικό χώρο που φιλοδοξεί να καλύψει και το κοινωνικό ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται και εν συνεχεία να συγκροτήσει ένα νέο κόμμα με όλες τις προϋποθέσεις που αυτό το εγχείρημα έχει –οικονομικές, υλικές και ιδεολογικές. Όπως γνωρίζουμε από άλλες περιπτώσεις, το πλέον δύσκολο κομμάτι μιας τέτοιας διαδικασίας είναι να μετασχηματιστεί μια εσωκομματική ομάδα σε κόμμα, καθώς το εσωτερικό κομματικό πεδίο στο οποίο ανθεί η εσωκομματική ετερότητα δεν είναι συμμετρικό προς το κοινωνικό πεδίο στο οποίο αναπτύσσεται ο κομματικός ανταγωνισμός. Η αποχώρηση εδράστηκε ως ενός σημείου σε μία αξιακή αντίδραση απέναντι στις πρακτικές της νέας ηγεσίας και ως εκ τούτου το αντικασσελακικό επιχείρημα συνιστά και τη συγκολλητική ύλη του όποιου νέου εγχειρήματος, η οποία δεν είναι αρκετή, βέβαια, ως πολιτικοϊδεολογική βάση. Κατά συνέπεια, εύκολα συνάγεται το ότι το υπό διαμόρφωση νέο πολιτικό εγχείρημα –όποτε και όπως αυτό προωθηθεί– θα λειτουργήσει αναπόφευκτα στη βάση οικοδόμησης μιας νέας πολιτικής ενότητας, η οποία πρέπει να προκύψει από τη συγκρότηση και εκφώνηση ενός νέου θετικού αφηγήματος. Όταν υποχωρήσουν τα ύδατα του αντικασσελακισμού «Ομπρέλα» και «6+6» θα πρέπει να βρουν κοινά πολιτικοϊδεολογικά σημεία –κάτι όχι δεδομένο την περίοδο πριν από την 28η  Αυγούστου– και να απευθύνουν εκκλήσεις συμμαχίας κυρίως προς έναν χώρο τέως συριζαίων, οι οποίοι πιθανότατα όμως να αντιμετωπίσουν μια τέτοια έκκληση με δυσπιστία. Υπ’ αυτήν την έννοια, πριν από τη διαμόρφωση του πολιτικοϊδεολογικού αφηγήματος πρέπει να προηγηθεί μια βαθιά και απροϋπόθετη αυτοκριτική, καθώς ένα πολιτικό προσωπικό που ψήφισε και εφάρμοσε - έστω και υπό την προοπτική μιας λογικής αριστερής διεξόδου από την κρίση όπως διατεινόταν- ένα πρόγραμμα λιτότητας δεν είναι εύκολο να εγκαλέσει κοινωνικές δυνάμεις σε μια βάση αριστερής ιδεολογικής συνέπειας. Με δεδομένο το προηγούμενο της εκλογικής αποτυχίας της ΛΑΕ, ένα τέτοιο εγχείρημα θα έχει να αντιμετωπίσει πολλαπλά εμπόδια και περιορισμούς και για να μπορέσει να τα διαχειριστεί αυτά πρέπει να αποκτήσει μια συνεκτική ηγετική ομάδα, η συνοχή της οποίας αναμενόμενα θα δοκιμάζεται διαρκώς σε ένα κόμμα πολιτικής ενότητας.

 

Τι σημαίνει εντέλει η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ;

 

Εν κατακλείδι, η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ ολοκληρώνει έναν κύκλο που άνοιξε το 2012 και έχει τις ρίζες του σε συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές της πλειοψηφίας της κομματικής ελίτ του Συνασπισμού κατά την περίοδο 2004-2009 με αναφορά στην προώθηση της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ και τη λεγόμενη «αριστερή στροφή». Η υποχώρηση της συριζαϊκής Αριστεράς, αναμφίβολα αποτέλεσμα επιλογών της προηγούμενης ηγεσίας, αλλά και διαχρονικά της συλλογικής κομματικής ελίτ, υποδεικνύει ότι τα κόμματα ως βολονταριστικοί μηχανισμοί δεν είναι μόνο έρμαια του περιβάλλοντός τους και εξωτερικών επιδράσεων, αλλά διαμορφώνουν επίσης τη στρατηγική τους στη βάση επιλογών που απαντούν σε διλήμματα, αγνοώντας ή υποβαθμίζοντας ενίοτε εξελίξεις που διαμορφώθηκαν στην κοινωνία με αποτέλεσμα να αποτυγχάνουν εκλογικά και εντέλει πολιτικά. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε την κοινωνία στην περίοδο των κινημάτων ενάντια στη λιτότητα, ανέλαβε την ευθύνη της Κυβέρνησης της Αριστεράς και ως έναν βαθμό αποτέλεσε και τη δημοκρατική διέξοδο από την κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, ταυτόχρονα υπέκυψε σε μια λογική «κυβερνητισμού» και «αρχηγισμού», αποκόπηκε βαθμιαία από κοινωνικά ερείσματα και διεκδικήσεις και απέτυχε να ανασυγκροτηθεί σε ένα μαζικό λαϊκό κόμμα της Αριστεράς, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πραγματικός εναλλακτικός πόλος στους εκφραστές του κυρίαρχου συστήματος εξουσίας. Η οργανωτική και ιδεολογική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, ως αποτέλεσμα μιας αντιφατικής πορείας καρτελοποίησης, κατά την οποία δεν υπήρξαν ή δε διαμορφώθηκαν τα αναγκαία πολιτικά, οργανωτικά ή κοινωνικά αντίβαρα για να την καθυστερήσουν ή να την πολεμήσουν, έφερε το κόμμα που εξέφρασε το πρόταγμα της κυβερνώσας ριζοσπαστικής Αριστεράς στα απώτατα όριά του ως πολιτικού υποκειμένου. Με την υποχώρηση και διαφαινόμενη κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ ως ευρύτερου πολιτικού χώρου με τα χαρακτηριστικά που αυτός παρουσίασε το 2010-2019, μπορούμε πια να μιλήσουμε για μία πολύ μεγάλη χαμένη ευκαιρία στην ιστορία της ελληνικής Αριστεράς, ενδεχομένως την πρώτη μετά το πέρας της δεκαετίας του 1940. Η ιστορική ευθύνη όλων όσων συμμετείχαν σε αυτήν την κατάρρευση είναι μεγάλη και θα πρέπει να κριθεί σίγουρα στο μέλλον ως δίδαγμα για το πώς ένας πολιτικός οργανισμός μπορεί να αυτοκαταστραφεί και μια αρχικά ελπιδοφόρα πολιτική προοπτική να διαψευστεί.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet