Η Δανάη Κολτσίδα, διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς και υπογράφουσα το τελευταίο κείμενο αποχώρησης όπου συμπεριλαμβάνονται 9 βουλευτές, μιλά στην «Εποχή» για την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ και την επόμενη μέρα στην Αριστερά.
Η αποχώρηση 11 βουλευτών, 104 μελών της Κ.Ε., χιλιάδων μελών και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον γεγονός. Είστε «αποστάτες» όπως λένε οι σημερινοί ένοικοι της Κουμουνδούρου; Τι είναι αυτό που σας ώθησε στην κίνηση αυτή; Είναι μήπως η μη αποδοχή της εκλογής του νέου προέδρου του;
Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε μια βαθιά κρίση. Και δεν αναφέρομαι στις δημοσκοπικές του επιδόσεις, αλλά στο διογκούμενο έλλειμμα αξιοπιστίας και στη θολή, στην καλύτερη περίπτωση, εικόνα που εκπέμπει η νέα ηγεσία του κόμματος, όταν δεν εκτρέπεται σε θέσεις ανησυχητικά συντηρητικές. Για αυτή την κρίση επιδιώξαμε να συζητήσουμε συντεταγμένα και πολιτικά μέσα στα όργανα του κόμματος, χωρίς όμως ανταπόκριση, γι’ αυτό και η αποχώρηση έγινε δυστυχώς μονόδρομος. Το να αποδώσει κανείς την επιλογή μας αυτή στη μη αποδοχή της νέας ηγεσίας είναι εύκολο και βγάζει και πιασάρικους -ανιστόρητους ωστόσο- τίτλους περί «αποστατών». Όμως, εκτός από απολύτως αναληθής, η ανάλυση αυτή δεν παρέχει καλές υπηρεσίες ούτε στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ. Η μετάθεση της ευθύνης πάντα στους άλλους δεν θα βοηθήσει την ηγεσία του να βγει από την κρίση.
Διακηρύσσεται η πρόθεση συγκρότησης κοινοβουλευτικής ομάδας. Όμως δεν υπάρχει ούτε «ταμπέλα» ούτε επικεφαλής. Ποια είναι τα επόμενα βήματά σας; Θα πλαισιωθεί αυτή η Κ.Ο. από πολιτικό φορέα με οργανωτική συγκρότηση ή θα μείνει στο επίπεδο της πρωτοβουλίας ή ενός χώρου διαλόγου για την αριστερά;
Οι πολιτικές εξελίξεις, όποιες και αν είναι αυτές, θα προκύψουν με τρόπο ανοιχτό και συλλογικό. Δεν είναι υπόθεση λίγων προσώπων ή μιας ομάδας ούτε κάτι προαποφασισμένο. Η προσωπική μου άποψη -και τονίζω το προσωπική- είναι ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει ανάγκη για έναν φορέα της Αριστεράς που θα απαντάει με σύγχρονους όρους στις σημερινές μεγάλες προκλήσεις. Έναν φορέα που δεν θα φιλοδοξεί να στεγάσει απλώς όσους αποχωρούν από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά θα είναι προϊόν μιας ευρείας ανασύνθεσης, μιας εκ βάθρων ανοικοδόμησης του αριστερού και προοδευτικού χώρου.
«Ο ΣΥΡΙΖΑ έφυγε από το κόμμα Κασσελάκη», είναι μια ατάκα του διαδικτύου. Πόση αλήθεια μπορεί να κρύβεται σε αυτό; Τι αφήνετε πίσω και τι κρατάτε από αυτό το κόμμα;
Ανεξαρτήτως αποχωρήσεων, είναι μάλλον σαφές ότι επιχειρείται μια «αποσυριζοποίηση» του εναπομείναντος ΣΥΡΙΖΑ, μια βίαιη άρνηση της φυσιογνωμίας και των θέσεων και μια συλλήβδην απαξίωση ακόμα και αυτής της διακυβέρνησής του. Ωστόσο, θεωρώ ότι δεν έχει νόημα σήμερα μια διαμάχη για το ποιος είναι ο κληρονόμος του «πραγματικού» ΣΥΡΙΖΑ. Αφ’ ενός, ο ΣΥΡΙΖΑ διέγραψε μια πορεία σχεδόν είκοσι χρόνων, κατά τη διάρκεια των οποίων άλλαξε ο ίδιος πολύ και πολλές φορές, επομένως η «κληρονομιά» του έχει πολλά περιεχόμενα και πολλούς φορείς. Αφ’ ετέρου, η συζήτηση αυτή είναι χωρίς αντικείμενο τελικά. Αυτό που χρειάζεται σήμερα είναι μια κριτική ματιά σε όλη μας τη διαδρομή, με τα λάθη και τα θετικά της, αλλά κυρίως μια πρόταση για το παρόν και το μέλλον.
«Τα αίτια της συντριπτικής ήττας της Αριστεράς», είναι το θέμα μιας συζήτησης που ακόμη δεν έχει γίνει. Υπάρχουν και οι ευθύνες που δεν έχουν καταλογιστεί, η αυτοκριτική. Πώς τοποθετείστε;
Είναι σίγουρο ότι έχουμε ανάγκη από μια σε βάθος κριτική και, κυρίως, αυτοκριτική, όχι με σκοπό την εκ των υστέρων δικαίωση ή καταδίκη, αλλά ως συστατικό στοιχείο της επόμενης, καλύτερης μέρας. Δεν θα μπορούσα, ασφαλώς, να απαντήσω διεξοδικά στο πλαίσιο μιας σύντομης συνέντευξης. Έχω όμως τη γνώμη ότι, σε τίτλους, υπάρχουν τουλάχιστον τρεις κατευθύνσεις προς τις οποίες πρέπει να κοιτάξουμε. Πρώτον, τα χαρακτηριστικά της νέας, μεταμνημονιακής περιόδου και της εποχής των πολλαπλών κρίσεων. Δεύτερον, τη σύνθεση μεταξύ της ευρύτατης δυνατής κοινωνικής και εκλογικής απεύθυνσης με τη σαφήνεια και τις αιχμές του πολιτικού περιεχομένου. Τρίτον, την ουσιαστική -και όχι γραφειοκρατική- συλλογική λειτουργία και το σημαντικότερο πλεονέκτημά της: τη συλλογική διάνοια.
Η ανάκτηση της αξιοπιστίας θεωρείται από έγκυρους αναλυτές ως θεμελιώδης προϋπόθεση επιτυχίας οποιουδήποτε εγχειρήματος. Πώς θα το καταφέρετε;
Το ζήτημα της αξιοπιστίας είναι πράγματι θεμελιώδες, γι’ αυτό και στο κείμενο που δημοσιεύσαμε με την αποχώρησή μας κάνουμε λόγο για την Αριστερά που «λέει αυτό που πιστεύει και πιστεύει αυτό που λέει». Δεν υπάρχει κάποια «μαγική συνταγή», αλλά δύο σχεδόν αυτονόητες προϋποθέσεις. Πρώτον, η διαρκής υπενθύμιση ότι στην πολιτική μπαίνουμε για να υπερασπιστούμε μια συγκεκριμένη κοινωνική υπόθεση, άρα ό,τι κάνουμε είναι μέσο και όχι αυτοσκοπός. Δεύτερον, η γνώση και η ικανότητα να τεκμηριώνουμε και να υλοποιούμε όσα πρεσβεύουμε στη λεπτομέρειά τους, μιας που οι καλές προθέσεις δεν αρκούν.
Τα μέχρι στιγμής δημοσκοπικά δεδομένα δείχνουν ότι στο πολιτικό σύστημα υπάρχει χώρος για μια αυθεντική αριστερά. Ποια είναι η εκτίμησή σας;
Η συζήτηση περί «αυθεντικής» Αριστεράς -και ποια είναι κατά τη γνώμη του καθενός αυτή- δεν είναι γόνιμη σήμερα. Χρειαζόμαστε, όπως είπα, μια ευρεία ανασυνθετική διαδικασία, μια εκ βάθρων επανίδρυση. Κατά τα άλλα, οι πολιτικοί σχηματισμοί προκύπτουν ως κοινωνική αναγκαιότητα. Οι δημοσκοπήσεις έπονται.
Πόσο σας ανησυχεί το γεγονός ότι η ακροδεξιά και η μεταπολιτική καλπάζει στην Ευρώπη ενώ και στις πρόσφατες εθνικές εκλογές καταγράφηκε ένα σημαντικό ποσοστό και τρία κόμματα στην Ελλάδα; Υπάρχει τρόπος να ανακοπεί το φαινόμενο;
Προσωπικά δεν θεωρώ χρήσιμο τον όρο «μεταπολιτική». Οι νέες εγκλήσεις ή τα νέα εργαλεία δεν αναιρούν τον απολύτως πολιτικό πυρήνα όσων φαινομένων βλέπουμε και στην Ελλάδα και διεθνώς. Οι άνθρωποι αισθάνονται πως έχουν χάσει τον έλεγχο της ζωής τους, τις κοινότητές τους. Και η ακροδεξιά έρχεται να καλύψει το κενό αυτό, κάνοντας πολιτική ταυτοτήτων και δημιουργώντας νέα «εμείς» δια του αποκλεισμού. Αν η Αριστερά όλων των αποχρώσεων θέλει να ανακόψει αυτή την τάση, πρέπει να επανοικειοποιηθεί το αίτημα της ασφάλειας, με διαφορετικούς φυσικά όρους, να επενδύσει στην ελπίδα και, κυρίως, να ξαναφτιάξει τα δικά της συμπεριληπτικά «εμείς». Και βέβαια, να αλλάξει το πεδίο και τους όρους της συζήτησης που σήμερα ορίζονται από τις δυνάμεις της συντήρησης.
Πώς κρίνετε τη στάση του Αλέξη Τσίπρα στις εσωκομματικές εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ; Η άρνηση της προτροπής του, από κορυφαία στελέχη της νέας γενιάς, να παραμείνουν στον ΣΥΡΙΖΑ, συνιστά μήπως ένα είδος «πατροκτονίας» ή μιας αναπόφευκτης πολιτικής ενηλικίωσης;
Όσο σημαντική θέση κι αν κατέχει ο Αλέξης Τσίπρας στην ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στη συνείδηση των περισσότερων στελεχών του -και κυρίως όσων μπήκαν και ενηλικιώθηκαν στην πολιτική υπό την ηγεσία του-, δεν βρίσκω χρήσιμη μια ψυχαναλυτική προσέγγιση των εξελίξεων. Η επιλογή παραμονής ή αποχώρησης από ένα κόμμα έχει να κάνει με τη συνολική εκτίμηση για το παρόν και το μέλλον του. Δεν νομίζω ότι μια προτροπή αρκεί από μόνη της, θετικά ή αρνητικά, για να καθορίσει τη στάση πολιτικών στελεχών, ατομικά και συλλογικά, σε μια τέτοια κορυφαία ιστορική επιλογή.
Και μια προσωπική ερώτηση: πώς νιώθετε ως στέλεχος, ως αφιερωμένη επιστήμονας στην υπόθεση της Αριστεράς όπως εσείς, που βρέθηκε μπροστά στο κρίσιμο δίλημμα να φύγει ή όχι από το κόμμα που μέχρι τώρα υπηρετούσε;
Είναι ενδεχομένως η δυσκολότερη απόφαση που πήρα μέχρι σήμερα στη ζωή μου. Πάντοτε σε ένα κόμμα της Αριστεράς αφιερώνει κανείς ό,τι καλύτερο διαθέτει ως προσωπικότητα. Πολύ περισσότερο, όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση μέσα από αυτό το κόμμα είχαμε την αίσθηση πολλές στιγμές ότι γράψαμε συλλογικά ιστορία. Ωστόσο, ακόμα και για τους νεότερους και τις νεότερες από μας, η υπόθεση της Αριστεράς δεν ξεκίνησε με τον ΣΥΡΙΖΑ. Και σίγουρα δεν θα τελειώσει με αυτόν.