Το κείμενο που δημοσιεύουμε σήμερα αναφέρεται στο κρίσιμο θέμα της σχέσης του ρατσισμού, ενός διαχρονικού φαινομένου, με τον φασισμό και τις γενικότερες ακροδεξιές θεωρίες και ιδεολογίες. Συγγραφέας του είναι ο παλιός γνώριμος της στήλης, Χρήστος Κεφαλής, διευθυντής σύνταξης του περιοδικού Μαρξιστική Σκέψη, τον οποίο ευχαριστούμε θερμά για την συμβολή του.
Χάρης Γολέμης
Ο ρατσισμός/φυλετισμός αντιπροσωπεύει ένα σύνολο πρακτικών, γνωστό ως φυλετικές διακρίσεις, αλλά και μια ιδεολογία υψωμένη πάνω σε αυτές τις πρακτικές ως νομιμοποίησή τους. Δεδομένου ότι οι κοινωνίες που βασίζονται στην υποδούλωση λαών και φυλών από άλλες φυλές, κυρίως μέσω πολέμων, υπάρχουν από αρχαιοτάτων χρόνων, μπορεί να ειπωθεί ότι οι φυλετικές ιδέες χρονολογούνται από τις απαρχές του πολιτισμού. Συστηματοποιήθηκαν όμως και τέθηκαν σε εφαρμογή από το ναζισμό, με την απόλυτη φρίκη των Άουσβιτς, ενώ στις μέρες μας αποτελούν προσφιλή επωδό των κάθε λογής νεοφασιστών για να δικαιολογούν τα πογκρόμ ενάντια στους μετανάστες. Είναι γι’ αυτό το λόγο αναγκαίο να επιστρέφουμε στα ρατσιστικά ιδεολογήματα, για να δείχνουμε τον πρωτογονισμό και τον τσαρλατανισμό τους.
Ο αρχαίος φυλετισμός
Μια φυλετικού τύπου ιδεολογία προέκυψε για πρώτη φορά στην αρχαία Ινδία, ως φυσική έκφραση του καστικού συστήματος, της πρώτης ταξικής δομής της κοινωνίας. Οι νόμοι του Μανού1 κωδικοποιούσαν αυτή τη δομή, χωρίζοντας την κοινωνία σε τέσσερις κλειστές κάστες: Βραχμάνους (ιερείς), Ξατρίγια (πολεμιστές), Βάισια (εμπόρους) και Σούντρα (εργάτες)· οι τελευταίοι προορίζονταν να υπηρετούν αγόγγυστα τις άλλες κάστες. Το γεγονός ότι η ανώτερη κάστα προερχόταν από τους Άριους κατακτητές ενώ οι κατώτερες από τις ντόπιες φυλές έδιναν στον διαχωρισμό των καστών μια φυλετική, βιολογικά θεμελιωμένη, αμφίεση. Στην Ινδία στοιχεία του καστικού συστήματος διατηρούνται ακόμα και σήμερα, με περίπου 200 εκατομμύρια να ανήκουν στην κάστα των Ντάλιτ ή Ανέγγιχτων, η επαφή με τους οποίους θεωρείται ότι μολύνει τα μέλη των άλλων καστών.
Από την Ινδία ο φυλετισμός πέρασε, στην αρχαιότητα, στις ανατολικές αυτοκρατορίες ως την Αίγυπτο, και αργότερα στη Δύση. Ο μύθος του Μενένιου Αγρίππα στην αρχαία Ρώμη, κατά τον οποίο οι πατρίκιοι αντιπροσώπευαν την κοιλιά της κοινωνίας και οι πληβείοι τα χέρια ή τα πόδια της, εκλογίκευε την καστική διαίρεση, ενώ παρόμοιες εκδοχές του ίδιου μύθου, με τις άρχουσες τάξεις να παίζουν το ρόλο του μυαλού θα βρεθούν στον Πλάτωνα και άλλους στοχαστές. Ωστόσο, στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη οι φυλές και τα γένη διαλύθηκαν, γεγονός που είχε ως συνέπεια να ατονήσει η φυλετική ιδεολογία, όπως μαρτυρά και η αλλαγή της σημασίας του διαχωρισμού ανάμεσα σε Έλληνες και Βάρβαρους από μια φυλετική αρχικά σε μια πολιτιστική διάκριση.
Οι φυλετικές αντιλήψεις διατηρήθηκαν και αργότερα. Αναζωογονήθηκαν ιδιαίτερα στην εποχή της ανόδου της αστικής τάξης, όταν με τις εξερευνήσεις στην Αφρική και την Ασία έγινε φανερό ότι το πολιτιστικό επίπεδο των ιθαγενών ήταν κατώτερο από το αντίστοιχο των Ευρωπαίων. Ακόμη και διακεκριμένοι στοχαστές, όπως ο Χιουμ και ο Χέγκελ, θεωρούσαν τους νέγρους ως φυσικά κατώτερους από τους λευκούς και ανίκανους να παράγουν πολιτισμό. Ο Χέγκελ, ωστόσο, στη Φιλοσοφία της Ιστορίας, έδειξε τις αντικειμενικές αιτίες της καθυστέρησης των νέγρων, όπως η δυσχερής θαλάσσια επικοινωνία στην αφρικανική περίμετρο και η εξίσου δυσχερής πρόσβαση στην ενδοχώρα στην εκτός Μεσογείου Αφρική, που παρεμπόδιζαν το εμπόριο και τις επαφές μεταξύ των πληθυσμών της.
Συνολικά, με εξαίρεση το καστικό σύστημα, η φυλετική ιδεολογία δεν κυριαρχούσε στα επόμενα ιστορικά στάδια της κοινωνίας. Ο χριστιανισμός την υπονόμευσε δραστικά, ενώ με την άνοδο του Διαφωτισμού και των εξισωτικών ιδανικών στον 18ο αιώνα, αρκετοί στοχαστές εναντιώνονταν ρητά στις αντιλήψεις περί σύμφυτης ανισότητας των ανθρώπινων φυλών. Ενδεικτικά, ο γερμανός φιλόσοφος Φίχτε υποστήριζε ότι οι άγριες φυλές της εποχής θα υψώνονταν μελλοντικά σε έναν ανώτερο πολιτισμό, ακριβώς όπως οι τότε πολιτισμένοι λαοί είχαν ξεκινήσει από κοινότητες αγρίων. Πρόβλεπε ότι το ανθρώπινο είδος θα ενωνόταν βαθμιαία σε μια ενιαία φυλή, με τη σταδιακή εξάπλωση της μόρφωσης και της κουλτούρας στα έθνη.
Ο ρατσισμός από τον Γκομπινό ως τον Χίτλερ
Η αρχαία φυλετική ιδεολογία ήταν μια «φυσική» –και η πιο πρωτόγονη ιστορικά– ιδεολογία. Απέρρεε πηγαία από το είδος των κοινωνικών σχέσεων στις πρωταρχές του πολιτισμού, όπου οι φυλετικοί δεσμοί έπαιζαν σημαντικό ρόλο. Ο σύγχρονος ρατσισμός, ωστόσο, συνδέθηκε με μια διαφορετική κατάσταση: την ανάγκη των αρχουσών τάξεων να δικαιολογήσουν τις κυριαρχικές αξιώσεις τους όταν οι οικονομικές σχέσεις στις οποίες βασίζεται η κυριαρχία τους είχαν πλέον καταστεί αναχρονιστικές. Αυτή η κατάσταση ωθούσε τους ιδεολογικούς εκπροσώπους τους, μπροστά στην αδυναμία να προσφέρουν μια πραγματική τεκμηρίωση σε αυτές τις αξιώσεις, να επιχειρούν να τις εμφανίσουν ως προϊόν μιας «φύσει ανωτερότητάς» τους, αναγόμενης τελικά σε βιολογικά, φυλετικά αίτια.
Οι πρώτοι σύγχρονοι ρατσιστές προέρχονταν από την καταρρέουσα φεουδαρχική τάξη των ευγενών. Ανάμεσά τους, ο Αρτύρ ντε Γκομπινό ήταν εκείνος που στο έργο του Για την Ανισότητα των Ανθρώπινων Φυλών συνένωσε σε ένα εκλεκτικό ποτ-πουρί τις φυλετικές δοξασίες, παρουσιάζοντας όλη την ως τότε ανθρώπινη ιστορία ως έναν αγώνα μεταξύ ανώτερων και κατώτερων φυλών. Κατά τον Γκομπινό, η ιστορία είχε προκύψει από την αλληλεπίδραση μόνο μεταξύ των λευκών, άριων φυλών, οι οποίες παρήκμαζαν όταν έρχονταν σε επαφή και επιμειξία με τις άλλες, κατώτερες φυλές. Εκτός από τους νέγρους και του κίτρινους, στις κατώτερες φυλές περιλάμβανε και τους σημίτες Άραβες, ένα στοιχείο που παρέλαβαν αργότερα οι ναζί, επεκτείνοντάς το στους Εβραίους.
Ο Γκομπινό παραδεχόταν ότι με την πρόοδο του πολιτισμού οι υποτιθέμενα «καθαρές φυλές» του παρελθόντος είχαν εξαφανιστεί. Στο φως μιας τέτοιας θεώρησης όλη η ιστορία και ιδιαίτερα η άνοδος των δημοκρατικών, εξισωτικών ιδανικών στην εποχή του φαινόταν σαν παρακμή και εκφυλισμός, ωθώντας αναγκαστικά σε πεσιμιστικά συμπεράσματα για το μέλλον. Ταυτόχρονα, όπως και οι άλλοι φεουδαλικοί απολογητές, διατηρούσε τις αναφορές στη χριστιανική θρησκεία, θεωρώντας ότι όλες οι φυλές μπορούσαν να βρίσκονται υπό την σκέπη της.
Στην ίδια περίοδο, φωτισμένοι στοχαστές της αριστοκρατίας όπως ο Τοκβίλ ξεσκέπασαν την υποκρισία των επιστημονικών αξιώσεων του Γκομπινό και της προσπάθειάς του να συμφιλιώσει τον χριστιανισμό με τα φυλετικά δόγματα. Ο Τοκβίλ στιγμάτισε το σκοταδισμό και τον ανορθολογισμό των φυλετικών δοξασιών, προειδοποιώντας για τις καταστροφικές συνέπειές τους. Χαρακτήριζε τις απόψεις ότι το μέλλον των λαών θα καθορίζεται από μια παράλογη δύναμη όπως η μοίρα ή από τα φυλετικά χαρακτηριστικά ως «άνανδρες και εσφαλμένες αρχές», που «δεν μπορούν να γεννήσουν παρά μόνο αδύναμους ανθρώπους και μικρόψυχα έθνη»2.
Σε όλο το 19ο αιώνα, ωστόσο, οι φυλετικές απόψεις κέρδιζαν έδαφος. Μια μαρτυρία αυτού ήταν η ψευδο-επιστήμη της ευγονικής, σύμφωνα με την οποία οι βιολογικές ιδιότητες του ανθρώπινου είδους έπρεπε να βελτιωθούν με μεθόδους ανάλογες εκείνων που εφαρμόζονται στα ζώα. Με την άνοδο του ιμπεριαλισμού, ο ρατσισμός συνδέθηκε με τις γεωπολιτικές θεωρίες, αποτελώντας ένα πρόσφορο μέσο για να δικαιολογηθούν οι κυριαρχικές αξιώσεις της κάθε επιμέρους ιμπεριαλιστικής δύναμης, μια παράδοση που συνεχίζουν στις μέρες μας οι ρώσοι ακροδεξιοί α λα διάφοροι Ντούγκιν και οι δυτικοί ομόλογοί τους. Από την άλλη μεριά, ο κοινωνικός δαρβινισμός, η θεωρία ότι η επικράτηση των ισχυρών και η εκμηδένιση των αδυνάτων διέπουν εξίσου τη βιόσφαιρα και την ανθρώπινη κοινωνία, φαινόταν να εγγυάται τη συνεχιζόμενη καταπίεση των κατώτερων τάξεων.
Ο ρατσισμός των ναζί, με κύριους εκπρόσωπους τον Τσάμπερλεν, τον Ρόζενμπεργκ και τον ίδιο τον Χίτλερ, προέκυψε από την ανανέωση των φυλετικών δογμάτων του Γκομπινό και των συνεχιστών του, μέσα από μια ανάμειξη όλων αυτών των τάσεων. Φέρνοντας στο προσκήνιο τον αντισημιτισμό, με την ανακήρυξη των Εβραίων σε κύριο φορέα του ξεπεσμού των φυλών, και συνδέοντάς τον με τον αγώνα ενάντια στον εβραϊκής δήθεν προέλευσης μαρξιστικό σοσιαλισμό, καθώς και με μια κάλπικη αντικαπιταλιστική δημαγωγία, μπόρεσε να αναστρέψει φαντασιακά τον πεσιμισμό του Γκομπινό, προσφέροντας μια προοπτική επιβεβαίωσης της φυλετικής καθαρότητας μέσα από την απόκτηση ζωτικού χώρου για τη Γερμανία.
Κεντρική θέση στο ναζιστικό ρατσισμό είχε η έννοια της καθαρότητας του αίματος ως φορέα της φυλετικής υγείας, μια τελείως αντιεπιστημονική μυθοπλασία αφού το αίμα δεν εμπλέκεται στη μεταβίβαση κληρονομικών χαρακτηριστικών. Ταυτόχρονα, ενώ φυλετικοί νόμοι και διακρίσεις είχαν εφαρμοστεί ήδη παλιότερα, ενάντια στους γηγενείς πληθυσμούς και τους δούλους στην Αυστραλία, τις ΗΠΑ, την Αφρική και αλλού, οι ναζί έθεσαν το θέμα της εξάλειψης των «κατώτερων φυλών», με τελική κατάληξη τη φρίκη του Ολοκαυτώματος.
Ανορθολογισμός και ρατσισμός
Ενώ οι ναζί αξιοποίησαν τα παλιά ρατσιστικά δόγματα, ο ρατσισμός τους δεν βλάστησε στο ίδιο έδαφος με εκείνον των απολογητών της φεουδαρχίας, αλλά πάνω στο έδαφος της αστικής ιδεολογίας. Μετά το 1848, η ευρωπαϊκή αστική τάξη στράφηκε αποφασιστικά στην αντίδραση και αργότερα στον ιμπεριαλισμό. Φιλοσοφική έκφραση αυτής της στροφής, όπως έδειξε ο Λούκατς στην Καταστροφή του Λογικού, ήταν η άνοδος του ανορθολογισμού, εκπροσωπούμενου από τους Σέλινγκ, Κίρκεγκορ, Σοπενχάουερ, Νίτσε, Χάιντεγκερ, κ.ά., που έγινε βαθμιαία το κύριο ρεύμα της εποχής της αστικής παρακμής.
Ο ανορθολογισμός υπήρξε στην ουσία του μια επίθεση στη διαλεκτική· αρχικά στην ιδεαλιστική διαλεκτική του Χέγκελ, της οποίας τις αδυναμίες εξέθεταν ενίοτε εύστοχα οι πρώτοι ανορθολογιστές, και μετά στην υλιστική διαλεκτική του μαρξισμού. Στόχος της επίθεσης ήταν η απαξίωση του λογικού, ιδιαίτερα της ικανότητάς της να συλλαμβάνει και να αναπαριστά την ιστορική εξέλιξη, ανοίγοντας το δρόμο στις μυστικιστικές παραχαράξεις του. Ο ανορθολογισμός υπήρξε πρώτιστα μια επίθεση στην ιστορία και την ιστορική πρόοδο από τη σκοπιά της αστικής αντίδρασης και των παρασιτικών ιδεολόγων της. Οι τελευταίοι ανύψωσαν σε ανώτερη αρχή τη διαίσθηση και το ένστικτο, αποθεώνοντας τη βαρβαρότητα και τον πρωτογονισμό, για να δώσουν μια αγαθή, συχνά ψευδο-επαναστατική, συνείδηση στην υπεράσπιση των ταξικών προνομίων τους από το ανερχόμενο σοσιαλιστικό κίνημα των μαζών, που παρουσιάστηκε σαν ισοπέδωση και παρακμή. Αυτή η διαίσθηση ήταν το προνόμιο των λίγων εκλεκτών, ένα προοίμιο της αντίληψης περί της «φύσει ανωτερότητας», που αποτελεί το σήμα κατατεθέν του ρατσισμού.
Η αποφασιστική στροφή στο σύνολο αυτών των ζητημάτων έγινε από τον Νίτσε, του οποίου η αποθέωση της δύναμης και της γυμνής βούλησης εξέφρασε πιστά το πνεύμα του ιμπεριαλισμού. Πίσω από μια πνευματώδη κριτική των εκδηλώσεων της παρακμής, εξαίρει και καθοσιώνει στα έργα του τα βαθύτερα αίτιά της, ανυψώνοντάς τα μέσω της μυθοπλασίας και του κυνικού υπερτονισμού των ανθρώπινων δεινών σε απαράγραπτη ανθρώπινη μοίρα.
Σε αντίθεση με τους προηγούμενους ανορθολογιστές, ο Νίτσε αντιλαμβάνεται αποφασιστικά την ιστορία ως έναν αγώνα μεταξύ ανώτερων και κατώτερων φυλών, περιλαμβάνοντας στις τελευταίες τα σημιτικά φύλα. Απέναντι στις αριστοκρατικές αρχές της Ρώμης, εκτιμά ως κινήματα των κατώτερων φυλών το χριστιανισμό, τη δημοκρατία και το σοσιαλισμό. Όλα αυτά τα κινήματα αποτελούν, κατά τον ίδιο, μια έκφραση της μνησικακίας των δούλων, που υποβλέπουν την ανωτερότητα των κυρίων, χωρίς να είναι σε θέση να παράγουν κάτι θετικό. Ο Νίτσε εξαίρει το καστικό σύστημα της αρχαίας Ινδίας ως την ιδεώδη κοινωνική οργάνωση και μέμφεται τις κυρίαρχες τάξεις για την εκ μέρους του έλλειψη αποφασιστικότητας και τις παραχωρήσεις τους στις μάζες. Από το σημείο αυτό ως τον ρατσισμό των ναζί η απόσταση δεν ήταν μεγάλη.
Η ανάπτυξη και η κυριαρχία του ανορθολογισμού στην Γερμανία έγινε δυνατή, σύμφωνα με τον Λούκατς, μετά την αποτυχία, λόγω της δειλίας της γερμανικής αστικής τάξης, της επανάστασης του 1848. Διατηρήθηκαν έτσι ανέγγιχτα τα φεουδαρχικά κατάλοιπα, η τάξη των τσιφλικάδων Γιούνκερ, και ο πρωσικός μιλιταρισμός, δίνοντας μεγάλη ισχύ στον μετέπειτα συνασπισμό τους με το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Φυσικά, το πέρασμα στη ναζιστική ιδεολογία σήμαινε μια μεγάλη υποβάθμιση του φιλοσοφικού επιπέδου, αυτό όμως δεν την ουσιώδη ταύτιση του ναζισμού με την ανορθολογική παράδοση, από την οποία άντλησε τα ιδεολογικά του όπλα.
Ο ρατσισμός ως ναζιστικό υποκατάστατο της θρησκείας
Σε αντίθεση με τους παλιούς φεουδαλικούς ρατσιστές, όπως ο Γκομπινό, αποκήρυξαν το χριστιανισμό και εν γένει τη θρησκεία. Η συγκεκριμένη διαφορά, όμως, ήταν εν μέρει φαινομενική. Αυτό που ενοχλούσε τους ναζί στις παραδοσιακές θρησκείες ήταν οι καθολικές ηθικές νόρμες και υποχρεώσεις, καθώς έθεταν ένα εμπόδιο στην ανεμπόδιστη άσκηση της βαρβαρότητας. Ταυτόχρονα, οι ναζί υιοθέτησαν από τις θρησκείες όσα στοιχεία ήταν συμβατά με τη θεώρησή τους. Θρησκευτικές τάσεις, όπως ο μυστικισμός, ο φανατισμός, η μισαλλοδοξία, διατηρήθηκαν και αποκαθάρθηκαν από τις ηθικές επιταγές. Σε αυτό το πλαίσιο, και σε αντίθεση με την καθολικότητα και τον αντικειμενισμό των παλιών θρησκειών, ο ρατσισμός ήταν ένα μέσο για να αποθεωθούν ο ατομικισμός και οι υποκειμενικές βλέψεις του παρακμιακού αστού. Όταν συναντήθηκε με τη φρενίτιδα της μεγάλης κρίσης του 1929 έγινε το όχημα για να κινητοποιηθούν, με την έμμεση βοήθεια του σταλινισμού (κυρίως μέσω της καταστροφικής θέσης περί σοσιαλφασισμού), οι κατεστραμμένοι μικροαστοί στο πλευρό των ναζί, σε βάρος των πραγματικών τους συμφερόντων.
Ο Λούκατς χαρακτήρισε, έτσι, εύστοχα τον ρατσισμό ως το ναζιστικό υποκατάστατο της θρησκείας. Ακόμη και αν αυτός ο ορισμός έχει μια νότα παραδοξότητας, αποδίδει με ακρίβεια τον πυρήνα της ναζιστικής κοσμοθεώρησης, που δεν είναι άλλος από τη σκλήρυνση τού εγώ και την αντίσταση στην προοδευτική αλλαγή, στις οποίες αποδίδεται ένα υπερφυσικό στάτους. «Σύμφωνα με αυτές τις θεωρίες», εκτιμά ο Λούκατς, «στο βάθος του κάθε ανθρώπου υπάρχει ένας σκληρός πυρήνας που αντιδρά στην εξέλιξη του εξωτερικού κόσμου… η άποψη για την ανωτερότητα της γερμανικής φυλής δεν είναι παρά παραλλαγή εκείνου του αμετάλλακτου σκληρού πυρήνα που υπάρχει στο εσωτερικό του κάθε άνθρώπου»3.
Ο Φρόιντ αποτιμά εύστοχα την ουσία του πολιτισμού ως μια διαδικασία που συνενώνει «ξεχωριστά άτομα, μετά οικογένειες, αργότερα φυλές, λαούς, έθνη, σε μια μεγαλύτερη ενότητα, την ανθρωπότητα»4. Ο καπιταλισμός δημιουργεί τους όρους αυτής της συνένωσης, που μπορεί να εκπληρωθεί μόνο με την υπέρβαση της τελευταίας μεγάλης ανισότητας, της ταξικής διαίρεσης της κοινωνίας σε εργαζόμενους και καπιταλιστές. Ο ναζισμός ενσάρκωσε την πιο λυσσαλέα αντίδραση σε αυτή την τάση, την οποία υλοποιεί το σοσιαλιστικό κίνημα των μαζών. Κινητοποίησε το βόρβορο της αστικής κοινωνίας, προβάλλοντας μέσω της ρατσιστικής ιδεολογίας αυτά που στην πραγματικότητα ήταν τα χαρακτηριστικά των ίδιων των ναζί-τη μοχθηρία, μανία, φιλαυτία, χυδαιότητα, κτηνωδία στους Εβραίους και τους άλλους υποτιθέμενα κατώτερους λαούς.
Οι σύγχρονοι ρατσιστές μεταθέτουν απλά αυτή την προβολή από τους Εβραίους στους μετανάστες, ιδιαίτερα τους μουσουλμάνους, τους οποίους ο Μπάνον και οι ομογάλακτοί του τραμπιστές στις ΗΠΑ αποκαλούν aliens, ξένους, ουσιαστικά μη ανθρώπους, με τους οποίους οι λευκοί δεν μπορούν να έχουν τίποτα κοινό. Πίσω από αυτήν την απάνθρωπη έκκληση κρύβεται η ίδια προσπάθεια της ακραίας αντίδρασης να αποπροσανατολίσει τη μαζική οργή από τη ρίζα των κοινωνικών δεινών, την ταξική ανισότητα σε ένα σύμπτωμα, σήμερα το μεταναστευτικό πρόβλημα, το οποίο προκαλεί η ίδια με τις ανά τον κόσμο ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις.
Όσο και αν οι τωρινοί ρατσιστές επιχειρούν να επενδύουν την κτηνωδία τους με ψευδο-επιστημονικά άμφια, αυτά δεν παύουν να είναι η πιο πρωτόγονη και αναχρονιστική ιδεολογία στην ανθρώπινη ιστορία. Το πρακτικό της αποτέλεσμα δεν μπορεί να είναι άλλο από τα πογκρόμ των Μπρέιβικ5 και των ομοίων τους νεοναζιστών. Ο αγώνας ενάντια στην απειλή μιας νέας βαρβαρότητας, ορατή όταν σημαντικές αστικές και μικροαστικές μερίδες στρέφονται στην ακροδεξιά και το νεοφασισμό, παραμένει επίκαιρος όσο ποτέ.
Σημειώσεις:
1. ΣτΕ: Οι Νόμοι του Μανού είναι ένα από τα πολλά νομικά κείμενα του Ινδουισμού. Στην αρχαία Ινδία, οι σοφοί συχνά έγραφαν στα χειρόγραφα τις ιδέες τους για το πώς θα έπρεπε να λειτουργεί η κοινωνία. Ο Μανού θεωρείται ο πρώτος άνθρωπος, ο γενάρχης της ανθρωπότητας.
2. Α. ντε Τοκβίλ, Η Δημοκρατία στην Αμερική, εκδ. Α. Καραβία, Αθήνα 1968, σελ. 330.
3. Γκ. Λούκατς, Προβλήματα Οντολογίας και Πολιτικής, εκδ. 70, Αθήνα 1971, σελ. 58.
4. Σ. Φρόιντ, Ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας, εκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1974, σελ. 50.
5. ΣτΕ: Ο Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ είναι νορβηγός ακροδεξιός, ο οποίος σε μια τρομοκρατική επίθεση του, το 2011, σε θερινή κατασκήνωση της νεολαίας του Νορβηγικού Εργατικού Κόμματος σκότωσε 69 άτομα και τραυμάτισε τουλάχιστον 209, από τα οποία πολλά σοβαρά.