Ο Εδουάρδο Γκαλεάνο «γράφει» για τον μεγάλο απόντα Ντιέγκο Μαραντόνα!
 
«Όπως όλοι οι Ουρουγουανοί, ήθελα κι εγώ να γίνω ποδοσφαιριστής. Έπαιζα καταπληκτικά, ήμουνα τέλειος, αλλά τη νύχτα, στον ύπνο μου. Τα πρωινά ήμουνα ξύπνιος, χειρότερος δεν έχει περάσει από τις αλάνες της χώρας μου. Πέρασαν πολλά χρόνια ώσπου να αποδεχτώ τελικά τον εαυτό μου: δεν είμαι παρά ένας ζητιάνος που περιφέρεται ανά τον κόσμο, παρακαλώντας για λίγο καλό ποδόσφαιρο στα γήπεδα». Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον μεγάλο Εδουάρδο Γκαλεάνο, τον συγγραφέα που έχει υμνήσει, όσο κανείς, το ποδόσφαιρο. Με τα λόγια του μεγάλου Ουρουγουανού θα θυμηθούμε τον Ντιέγκο Μαραντόνα, καθώς συμπληρώθηκαν τρία χρόνια από τον θάνατο του.
Στο βιβλίο του «Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου», ο Γκαλεάνο περιγράφει με γλαφυρό τρόπο το πρώτο θαυμάσιο γκολ του αμούστακου τότε, 12χρονου Μαραντόνα, που ονειρευόταν να γίνει… τεχνίτης βιομηχανίας, και έβγαζε τη γλώσσα κάθε φορά που σκόραρε. «Συνέβη το 1973. Έπαιζαν μεταξύ τους οι παιδικές ομάδες της Αρχεντίνος Τζουνιορς και της Ρίβερ Πλέιτ στο Μπουένος Αιρες. Το νούμερο 10 των Αρχεντίνος δέχτηκε τη μπάλα από τον τερματοφύλακά του, απέφυγε έναν κεντροεπιθετικό της Ρίβερ και ξεχύθηκε προς το αντίπαλο τέρμα. Πολλοί ποδοσφαιριστές προσπάθησαν να τον ανακόψουν: του πρώτου του πέρασε τη μπάλα πάνω από το κεφάλι, του δεύτερου του την πέρασε μέσα από τα πόδια και τον τρίτο τον ξεγέλασε με τακουνάκι. Στη συνέχεια, χωρίς να σταματήσει, άφησε άγαλμα τους αμυντικούς και τον τερματοφύλακα, πεσμένο στο έδαφος, και μπήκε περπατώντας με την μπάλα στο αντίπαλο τέρμα. Στο γήπεδο είχαν απομείνει επτά ταλαιπωρημένα αγόρια και άλλα τέσσερα που δεν μπορούσαν να κλείσουν το στόμα τους. Εκείνη η ομάδα των πιτσιρικάδων, “τα Κρεμμυδάκια”, ήταν ανίκητη επί εκατό παιχνίδια, και είχε προκαλέσει την προσοχή των δημοσιογράφων. Ένας από τους παίκτες της, “το Φαρμάκι”, που ήταν δεκατριών χρόνων δήλωσε:
 
-Εμείς παίζουμε από ευχαρίστηση. Ποτέ δε θα παίξουμε για χρήματα. Όταν μπαίνει στη μέση το χρήμα, όλοι σκοτώνονται για να γίνουν βεντέτες και τότε έρχονται η ζήλια και ο εγωισμός.
 
Έκανε τις δηλώσεις αγκαλιά με τον πιο αγαπητό από όλους παίκτη, που ήταν επίσης ο πιο χαρούμενος και ο πιο κοντούλης: τον Ντιέγκο Αρμάδο Μαραντόνα, που ήταν δώδεκα χρόνων και μόλις είχε πετύχει αυτό το απίστευτο γκολ.
 
Ο Μαραντόνα είχε τη συνήθεια να βγάζει τη γλώσσα του όταν έκανε σουτ. Όλα του τα γκολ τα είχε βάλει με τη γλώσσα του έξω. Τη νύχτα κοιμόταν αγκαλιά με τη μπάλα και τη μέρα έκανε θαύματα μαζί της. Ζούσε σε ένα φτωχόσπιτο, σε μια φτωχογειτονιά, και ήθελε να γίνει τεχνίτης βιομηχανίας».
 
Στο τελευταίο Μουντιάλ που αγωνίστηκε ο Μαραντόνα πιάστηκε ντοπαρισμένος από κοκαΐνη και τιμωρήθηκε. Για τα γεγονότα ο Γκαλεάνο γράφει: «Στο κάτω κάτω της γραφής, ήταν εύκολο να τον δικάσουν και να τον καταδικάσουν, αλλά δεν ήταν τόσο εύκολο να ξεχάσουν ότι ο Μαραντόνα υπέπιπτε επί χρόνια στο αμάρτημα να είναι ο καλύτερος στο να καταγγέλλει με στεντόρεια φωνή πράγματα για τα οποία η εξουσία απαιτεί σιωπή, και στο έγκλημα να παίζει ζερβά, πράγμα που, σύμφωνα με το Μικρό Εικονογραφημένο Λαρούς, σημαίνει “με το αριστερό”, αλλά σημαίνει επίσης και “αντίθετα απ’ ό,τι πρέπει να γίνει”... Ο μηχανισμός της εξουσίας τον είχε στο μάτι. Αυτός τους τα έσουρνε έξω από τα δόντια· αυτή η συμπεριφορά έχει το τίμημά της, η τιμή πληρώνεται τοις μετρητοίς και χωρίς έκπτωση. Και ο ίδιος ο Μαραντόνα τούς έκανε δώρο τη δικαιολογία, εξαιτίας αυτής της αυτοκτονικής του τάσης να προσφέρεται στο πιάτο στους πολλούς εχθρούς του και εξαιτίας αυτής της παιδικής ανευθυνότητας που τον σπρώχνει να πέσει σε όποια παγίδα του στήσουν».
 
«…ο Μαραντόνα είπε πράγματα που τάραξαν το τέλμα. Δεν ήταν ο μοναδικός ατίθασος ποδοσφαιριστής, αλλά η φωνή του έδωσε παγκόσμιο συντονισμό στα πιο ανυπόφορα ερωτήματα: Γιατί δεν διέπουν το ποδόσφαιρο οι οικουμενικές αρχές του εργατικού δικαίου; Αν είναι φυσιολογικό ο κάθε καλλιτέχνης να γνωρίζει τα κέρδη του σόου που προσφέρει, γιατί οι ποδοσφαιριστές δεν μπορούν να γνωρίζουν τους μυστικούς λογαριασμούς της πλούσιας πολυεθνικής του ποδοσφαίρου;».
 
Ο Εδουάρδο Γκαλεάνο θεωρεί ότι ο Χόρχε Βαλντάνο έχει την καλύτερη περιγραφή για τον Ντιέγκο. «Τη στιγμή που ο Μαραντόνα αποσύρθηκε από το ποδόσφαιρο, αποσυνδέθηκε και από την τραγωδία της Αργεντινής. Ο Μαραντόνα ήταν κάτι περισσότερο από ένας μεγάλος ποδοσφαιριστής. Ήταν ένας παράγοντας “αποζημίωσης” για μια χώρα που μέσα σε λίγα χρόνια γνώρισε στρατιωτικές δικτατορίες και κοινωνικές απογοητεύσεις. Ο Μαραντόνα προσέφερε στους Αργεντινούς μια διέξοδο από τη συλλογική απογοήτευσή που βίωναν, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι τον λάτρεψαν ως θεϊκή φιγούρα».
 
«Εάν κατά καιρούς θυμώνω ή παραπονιέμαι, είναι επειδή δεν ξέρω πώς να συγκρατήσω τα συναισθήματά μου. Και δεν θέλω να μάθω», έλεγε ο ίδιος ο Ντιέγκο το 1990, σε μια ατάκα που ακούγεται πλέον ως επωδός μιας ολόκληρης ζωής, στην οποία «έβγαλε τη γλώσσα», με τον δικό του τρόπο.

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2025 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet