Η συζήτηση για το φορολογικό νομοσχέδιο πρέπει να ξεκινήσει από κάποια δεδομένα που καθορίζουν τη συνολική οπτική.

Το πρώτο δεδομένο είναι ότι το φορολογικό σύστημα στην Ελλάδα αυξάνει τις οικονομικές ανισότητες όχι λόγω του ύψους των φόρων, αλλά λόγω της κατανομής τους. Πριν τη μακρά ύφεση (2008–2017), η Ελλάδα είχε ένα διαπιστωμένο πρόβλημα υστέρησης φορολογικών εσόδων, τα οποία ως ποσοστό του ΑΕΠ υπολειπόταν σταθερά του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Λόγω των μνημονίων, αυτή η υστέρηση θεραπεύτηκε αλλά με λάθος συνταγή, αφού η σύγκλιση με την Ευρωζώνη οφείλεται αποκλειστικά στην αύξηση των έμμεσων φόρων. Κατά το 2021, οι έμμεσοι φόροι συνεισφέραν περίπου το ήμισυ των φορολογικών εσόδων στην Ευρωζώνη, αλλά στην Ελλάδα συνείσφεραν τα 2/3.

 

Το ελληνικό «παράδοξο»

 

Το δεύτερο δεδομένο είναι ότι στην Ελλάδα παρατηρούνται εκτεταμένα φαινόμενα παραοικονομίας και φοροδιαφυγής. Μολονότι εκτεταμένη, η φοροδιαφυγή εμφανίζει πυκνώσεις σε ορισμένες επαγγελματικές κατηγορίες και κλάδους. Ο κ. Χατζηδάκης τις τελευταίες ημέρες μας βομβαρδίζει με στοιχεία για το μέσο δηλωθέν εισόδημα των ιδιοκτητών μπαρ, ταξί κλπ. Δυστυχώς, τα στοιχεία που επικαλείται αληθεύουν, αν και τα σκάγια δεν θα πιάσουν αυτούς που πρέπει. Για παράδειγμα, σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, το μέσο ύψος των αδήλωτων ετήσιων εισοδημάτων ανέρχεται σε περίπου 32.500 ευρώ στα ιατρικά επαγγέλματα, 31.000 ευρώ στις νομικές υπηρεσίες, 29.500 ευρώ στους μηχανικούς και 20.500 ευρώ στους δημοσιογράφους. Η έμφαση στα παραπάνω είναι στο «μέσο». Είναι προφανές πως δεν φοροδιαφεύγουν όλοι οι δικηγόροι. Εάν όμως οι μισοί είναι φορολογικά συνεπείς και ισχύουν οι εκτιμήσεις, τότε η μέση απόκρυψη εισοδήματος των άλλων μισών ανέρχεται σε 60.000 ευρώ/έτος, εάν το 75% είναι συνεπείς τότε το 25% (1 στους 4) αποκρύπτει 120.000 ευρώ/έτος κ.ο.κ. Επομένως, εκτός των άλλων, η συγκέντρωση της φοροδιαφυγής σε συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες εκτινάσσει τις οικονομικές ανισότητες (άρα και την ασσυμετρία δύναμης) και στο εσωτερικό αυτών των κλάδων, κάτι που γνωρίζουν πολύ καλά οι νέοι δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί κλπ.

Το τρίτο δεδομένο είναι η φοροδιαφυγή έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Είναι προφανές πως το ύψος των δηλωθέντων εισοδημάτων επηρεάζεται από την κατάσταση της οικονομίας. Κατά την περίοδο ισχυρής ανάπτυξης της οικονομίας (2003-2009) τα δηλωθέντα εισοδήματα αυξήθηκαν σημαντικά (46,2%). Ακολούθως, την περίοδο της κρίσης (2010-2014) μειώθηκαν εξίσου σημαντικά (32,5%), ενώ μετά το 2015 άρχισαν και πάλι να αυξάνονται. Εν κατακλείδι, το 2020 δηλώθηκε 9,8% υψηλότερο εισόδημα σε σχέση με το 2014. Αυτές οι μεταβολές χαρακτηρίζουν το σύνολο των κατηγοριών εισοδήματος, εκτός από τα εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα, που μετά το 2011 καταρρέουν. Το 2020 δηλώθηκαν εισοδήματα 3,4 δισ. ευρώ έναντι 13,2 δισ. το 2011, δηλαδή μείωση ίση με 74,5%. Αυτή η μείωση είναι σε πλήρη αναντιστοιχία με τη μεταβολή των άλλων μακροοικονομικών μεγεθών και δεν υπάρχει καμία οικονομική ή θεσμική αιτία που να την δικαιολογεί.

Ο συνδυασμός των παραπάνω παράγει το «ελληνικό παράδοξο». Τα φορολογικά έσοδα είναι χαμηλά και ταυτόχρονα η αίσθηση των πολιτών να είναι πως η φορολογία είναι πολύ υψηλή. Και όντως, ισχύουν και τα δύο. Η μέση φορολογική επιβάρυνση της ελληνικής οικονομίας δεν είναι από τις υψηλότερες, αλλά ο τρόπος με τον οποίο επιμερίζεται στον πληθυσμό είναι ολοκληρωτικά στρεβλός. Δύσκολο να το πιστέψουμε, αλλά, σύμφωνα με τα φορολογικά δεδομένα, όσοι δήλωσαν ετήσιο εισόδημα άνω των 25.000 ευρώ το 2020 κατατάσσονται στο 20% των πλουσιότερων φορολογούμενων. Ταυτόχρονα, τα παραπάνω διαμορφώνουν και τους δύο βασικούς άξονες της αναγκαίας μεταρρύθμισης του φορολογικού συστήματος. Μείωση του ειδικού βάρους των έμμεσων φόρων μέσω της αύξησης των άμεσων φόρων και αναδιανομή του φορολογικού βάρους των άμεσων φόρων εις όφελος των ασθενέστερων μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής. Άλλωστε, αυτό ήταν παραδοσιακά το πρόγραμμα του συνόλου των κομμάτων της καθ’ ημάς Αριστεράς.

 

Η «λύση»

 

Ιστορικά, η ελληνική πολιτική ελίτ επέλεξε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της εκτεταμένης φοροδιαφυγής με «μπαλώματα». Η βασική στόχευση ήταν να διασφαλίζει το ελάχιστο απαραίτητο ύψος φορολογικών εσόδων χωρίς να απαιτηθεί η ουσιαστική καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Τα τεκμήρια δαπανών και διαβίωσης, οι αντικειμενικές αξίες κ.ο.κ. αποτελούν όψεις αυτού του συστήματος. Η πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης, πέρα από τις επιμέρους λεπτομέρειες, συνεχίζει αυτή την παράδοση.

Από φορολογικής άποψης, το κύριο πρόβλημα είναι ότι η φορολόγηση βάσει οριζόντιων και μη στοχευμένων τεκμηρίων αυξάνει περαιτέρω την ανισότητα του φορολογικού συστήματος, δηλαδή την απόσταση που χωρίζει τους φτωχότερους από τους πλουσιότερους. Αυτό μπορούμε να το δούμε με τη βοήθεια του Πίνακα 1, που αποτυπώνει την σχέση μεταξύ τεκμαρτού και δηλωθέντος εισοδήματος στην Ελλάδα από το 2003 έως το 2020.

Εάν επικεντρώσουμε στην προ κρίσης κατάσταση (πρώτη στήλη του Πίνακα 1) βγάζουμε δύο συμπεράσματα. Πρώτον, ότι η υπέρβαση του τεκμαρτού εισοδήματος έναντι του δηλωθέντος ήταν μικρή, δεδομένου ότι την περίοδο 2003-2010 τα νοικοκυριά φορολογήθηκαν βάσει ενός τεκμαρτού εισοδήματος που αντιστοιχούσε στο 100,5% του δηλωθέντος. Δεύτερον, ότι η απόκλιση τεκμαρτού-δηλωθέντος εισοδήματος μεταξύ των διαφορετικών κατηγοριών νοικοκυριών ήταν περιορισμένη. Μεγαλύτερη για τα νοικοκυριά που δήλωναν πολύ χαμηλά εισοδήματα (έως 10.000 ευρώ ετησίως) και για τα νοικοκυριά που δεν είχαν εισοδήματα από μισθούς ή συντάξεις. Όμως, το μέγιστο της απόκλισης δεν υπερβαίνει το 104,6% (νοικοκυριά με εισοδήματα έως 10.000 ευρώ που δεν προέρχονται από μισθούς ή συντάξεις). Αυτό σημαίνει πως ένας ελεύθερος επαγγελματίας με πραγματικά εισοδήματα 8.000 ευρώ θα πλήρωνε φόρο που αντιστοιχούσε σε εισόδημα 8.368 ευρώ. Βέβαια και αυτό είναι άδικο και παραβιάζει τις αρχές δίκαιης φορολόγησης.

Όμως, οι μνημονιακές φορολογικές παρεμβάσεις άλλαξαν την κατάσταση. Εάν δούμε τι συνέβη την περίοδο 2011-2019 και το 2022 (δεύτερη και τρίτη στήλη του Πίνακα 1 αντίστοιχα) καταλήγουμε επίσης σε τρία συμπεράσματα. Πρώτον, η απόκλιση μεταξύ δηλωθέντος και τεκμαρτού εισοδήματος αυξήθηκε σημαντικά. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του 2022 (εισοδήματα 2021) το σύνολο των νοικοκυριών φορολογήθηκε για ένα εικονικό εισόδημα που εκτιμήθηκε στο 106,6% του δηλωθέντος έναντι 100,5% την περίοδο 2003-2010.

Δεύτερον, οι αποκλίσεις από τον μέσο όρο εκτινάχθηκαν. Το 2022, το μέσο νοικοκυριό φορολογήθηκε βάσει εικονικού εισοδήματος ίσου με το 106,6% του δηλωθέντος, αλλά τα νοικοκυριά με 10.000 ευρώ εισόδημα που δεν προέρχεται από μισθούς/συντάξεις φορολογήθηκαν βάσει ενός εικονικού εισοδήματος ίσου με το 240,1% εκείνου που είχαν δηλώσει. Πρακτικά αυτό σημαίνει πως ένας ελεύθερος επαγγελματίας με πραγματικά εισοδήματα 8.000 ευρώ κλήθηκε να πληρώσει φόρο που αντιστοιχεί σε εισόδημα 19.200 ευρώ. Το κερασάκι στην τούρτα είναι πως για τους ελεύθερους επαγγελματίες με εισοδήματα άνω των 20.000 ευρώ η επιβάρυνση ήταν μόλις 1,1%..

Αυτό είναι το κόστος της εικονικής προσπάθειας «πάταξης της φοροδιαφυγής» μέσω οριζόντιων τεκμηρίων. Εργαζόμενοι με μπλοκάκι, μικροί επιχειρηματίες με χαμηλά εισοδήματα πλήρωσαν φόρο βάσει ενός εικονικού εισοδήματος έως 140% υψηλότερο από το πραγματικό, στο όνομα της πάταξης της φοροδιαφυγής. Εάν «ξύσουμε» λίγο παραπάνω τα στοιχεία, θα βρούμε ο φόρος που πλήρωσαν οι φτωχοί μισθωτοί (εισόδημα έως 10.000 ευρώ) αντιστοιχούσε στο 0,8% του εισοδήματός τους ή περίπου 40 ευρώ/άτομο. Αντιθέτως, οι φτωχοί ελεύθεροι επαγγελματίες, λόγω των τεκμηρίων, πλήρωσαν φόρο ίσο με το 11% του εισοδήματός τους ή περίπου 104 ευρώ/άτομο. Εναλλακτικά, λόγω των τεκμηρίων, η επιπλέον επιβάρυνση του φοροφυγά περιορίστηκε σε 60 ευρώ/έτος. Όλα αυτά προκειμένου να εισπραχθούν πρόσθετα έσοδα 157 εκατ. ευρώ, δηλαδή λιγότερο από το 5% της εκτιμώμενης φοροδιαφυγής. Ακόμα και εάν μπορούσαμε να μετρήσουμε την αδικία, η συγκεκριμένη πόσο αξίζει; Η λογική των τεκμηρίων έπληξε δυσανάλογα εκείνους-ες με χαμηλό εισόδημα. Το ίδιο θα συμβεί και σε αυτό το φορολογικό νομοσχέδιο.

 

Άρα;

 

Ποιοι πρέπει να είναι οι άξονες της αναγκαίας φορολογικής μεταρρύθμισης; Το ερώτημα είναι εύλογο, αλλά αδύνατο να απαντηθεί σε λίγες αράδες. Σε κάθε περίπτωση, η αναδιάταξη των φορολογικών συντελεστών, η αναδιάρθρωση του φόρου ακίνητης περιουσίας, η φορολόγηση όλων των εισοδημάτων βάσει μιας ενιαίας φορολογικής κλίμακας, η ολοκλήρωση του περιουσιολογίου και του κτηματολογίου, η εφαρμογή πόθεν έσχες στην αγορά ακίνητης περιουσίας, η διασύνδεση των εισοδημάτων με το ύψος των εξυπηρετούμενων δανείων αποτελούν εκ των ων ουκ άνευ μαζί με πολλά αλλά.

Όμως, η αποδοχή της φοροδιαφυγής δεν προσφέρει καλές υπηρεσίες στην υπόθεσή μας. Δεν υπάρχει κανένας ηθικός λόγος που να δικαιολογεί μια ταμίας σε σούπερ μάρκετ να πληρώνει περισσότερο φόρο από οποιοδήποτε άλλο επαγγελματία με ακριβώς το ίδιο εισόδημα. Άσε που η φοροδιαφυγή αποτελεί για περισσότερους απ’ ό,τι πιστεύουμε μηχανισμό πλουτισμού και όχι επιβίωσης. Η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, η βελτίωση της υγείας και της εκπαίδευσης, η επιτάχυνση της δίκαιης πράσινης μετάβασης απαιτούν φορολογικά έσοδα. Ακόμα και τα δανεικά (βλ. ελλειμματικός προϋπολογισμός) απαιτούν φορολογικά έσοδα για να αποπληρωθούν. Το πρόβλημα δεν είναι οι φόροι, ποτέ δεν ήταν. Οι φιλιππικοί εναντίων των φόρων γενικώς, είναι λόγοι ακραία συντηρητικοί, νεοφιλελεύθεροι. Εκπαιδεύουν την κοινωνία στο «ό,τι φάμε ό,τι πιούμε». Το πρόβλημα είναι οι άδικοι φόροι. Για αυτό το φορολογικό νομοσχέδιο είναι τμήμα του προβλήματος και όχι της λύσης.

 

 

Σημειώσεις:

1. Artavanis A., Morse A. and Tsoutsoura M. (2015) Measuring Income Tax Evasion Using Bank Credit: Evidence from Greece, The Quarterly Journal of Economics, 131(2): 739–798.

 

 

 

Πίνακας 1: Φορολογούμενο εισόδημα ως ποσοστό του δηλωθέντος εισοδήματος.

 

Σύνολο φορολογούμενων          μ.ο. 2003-2010  μ.ο. 2011-2019  2022

10.000€                                         101,3%              133,7%             127,1%

10.000 - 20.000€                           100,4%              102,2%             100,9%

20.000€>                                       100,1%              100,3%             100,2%

ΣΥΝΟΛΟ                                       100,5%              108,6%             106,6%
 

Φορολογούμενοι που δεν έχουν εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες ή από συντάξεις

 

>10.000€                                        104,6%              245,7%             240,1%

10.000 - 20.000€                            101,7%              120,6%             110,2%

20.000€>                                        100,5%              101,2%             101,1%

ΣΥΝΟΛΟ                                        102,0%              149,6%             144,3%

 

 

Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Στατιστικών Δελτίων Φορολογικών Δεδομένων της ΑΑΔΕ ετών 2002-2020

 

Γιώργος Ιωαννίδης Ο Γ. Ιωαννίδης είναι οικονομολόγος. Εργάζεται στο Τμήμα Μελετών του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου και διδάσκει Οικονομικά της Εργασίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Περισσότερα Άρθρα
Πρόσφατα άρθρα ( Εργασία )
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2025 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet