Την περασμένη Δευτέρα το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς οργάνωσε μια εξαιρετική εκδήλωση, με θέμα τον αντιδιανοουμενισμό. Το έναυσμα δόθηκε από μια φράση του νέου προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Στέφανου Κασσελάκη, ο οποίος ενημέρωσε από το βήμα της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματός του, στις 11 Νοεμβρίου 2023, ότι δεν εγκρίνει τα μεγάλα κείμενα, την αξία των οποίων φρόντισε να υποβαθμίσει με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς («σάλτσες», «pummaro»). Εκών άκων, όμως, αναίρεσε κάποιες από τις δικές του διαβεβαιώσεις προς το ακροατήριό του.
Πρώτον, ότι σέβεται την ιστορία της Αριστεράς. Η ιστορία της Αριστεράς είναι συνυφασμένη με το διαφωτιστικό πρόταγμα, την επιστήμη και την τέχνη, απαραίτητη προϋπόθεση των οποίων είναι η συγγραφή. Οι αριστεροί άνθρωποι είχαν πάντα ως διακριτικό τους γνώρισμα την αγάπη για τα γράμματα, εξ ού και η αγανάκτηση των (ακρο)δεξιών για την «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς». Μπορεί κανείς να είναι αριστερός χωρίς να έχει μεγάλη σχέση με τα γράμματα, όπως ο Κασσελάκης. Δεν μπορεί όμως να θεωρηθεί αριστερός, όταν απαξιώνει τους ανθρώπους που έχουν μεγάλη σχέση με τα γράμματα.
Δεύτερον, ότι σέβεται τις δημοκρατικές λειτουργίες (που τον ανέδειξαν). Η συλλογική λειτουργία απαιτεί την ανταλλαγή απόψεων για όλα τα θέματα με σοβαρό και τεκμηριωμένο τρόπο. Οι κριτικές και οι προτάσεις πρέπει να διατυπώνονται αναλυτικά και με σαφήνεια, ώστε να μπορούν να γίνουν κατανοητές και να μπορούν να πείσουν. Η κριτική στα μεγάλα κείμενα προδίδει άγνοια της λειτουργίας τους ή πρόθεση να απομειωθεί η συλλογική λειτουργία, ο δημοκρατικός διάλογος και η σοβαρή πραγμάτευση των πολιτικών ζητημάτων που αυτά υποστηρίζουν.
Τρίτον, ότι έχει εξαιρετικές ικανότητες. Η αδυναμία να καταλάβει κανείς τα μεγάλα κείμενα δεν είναι δείγμα ούτε μόρφωσης ούτε ευφυΐας, είναι απλώς απόδειξη ότι έχει μεγαλώσει με τηλεόραση και social media (ή ότι συναντάει πολλές άγνωστες λέξεις μαζεμένες). Η αδυναμία χρήσης του λόγου μπορεί να είναι μεγάλο μειονέκτημα, όταν επιχειρείς να πείσεις διαφορετικά ακροατήρια με διαφορετικές απαιτήσεις για δύσκολα και αμφιλεγόμενα ζητήματα, καθώς και να συναρθρώσεις διαφορετικά αιτήματα. Αν δε η αποστροφή στα μεγάλα κείμενα συνοδεύεται από αποστροφή στις πολύωρες πολιτικές διαδικασίες, την επιχειρηματολογία, τις απαντήσεις σε εύλογες ερωτήσεις ή κριτικές, τότε σημαίνει ότι οι διαφημιζόμενες ικανότητες αντιστοιχούν απλώς σε φαντασιώσεις μεγαλείου.
Μνησικακία, αντιελιτισμός, αντιδιανοουμενισμός
Ο Αλέξις ντε Τοκβίλ έλεγε ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα ότι το κύριο συναίσθημα στις δημοκρατίες είναι η μνησικακία, αφού οι άνθρωποι είναι πολιτικά ίσοι, αλλά άνισοι στο επίπεδο της οικονομίας και της ιδεολογίας. Οι αριστεροί από το 19ο αιώνα ζητούσαν να εφαρμοστεί το μαρξικό «από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του». Αυτό φυσικά ανέκαθεν εξόργιζε τους δεξιούς ανθρώπους, οι οποίοι διόλου δεν συμφωνούσαν με το να δουλεύουν κάποιοι/ες περισσότερο από κάποιους άλλους/ες, αλλά στο τέλος να απολαμβάνουν οι πάντες το ίδιο επίπεδο ευημερίας. Ομοίως, οι δεξιοί άνθρωποι αρέσκονται περισσότερο από τους μη δεξιούς να λένε «η γνώμη σου και η γνώμη μου», λες και δεν υπάρχουν κριτήρια εγκυρότητας, λογικής και επιστημονικής. Αυτό φυσικά ανέκαθεν εξόργιζε τους αριστερούς ανθρώπους που σέβονται τον πνευματικό κόπο που προϋποθέτει η ανάδειξη στο επίπεδο της ιδεολογίας και της τέχνης (ο σεβασμός στις θετικές επιστήμες θεωρώ πως είναι κοινός, όχι όμως και στις κοινωνικές).
Από τα παραπάνω προκύπτει, θεωρώ, πως ο αντιδιανοουμενισμός είναι το είδος και ο αντιελιτισμός είναι το γένος. Ο αντιδιανοουμενισμός, βέβαια, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει κίνδυνο για τις δημοκρατίες μας, αν δεν προερχόταν ταυτόχρονα και από τα κάτω και από τα πάνω. Πιο πάνω περιέγραψα το κοινωνικό υπόστρωμα του αντιδιανοουμενισμού ως αντιελιτισμού που συνδέεται ευθέως με το «δημοκρατικό» αίτημα για άνευ όρων ισότητα/ισοτιμία. Όμως, για να αποτελέσει ένα διάχυτο συναίσθημα συγκροτημένο ρεύμα ή πολιτική δύναμη πρέπει να γίνει αντικείμενο επεξεργασίας από πολιτικούς δρώντες που σκοπό έχουν να πλήξουν την κριτική και την αμφισβήτηση που προέρχεται από τους διανοουμένους ή να προωθήσουν μια πιο ομογενοποιημένη εκδοχή της κοινωνίας, την οποία η κριτική των διανοουμένων αμφισβητεί εμφατικά, ή να στρέψουν την προσοχή των πολιτών μακριά από τις πραγματικές πηγές δυστυχίας τους, στιγματίζοντας το πιο ανίσχυρο κομμάτι των ελίτ (την πνευματική ελίτ), προκειμένου να εκτονωθεί το μένος κατά των ελίτ.
Διόλου τυχαία, επομένως, ο αντιδιανοουμενισμός υπήρξε ένα αγαπημένο μέσο πολιτικών ή οικονομικών ελίτ, που σκοπό είχαν να προστατευθούν από την κριτική και την αμφισβήτηση, στρέφοντας το μένος ενός μέρους της κοινωνίας (συνήθως των δεξιών) μακριά από τις ίδιες. Το σύνηθες αποτέλεσμα ήταν να λείψουν τα «βαρίδια» που δεν επέτρεπαν την απογείωση της ασυδοσίας των πολιτικών και/ή οικονομικών ελίτ. Με λίγα λόγια, ο αντιδιανοουμενισμός ήταν πάντοτε η συνάντηση των φιλοδοξιών των ηγετών που το έπαιζαν «παιδιά του λαού» με όσους/ες μισούσαν όσους υπερείχαν σε ιδεολογικό/πολιτιστικό επίπεδο. Πάντα, όμως, αυτό απαιτούσε τη συνδρομή ενός κομματιού της ελίτ της κουλτούρας και της διανόησης που ευθυγραμμιζόταν με τις πολιτικο-οικονομικές ελίτ, το οποίο κατήγγειλε το υπόλοιπο κομμάτι της ελίτ της κουλτούρας και της διανόησης για «θολοκουλτούρα» και/ή «ιδεολογική τρομοκρατία ή παρακμή».
Υστερόγραφο
Λέγοντας όλα αυτά δεν θέλω να αμφισβητήσω ότι κάποιες φορές «το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν» ή ότι τα λόγια πρέπει να ακολουθούνται από πράξεις, αλλά ότι είναι αναποτελεσματικό και επικίνδυνο να προσαρμόζουμε τις δημοκρατικές διαδικασίες και τους θεσμούς στον μικρότερο κοινό παρονομαστή, στις ανάγκες ενός ομογενή που δεν ξέρει καλά ελληνικά, ενός απολίτικου που δεν κατανοεί την ανάγκη των πολιτικών αναλύσεων και νιώθει άβολα κάθε φορά που κουβεντιάζει με πολιτικά πιο ενήμερους ή πιο μορφωμένους ή πιο ικανούς από αυτόν ανθρώπους.