Ζούμε σε ένα διαρκές άγχος, μια πίεση, ένα βάρος. Με διαλείμματα∙ όταν ξεχνιόμαστε σε μια ωραία κουβέντα, σε μια αστεία στιγμή, σε μια ανάμνηση που έχει γιγαντωθεί. Όχι για να μας χωρέσει, παρά για να κρατήσει αυτό που είμαστε -ή που θέλουμε να είμαστε- ζωντανό. Το να έχεις ζήσει μια εξέγερση είναι μια τέτοια στιγμή, που ταυτόχρονα είναι και φορτίο.
Το 2008 ήμουν 23 χρονών και έμενα πολύ κοντά στην πλατεία Εξαρχείων. Ήταν συνηθισμένο να με παίρνουν τηλέφωνο φίλες και σύντροφοι να με ρωτήσουν αν ισχύει κάποια είδηση που κυκλοφορούσε για τα Εξάρχεια. Έτσι, εκείνο το βράδυ, ετοιμαζόμουν να πάω στο πάρτι του Νικόλα, όταν άρχισε να χτυπάει το τηλέφωνό μου λίγο μετά την πρώτη δημοσίευση στο indymedia (9:18μμ), που έκανε λόγο για τον σοβαρό τραυματισμό παιδιού από σφαίρα μπάτσου, νομίζω μου πήρε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσω πως δεν ήταν μία ακόμη φήμη που σύντομα θα κατέληγε στα «κρυμμένα».
Τι ήταν πιο σημαντικό στα επόμενα δευτερόλεπτα; Να μαζευτούν τα αρμόδια όργανα να βγάλουν καλέσματα για διαδηλώσεις ή ο σύντροφός σου που κατέρρεε επειδή είδε τον φίλο του να πυροβολείται και ήταν γεμάτος οργή; Το να κατέβεις στον δρόμο ήταν η πρώτη, η αυθόρμητη κίνηση. Και μέσα εκεί να ψάξεις τις επόμενες.
Ο Δεκέμβρης αποτέλεσε μια από τις εμβληματικές στιγμές, όπου η σύγκρουση δύο κόσμων στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας έγινε τόσο εμφανής. Σύγκρουση που αργότερα θα τρόμαζε περισσότερες και περισσότερους από όσους τρόμαξε κατά τη διάρκεια της εξέγερσης. Σύγκρουση που ήταν σαφές πως ενυπήρχε ακόμα και εντός των ίδιων ανθρώπων.
Ίσως ήταν η πρώτη τόσο μεγάλης κλίμακας έκρηξη επινοητικότητας, αυτοοργάνωσης, αυθόρμητων πρωτοβουλιών των τελευταίων δεκαετιών στην Ελλάδα. Τέτοια που, σε μεγάλο βαθμό, έκανε τις οργανωμένες δυνάμεις είτε να παρακολουθούν με δέος, μην μπορώντας να συλλάβουν ότι η συμμετοχή μπορούσε να υφίσταται με άλλο τρόπο πέραν των διαδηλώσεων, είτε τις οχύρωσε πίσω από το κόμμα - φρούριο που, εύτακτα, θα φρόντιζε η διαμαρτυρία να γίνεται με σύνεση, με σχέδιο και αιτήματα για να μην ταράσσεται η μικροαστική ηρεμία και η πολιτική ρουτίνα.
Ίσως μας έδειξε εμφατικά πως οι οργανώσεις με τον τρόπο που λειτουργούσαν -και λειτουργούν, αν λειτουργούν- περισσότερο έπνιγαν την αγωνιστική επινοητικότητα, παρά την απελευθέρωναν.
Ίσως το Κίνημα των Πλατειών, που ακολούθησε έπειτα από τρία χρόνια, να προσπάθησε έτσι ώστε να εκφραστεί ακόμα πιο ρητά το αίτημα για δημοκρατία και δικαιοσύνη και να πειραματίστηκε σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα σε δομές πολιτικής συμμετοχής, ανοίγοντας περαιτέρω ερωτήματα για την κρίση εκπροσώπησης και τα κενά (και) των αριστερών δυνάμεων.
Ήταν άραγε μια ξεχωριστή περίοδος, που άνοιξε πρώιμα με την εξέγερση του Δεκέμβρη, βρήκε τον επόμενο σταθμό στις Πλατείες, συνέχισε με τους μεγάλους αγώνες ενάντια στα μνημόνια και τελικά κατέληξε στην ενσωμάτωση στο αστικό πολιτικό παιχνίδι, μέσα από την εναπόθεση όλων των ελπίδων και των πράξεων στις εκλογές και τον ΣΥΡΙΖΑ; Ήταν το άνοιγμα της αυλαίας μιας έντονης περιόδου αγώνων που φαίνεται να έκλεισε, τουλάχιστον σε αυτήν την κλίμακα, με τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015, σκεπάζοντας με ένα πέπλο ρεαλισμού και ένα βαρύ πάπλωμα ματαιότητας κάθε προσπάθεια δικαιοσύνης και αλλαγής; Ή μήπως η ίδια η προσπάθεια να αποδοθούν εκ των υστέρων «ορθολογικές» εξηγήσεις και αλληλουχίες σε κάτι που μας ξεπέρασε, είναι ακόμα ένας τρόπος να αποφύγουμε την αναμέτρηση με τα πραγματικά ερωτήματα του Δεκέμβρη;
Ένας κίνδυνος για τα μεγάλα γεγονότα, όπως οι εξεγέρσεις, είναι ότι συχνά μπορεί να καθηλώσουν εντός τους τις δυνάμεις που τα έζησαν ή να κάνουν τις επερχόμενες γενιές να νιώθουν μικρές μπροστά τους. Στερώντας τους, έτσι, τη δυνατότητα να φωτίζουν το σήμερα. Με αυτήν την έννοια, μετατρέπονται σε ασφαλείς ζώνες, σε καταφύγια απόδρασης από την αναμέτρηση εδώ και τώρα. Μορφοποιούνται σε «οδηγίες χρήσης» που το περισσότερο που κάνουν είναι να φετιχοποιούν τη φόρμα, τα μοτίβα. Ή ακόμα χειρότερα. Σε μια ακόμα δικαίωση που μετουσιώνεται σε ένα ακόμα βάρος για τις δυνάμεις που παραμένουν στην πρώτη γραμμή, καθώς δεν ξεσηκώνονται για τους νεκρούς του σήμερα, λες και οι εξεγέρσεις προκύπτουν ως τέτοιες, ευθείες αναλογίες. Ή, πιο ανώδυνα, προκύπτουν σημειακά, ως ένα ακόμα μπούλετ ένδοξου αγωνιστικού παρελθόντος αυτών που σήμερα έχουν ωριμάσει, αλλά ορίστε, κάποτε ήταν αλλιώς. Βέβαια τότε ήταν νέες και νέοι.
Ευτυχώς οι εξεγέρσεις δεν γίνονται με remake, κατόπιν απόφασης των οργάνων. Kάθε τέτοια διαδοχή στιγμών έχει τη δική της μοναδικότητα, παρόλο που ερμηνεύεται εκ των υστέρων. Ίσως η επόμενη μεγάλη στιγμή να προϋποθέτει την υπέρβαση των δικών μας βεβαιοτήτων. Και αυτή η υπέρβαση συνήθως δεν ζητάει την άδεια κανενός και καμίας.
Το 2023, 38 χρονών πια, μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα και 15 χρόνια μακριά, ακόμα συζητάμε τα ερωτήματα που δεν έχουν κλείσει. Ευτυχώς όμως δεν περιμένει κανείς τις δικές μου απαντήσεις. Και, μάλλον, ούτε τις επετειακές ανακοινώσεις που θα κάνουν το καθήκον τους και ύστερα θα γυρίσουν στη ρουτίνα του business as usual.