Φωτογραφία από την παράσταση «Τόσο όμορφα» που παίχτηκε το 2004 στο Αμόρε, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά.
Εδώ και κάποιες μέρες και μετά την απονομή του φετινού βραβείου Νομπέλ σε αυτόν, ο Γιον Φόσε μπορεί πια να λάβει τον τίτλο ενός ακόμη αναγνωρισμένου ερευνητή της σκοτεινής ύλης του δυτικού πνεύματος. Η μορφή του τέθηκε πλέον στην Ιστορία, δίπλα -και στη συνέχεια- δημιουργών που κι αυτοί παρέδωσαν λέξεις σε βιβλία μόνο για να αναδείξουν την αδυναμία αυτών των λέξεων να εκφράσουν το σύνολο της ανθρώπινης εμπειρίας. «Ό,τι μπορεί γενικά να ειπωθεί, μπορεί να ειπωθεί με σαφήνεια -και για όσα δε μπορεί να μιλάει κανείς, για αυτά πρέπει να σωπαίνει», αφήνει κάποτε σαν παρακαταθήκη πίσω του ο Βιτγκενστάιν. Κι αν αυτό ανησυχεί ίσως τους διαλεκτικούς, αφήνει άφθονο χώρο σε εκείνους που στρέφονται σε ό,τι απομένει για -και ως ένα βαθμό επιβάλλεται κιόλας- να «δειχθεί». Τι μας μένει τελικά; Ένας λόγος που σωπαίνει. Και πιο πέρα, μια σιωπή που δείχνει το σκοτεινό και ανείπωτο. Από αυτό ακριβώς το «πέρα», ξεκινάει και το θεατρικό έργο του νορβηγού συγγραφέα.
Η ειρωνεία είναι βέβαια πως χρειάζονται παρά πολλές λέξεις για να φτάσεις εδώ… Σαράντα περίπου θεατρικά έργα –τα περισσότερα αμετάφραστα στα ελληνικά–, πλήθος μυθιστορήματα, ένα σωρό δοκίμια για τη γλώσσα και για τη γραφή και –ασφαλώς μια που καταδυόμαστε στις λέξεις– μπόλικα βιβλία για παιδιά… Ένα ύψωμα με λέξεις που ξεκινά από τις ρίζες της πρώτης επαφής μας με τον κόσμο και ψηλώνει ολοένα -σκέφτομαι ας πούμε την Επταλογία του- μέχρι τα όριά του. Κι έπειτα αφήνεται σε ένα ταξίδι που το θέατρο μόνο προσφέρει.
Εκμυστηρεύεται κάπου ο Φόσε πως εκείνο που τον παρακίνησε στο θέατρο ήταν η δυνατότητα της σκηνής να δείξει τον θεατή της σε μια κατάσταση που δύσκολα θα μπορούσε να σημανθεί αλλιώς. Πράγματι, στο νου έχουμε συνήθως το θέατρο σαν μια πηγή εντυπώσεων, σαν ένα κουτί παραγωγής νοήματος που εκπέμπει για δύο περίπου ώρες προς το κοινό. Συμβαίνει και αυτό, αλλά όχι με το αληθινό θέατρο. Το θέατρο όταν συμβαίνει αληθινά, κάνει το ακριβώς αντίθετο: Παίρνει τον θεατή από το χέρι και τον μεταφέρει στο κέντρο μιας πυρηνικής πραγματικότητας («μυθικής» είναι η άλλη λέξη γι’ αυτήν), στην οποία μπορεί να αισθανθεί εντυπώσεις και αισθήματα πρωτογενώς, στην πηγή τους.
Συνομιλία με το τραγικό σε εποχή βαθιά αντι-τραγική
Υπάρχουν τέτοια αισθήματα στο θεατρικό έργο του Φόσε, όχι πολλά η αλήθεια είναι, μα εξόχως πυρηνικά: Ο φόβος της εγκατάλειψης, ένα από αυτά. Η αμηχανία της ντροπής, ένα άλλο. Υπάρχει η απόγνωση της μοναξιάς σε όλα σχεδόν τα έργα του, όπως υπάρχει και η ζεστασιά κάποιας ξεμακρυσμένης αγάπης ή το ρίγος από μια Χάριν χαμένη. Αισθήματα βαθιά, που πιθανόν δεν νιώθουμε στις καταστάσεις του καθημερινού βίου, μα μέσω αυτών των καταστάσεων ίσως κάποτε ανακαλούμε...
Από αυτή την άποψη το θεατρικό έργο του Φόσε εντάσσεται, πιστεύω, στη χορεία των κειμένων που συνομιλούν με το τραγικό σε μια εποχή βαθιά αντι-τραγική. Σε μια εποχή ριζικά αποξενωμένη από τον μύθο και τη γλώσσα που άλλοτε λειτουργούσαν σαν φορείς του τραγικού.
Ας μην γελιόμαστε. Κανείς δεν μπορεί να είναι αληθινά μεγάλος στο αληθινό θέατρο χωρίς να φτάσει εδώ, στο «πέρα», στο τραγικό, έστω και από χίλιους δρόμους. Στον Φόσε, αυτό το τραγικό φανερώνεται από τον δρόμο της δικής του πατρίδας. Όπως είναι επόμενο, η καταγωγή τον συνδέει ευθέως με τον Ίψεν, έστω παραλείποντας ενδιάμεσους Νορβηγούς που έσκαψαν το τούνελ της μεταξύ τους συνάντησης μέσα στις δεκαετίες. Φυσικά, αν υπάρχει αληθινά αυτή η σχέση μεταξύ των δύο, αυτή συνδέει τον Φόσε με τον Ίψεν της ωριμότητας, τον Αρχιμάστορα και τον Εγερθέντα ανάμεσα στους Νεκρούς, στο γέρμα της συγγραφικής πορείας του δασκάλου, όταν κι εκείνος θα αφήσει πίσω του τα ορατά της όποιας πραγματικότητας για να ψηλαφήσει με το θέατρο τα αόρατα μιας ποίησης ικανής να συμπληρώσει τον κόσμο με εικόνες, σύμβολα και σιωπές.
Η καθοριστική αφετήρια
Οι κριτικοί έχουν εντοπίσει στον Φόσε κι άλλες οφειλόμενες χρεώσεις στο θέατρο του παραλόγου, στον Μπέκετ και Πίντερ – κυρίως ως προς το κλίμα της απειλής ή μετεωρισμού που διαπερνά και τα δικά του έργα. Θα πρόσθετα από κοντά και τους δεσμούς που παραδοσιακά το νορβηγικό θέατρο διατηρεί με το πνεύμα του παλιού και σύγχρονου γερμανικού εξπρεσιονισμού – υπάρχουν ας πούμε έργα του Κρετς που μοιάζουν να βρίσκονται κοντά στο ύφος και την «ατμόσφαιρα» με εκείνα του Φόσε.
Όπως και νά ’χει, αυτόν τον παλιό δρόμο ακολουθεί ο Φόσε. Και μάλιστα τον ακολουθεί μέχρι τέλους. Από εκεί και πέρα, πιστεύει, στέκεται ο Άνθρωπος. Ο τραγικός και μόνος.
Δεν υπάρχει βέβαια κάποιος κανόνας γι’ αυτό, μα η μέχρι τώρα ιστορία έχει δείξει πως η πορεία που θα διαγράψει ένας σημαντικός συγγραφέας στο θέατρο μας καθορίζεται ήδη τις περισσότερες φορές από την αφετηρία του. Από τον Τενεσί Ουίλιαμς και τις «παραισθητικές μορφές» του Κουν, μέχρι τον σχετικά πρόσφατο καγχασμό της Σάρα Κέιν στο βλέμμα του Βογιατζή, οι πρώτες εμφανίσεις ήταν πάντοτε και οι πλέον κρίσιμες. Αυτές είναι άλλωστε που θα παρακινήσουν άλλους να ακολουθήσουν, να σκάψουν βαθύτερα, να δημιουργήσουν μια σύντομη αλλά ισχυρή «τάση» γύρω από το έργο του. Χωρίς αμφιβολία για τον Φόσε ο πλέον καθοριστικός συντελεστής υπήρξε για εμάς ο Γιάννης Χουβαρδάς. Σε αυτόν οφείλεται ο Φόσε που πρωτο-είδαμε το 2004 στο «Αμόρε», ο Φόσε δηλαδή του κειμένου και της μετάφρασης που μεταγγίστηκε σε λαλιά, σώμα, στάση, και –τελικά– στη δική μας αίσθηση των πραγμάτων. Από εκεί μπορούμε να προσθέσουμε μια σειρά από σημαντικές προτάσεις και από διάφορους σημαντικούς έλληνες σκηνοθέτες ή ηθοποιούς.
Η μυστική γλώσσα της σιωπής και του χαδιού
Κάποιες φορές διαισθάνεται κανείς πως κάτω από την επιφάνεια των χιλιάδων μιλίων απόστασης ανοίγονται υπόγειοι διάδρομοι που φέρνουν πομπό και δέκτη σε ευθεία άμεσης επαφής. Πόσα μας χωρίζουν από την Νορβηγία του Φόσε, από τη γλώσσα και την κουλτούρα της! Κι όμως να που στο θέατρο μας είμαστε ικανοί να αφουγκραστούμε τη σιωπή του, καλύτερα ίσως από πολλούς άλλους, από εμάς «εγγύτερους». Ίσως γιατί για πολλούς άλλους λόγους παραμένουμε ευαίσθητοι δέκτες του τραγικού φορτίου της σιωπής του.
Μα τα παραπάνω φανερώνουν μαζί και κάτι άλλο: Πως το θέατρο του Φόσε εκτιμήθηκε, αξιοποιήθηκε και τελικά συναντήθηκε με τους καλλιτέχνες πρωτίστως της σκηνής μας. Όχι απαραίτητα με τους διανοητές της. Γιατί για να είμαστε ειλικρινείς η επικοινωνία του με την κριτική υπήρξε εξαρχής μάλλον αμφίθυμη. Η δευτερογενής μεταξύ τους σχέση εμπεριείχε ασφαλώς τα στοιχεία της αναγνώρισης της αξίας του συγγραφέα, μα δεν έπαψε να αντιστέκεται στην πολύβουη σιωπή του, στην επιτηδευμένη του ασάφεια, στην έλλειψη φανερών στόχων ή ακόμα στην αντιστροφή της δραματουργικής ευθύνης και τη μεταφορά της από εκείνον στον θεατή που τον βλέπει…
Πολύ πιο ευήκοοι και πρόσφοροι δέκτες του θεάτρου του υπήρξαν εκείνοι που πλησίασαν τον κόσμο του Φόσε όχι με τα αυτιά ή με τα μάτια, αλλά με το «δέρμα». Αισθανόμενοι άλλοτε τις ριπές του ανέμου από την άβυσσο που το διαπερνούν, κι άλλοτε το ρίγος από κάποιο χάδι που έχουμε ή που λείπει. Σε αυτήν τη μυστική γλώσσα, όπως είπαμε, το θέατρο του Φόσε επικοινωνεί μαζί μας. Με τη σιωπή και το χάδι του.