Δημήτρης Πλάντζος «Αρχαιοπολιτική», Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2023
Σοφία Ματθαίου - Αθηνά Χατζηδημητρίου «Οι αρχαιότητες στα χρόνια της Επανάστασης», Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών / Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2022
Αρχαιοπολιτικές –στον πληθυντικό– για να περιγραφούν δύο διαφορετικές διαδικασίες, οι οποίες βέβαια συγκλίνουν: πολιτική επί των αρχαίων καταλοίπων και πολιτική μέσω της αρχαιότητας. Η συγκυρία αποδεικνύεται ευτυχής: η ιστορικός Σοφία Ματθαίου μαζί με την αρχαιολόγο Αθηνά Χατζηδημητρίου μελέτησαν τις τύχες των υλικών καταλοίπων κατά τη διάρκεια του Αγώνα, ενώ ο αρχαιολόγος Δημήτρης Πλάντζος δημιουργικά προτείνει τη σύναψη ενός (υφιστάμενου) αρχαιολογικού τρόπου σκέπτεσθαι και πράττειν με πτυχές της βιοπολιτικής. Αν και το χάσμα ανάμεσα στο 1821 και το παρόν φαίνεται αβυσσαλέο, οι δύο παραπάνω μελέτες, στη χιαστί ανάγνωσή τους, επιτρέπουν να αντιληφθούμε τη σταδιακή μορφοποίηση αντιλήψεων και πρακτικών. Αρχαιότητα και πολιτική, λοιπόν.
Στην (εξαιρετικά τεκμηριωμένη) ιστορική μελέτη τους οι Ματθαίου - Χατζηδημητρίου συμπράττουν, προκειμένου να ερευνήσουν δύο διαφορετικά μα συμπληρωματικά πεδία: αφενός τη μέριμνα για τα υλικά κατάλοιπα ως στοιχείο δομικό της συγκρότησης του ελληνικού κράτους, αφετέρου την τύχη των αρχαιοτήτων κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Μέσω της ανάσυρσης πληθώρας στοιχείων –άλλοτε μικροϊστοριών και ψηφίδων και άλλοτε ολόκληρων σειρών ιστορικής ύλης– οι μελετήτριες σκιαγραφούν εν πρώτοις δύο αντίρροπες δυνάμεις: από τη μία πλευρά, τις προσπάθειες των επαναστατικών (μέχρι και τα καποδιστριακά χρόνια κυρίως) κυβερνήσεων για τη φροντίδα των υλικών καταλοίπων και, από την άλλη, τη δραστηριότητα ξένων αξιωματούχων κ.ά. που επιχείρησαν την αφαίρεση καταλοίπων και τη μεταφορά τους εκτός Ελλάδας.
Η κύρια ερμηνευτική γραμμή στο πρώτο μέρος της μελέτης αφορά τη σταδιακή παγίωση της αντίληψης περί εθνικών δικαιωμάτων επί των καταλοίπων: από τις πρώιμες επισημάνσεις του Κοραή για τη διαφύλαξη των αρχαιοτήτων (1801) στους ποικίλους λόγους περί προστασίας, προβολής και παιδαγωγικής λειτουργίας με τη δημιουργία μουσείων και στη νομοθεσία περί μη εξαγωγής αρχαιοτήτων μέχρι τον πρώτο αρχαιολογικό νόμο (1834), είναι εμφανές ότι παγιώνεται η αντίληψη πως τα αρχαία υλικά κατάλοιπα αποτελούν εθνική ιδιοκτησία. Είναι σημαντική αυτή η επισήμανση για την ιστορία των ιδεών, ωστόσο εν προκειμένω έχουμε να κάνουμε με κάτι παραπάνω: οι αρχαιότητες χρησίμευσαν πολλές φορές αφενός ως μοχλός πίεσης προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, αγγίζοντας (ή εκμεταλλευόμενες) τις ευαίσθητες φιλελληνικές τους χορδές, αφετέρου η πρόνοια για τα υλικά κατάλοιπα ήταν μία από τις προϋποθέσεις της αναγνώρισης του κράτους από τη διεθνή κοινότητα – διπλωματία και πολιτική, εν ολίγοις, με κέντρο τις αρχαιότητες, προκειμένου να αποκτήσει υπόσταση το κράτος· χωρική υπόσταση πρωτίστως, αφού «εκ της ιστορίας, εκ των σωζομένων εισέτι μνημείων της αρχαιότητος και εκ της γνώμης περιηγητών και γεωγράφων» θα διαμορφωθούν τα πρώτα σύνορα.
Στο δεύτερο μέρος, το οποίο οργανώνεται γεωγραφικά, παρακολουθούμε τη δράση ευγενών, περιηγητών και αξιωματούχων στα νησιά του Αιγαίου και του Αργοσαρωνικού, την Αττική και την Πελοπόννησο. Κύριος στόχος αυτού του μέρους είναι να ανασυσταθούν οι διαδρομές που ακολούθησαν οι «ξενιτεμένες» αρχαιότητες, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει η πτυχή της εντοπιότητας: οι τοπικές ηγεσίες άλλοτε λειτούργησαν ως εμπόδιο στην εξαγωγή αρχαιοτήτων και άλλοτε τη διευκόλυναν – τα πάθη στην ιστορία είναι πολλά και κυρίως ανθρώπινα.
Με πρόσχημα μια εκ των προτέρων αγάπη
Στη δική του (ευσύνοπτη μα με στοχαστικό βάθος) μελέτη ο Πλάντζος διευρύνει την αρχαιοπολιτική, προκειμένου αυτή να σημάνει τη «χρήση ενός “αρχαιολογικού” τρόπου σκέψης και δράσης, με πρόσχημα μια εκ των προτέρων αγάπη, αν όχι λατρεία, για το κλασικό παρελθόν, έτσι ώστε να ελέγξει κανείς το παρόν· ώστε να οργανώσει κανείς, βιοπολιτικά, άτομα, ομάδες και συσσωματώσεις» (σ. 11). Μέσω ποικίλων παραδειγμάτων του παρόντος μας (Αμφίπολη, σκίτσα για το προσφυγικό, μνημεία πεσόντων και αγνώστων στρατιωτών, Ελληνική Εταιρεία Προγεννητικής Αγωγής κ.ά.) όσο και του παρελθόντος (φωτογραφίες παρελάσεων Ελλήνων στην Αμερική των αρχών του εικοστού αιώνα, καρτ-ποστάλ του 1930, τραγουδιών κοντά στα χρόνια της Χούντας) ο μελετητής παρακολουθεί τους τρόπους με τους οποίους η αρχαιότητα (τα κατάλοιπα και οι πεποιθήσεις για αυτήν) νοηματοδοτεί, διαμορφώνει και εν τέλει ελέγχει το παρόν μεγάλων ομάδων του πληθυσμού.
Αν κύριο επιχείρημα του Πλάντζου είναι η στενή σύνδεση στον δημόσιο λόγο του ενδιαφέροντος για το παρελθόν και η εργαλειοποίησή του, ώστε να αποτελέσει ρυθμιστή του βίου των υποκειμένων εντός χώρου και χρόνου, δηλαδή η ανάδειξη της βιορυθμιστικής πτυχής του, ευθέως συναπτόμενης τόσο με τη βιοπολιτική όσο και με τη θανατοπολιτική (αρχαιότητα - ζην / θνήσκειν), έχει σημασία ότι πεδίο εφαρμογής είναι το σώμα και όχι κάποια αφηρημένη δομή. Οι επισημάνσεις του Πλάντζου για τα «αρχαιο-σώματα», το «αρχαιοπολιτικό ήθος» και την «αρχαιοπολιτική αγωγή» σκιαγραφούν τους βασικούς τρόπους μέσω των οποίων κάποια σώματα εθνικοποιούνται ενώ κάποια άλλα απο-εθνικοποιούνται· ότι η αναβίωση της κλασικής κληρονομιάς, ενσώματη και επιτελεστική, γνωρίζει πολλές ατραπούς διάχυσης· ότι το αρχαιοπολιτικό αφήγημα δεν είναι μια ευγενής, αθώα και ουδέτερη σύγχρονη μορφή αρχαιοφιλίας. Μείζον σημείο εστίασης του Πλάντζου είναι ότι αυτό το αρχαιοφιλικό καθεστώς αλήθειας ταξινομεί, ιεραρχεί και εν τέλει αποκλείει σώματα – εν ολίγοις, ότι το αρχαιοπολιτικό αφήγημα έχει ευγονικές διαστάσεις. Αυτές τις διαστάσεις μάλιστα ο Πλάντζος εντοπίζει όχι μόνο στο πεδίο της καθημερινότητας αλλά και της σύγχρονής μας επιστημονικής έρευνας, φέρνοντας ως παράδειγμα τον κλάδο της αρχαιογενετικής – εν προκειμένω, τα περί «ελληνικού DNA», πηχυαίος τίτλος πολλών ειδήσεων που αφορούν αρχαιολογικές ανακαλύψεις, συναρτώνται με μια εθνικιστική αρχαιολογία μέσω της οποίας εξυπηρετούνται σύγχρονες πολιτικές ατζέντες. Έτσι, υπάρχουν αρχαιολογίες που υπαγορεύουν διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε όσα το έθνος οφείλει να μνημονεύει και σε όσα πρέπει να ξεχνά – αρχαιολογίες της λήθης, όπως τις ονομάζει ο Πλάντζος.
Θα είχε νομίζω ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε τη γενεαλογία όσων ο Πλάντζος αναπτύσσει, η οποία ξεκινά με εκείνα που εκθέτουν οι Ματθαίου - Χατζηδημητρίου. Στη μελέτη των τελευταίων η αρχαιοπολιτική, υπό την έννοια της θεσμικής οργάνωσης, γνωρίζει την αρχή της: η πολιτική επί των αρχαίων καταλοίπων αποτέλεσε ρυθμιστικό παράγοντα δημιουργίας του κράτους. Το μεσοδιάστημα, ο αρχαιόπληκτος δέκατος ένατος αιώνας, διαμόρφωσε κατ’ ουσίαν ένα αρχαιοπολιτικό ήθος, το οποίο ο εικοστός αιώνας επεξέτεινε και ανανοηματοδότησε, οργανώνοντας πολιτικές μέσω της αρχαιότητας.
Είμαστε κληρονόμοι αυτών των μακρών και σύνθετων διαδικασιών, υποκείμενα που πολλές φορές σκεπτόμαστε και πράττουμε με δοσμένα σχήματα, τρόπους και χειρονομίες. Αλλά νά η ωφέλεια εκείνων των βιβλίων που ιστορικοποιούν το παρόν μας: επιτρέπουν την κατανόησή του και παρέχουν συνάμα την ύλη της αναδιάταξής του.