Natasha Brown «Συνάντηση», μετάφραση: Βαγγέλης Τσίρμπας, εκδόσεις Gutenberg, 2023
«Άκου. Εγώ ζω πέντε χρόνια εδώ. Η γυναίκα μου έφτασε οχτώ. Δουλεύουμε, πληρώνουμε φόρους. Υποστηρίζουμε την Αγγλία στο Μουντιάλ! Έτσι, όταν η κυβέρνηση μας ζήτησε να εγγραφούμε, να κατεβάσουμε αυτή την εφαρμογή, και να πληρώσουμε για να εγγραφούμε, μας έτσουξε. Αυτό είναι το σπίτι μας. Νιώσαμε ανεπιθύμητοι. Σαν να σου λέγανε εσένα: γύρνα στην Αφρική. Φαντάσου να σου λέγανε: “Όχι, όχι δεν είσαι αληθινή Βρετανίδα, γύρνα πίσω στην Αφρική”».
Η αφηγήτρια είναι τζαμαϊκανή στην καταγωγή, με εργατικό υπόβαθρο, όπως και η συγγραφέας, και απευθύνεται σε μια αφρικανή μετανάστρια στο Λονδίνο. Η πρώτη νουβέλα της Νατάσα Μπράουν μιλάει έξω από τα δόντια για ζωτικά κοινωνικοπολιτικά ζητήματα που αφορούν τη «μαύρη διασπορά» (Πολ Γκιλρόι) στη Μεγάλη Βρετανία: την τοξική αρρενωπότητα, τη ρηχότητα των προγραμμάτων επιμόρφωσης και ποικιλομορφίας στον χώρο εργασίας, την πίεση στους μαύρους (μετανάστες ή απογόνους μεταναστών) να αφομοιωθούν σε μια κυρίως λευκή κοινωνία και τις κοινωνικές κατασκευές που διαιωνίζουν την καταστροφική αποικιακή ιστορία της Μεγάλης Βρετανίας.
«Μετά τον πόλεμο, η αυτοκρατορία κατέρρεε και κάλεσε ξανά τους δουλοπάροικους των αποικιών. Αυτή τη φορά όχι στρατιώτες, αλλά νοσηλευτές, να σηκώσουν το κλονισμένο εθνικό σύστημα υγείας στις πλάτες τους. Ο Ίνοχ Πάουελ έπλευσε αυτοπροσώπως μέχρι τα Μπαρμπέιντος και μας θερμοπαρακάλεσε, ελάτε. Κι έτσι ήρθαμε και χτίσαμε και μπαλώσαμε και φροντίσαμε. Μαγειρέψαμε και καθαρίσαμε Πληρώσαμε φόρους, πληρώσαμε υπέρογκα νοίκια στους λίγους σπιτονοικοκύρηδες που μας δέχθηκαν. Δεχτήκαμε μίσος. Το Εθνικό Μέτωπο κυνήγησε, έκαψε, μαχαίρωσε, ξερίζωσε. Ο Τσόρτσιλ έφτιαξε ειδικές ομάδες για να μας πετάξουν έξω. Για να “κρατήσουν λευκή την Αγγλία”».
Η ίδια η Νατάσα Μπράουν γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1990 και κατάγεται από την Τζαμάικα. Επέλεξε να σπουδάσει καθαρά μαθηματικά στο Κέιμπριτζ, όπου εντάχθηκε σε ομάδα ανάγνωσης επιλεγμένων συγγραφέων – μεταξύ αυτών και του Τόμας Πίντσον. Μετά την αποφοίτησή της, εργάστηκε επί μια δεκαετία στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Το 2019, τιμήθηκε με το London Writers Award, που απονέμεται σε πρωτοεμφανιζόμενους, ανέκδοτους συγγραφείς, στην κατηγορία της μυθοπλασίας. Το 2021 δημοσιεύτηκε η πρώτη νουβέλα της με τον πρωτότυπο τίτλο «Assembly» (Συνάντηση).
Ανώνυμη μαύρη αφηγείται
Η νουβέλα της Μπράουν συνιστά πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με την τεχνική της συνειδησιακής ροής, μιας ανώνυμης μαύρης Βρετανίδας, που εργάζεται σε μια οικονομική εταιρεία με έδρα το Λονδίνο. Είναι έξυπνη, επιτυχημένη και φιλόδοξη όσον αφορά την άνοδό της στην εταιρική ιεραρχία. Οι συνάδελφοί της είναι κατά κύριο λόγο άντρες.
Σε καθημερινή βάση, η αφηγήτρια υφίσταται διάφορες ταπεινώσεις, που κυμαίνονται από γενικά σεξουαλικά υπονοούμενα έως πιο σαφείς επιθέσεις στο χρώμα του δέρματος και την καταγωγή της. Ένας συνάδελφός της εκφράζει ανοιχτά τη δυσαρέσκειά του για την πρόσφατη προαγωγή της – μια ανέλιξη που οφείλεται κατά τη γνώμη του στις παραχωρήσεις της εταιρείας για ποσοστώσεις διαφορετικότητας και όχι επαγγελματικά επιτεύγματα ή ικανότητες.
Σε διαλεκτική με βρετανίδες συγγραφείς με καταγωγή από την Τζαμάικα ή την Αφρική, όπως η Ζέιντι Σμιθ ή η Μπερναρντίν Εβαρίστο, η νουβέλα της Μπράουν είναι γραμμένη ως μια σειρά από σύντομα χρονογραφήματα. Το ύφος της είναι αφαιρετικό και κόβει τη συνείδηση σαν μαχαίρι. Η αφηγήτρια αισθάνεται τη συνεχή πίεση να αφομοιωθεί στην κοινωνία των λευκών, να ακολουθήσει τα αισθητικά και αξιακά τους πρότυπα, να ενσωματωθεί στα κατάλληλα εταιρικά περιβάλλοντα. Ως νεαρή μαύρη γυναίκα πρέπει να εργαστεί σκληρότερα (από τους λευκούς συναδέλφους της) για να αποδείξει τον εαυτό της και τη θέση της. Αλλά πρέπει επίσης να είναι δυσδιάκριτη από ορισμένες απόψεις, κυρίως για να αποφύγει οι άλλοι να αισθάνονται άβολα στην παρουσία της. Με άλλα λόγια, υπάρχει μια σιωπηρή ανάγκη να συμμορφωθεί με άρρητους κώδικες.
Απτή νότα θυμού
Άλλα χρονογραφήματα διατυπώνουν τη φυλετική κακοποίηση που υφίσταται από τυχαίους αγνώστους, συνήθως λεκτικές προσβολές που τονίζουν την αίσθηση του «εμείς και αυτοί». Η Μπράουν μεταφέρει μια απτή νότα θυμού σε μερικά από αυτά τα αποσπάσματα, ένα αίσθημα οργής για τις συνέπειες της αποικιακής κληρονομιάς της Βρετανίας και τον διαρκή αντίκτυπό της στη σημερινή κοινωνία.
Αυτή η πτυχή της ιστορίας διερευνάται περαιτέρω μέσω του εύπορου λευκού ερωτικού συντρόφου της, ο οποίος προέρχεται από προνομιακό περιβάλλον. Ως γόνος πλούσιας οικογένειας, έχει τη δική του κληρονομιά να διατηρήσει – αυτή του παλιού χρήματος, μιας μεγάλης περιουσίας και μιας πολυτελούς εξοχικής κατοικίας, με άλλα λόγια, μιας άνετης ύπαρξης, που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά. Η νεαρή μαύρη γυναίκα βρίσκεται τώρα στα πρόθυρα του γάμου και της ένταξης σε μια αριστοκρατική λευκή οικογένεια. Τα μελλοντικά πεθερικά της την ανέχονται, αλλά ρεαλιστικά δεν θα είναι ποτέ «μια από αυτούς».
Παράλληλα με τα στοιχεία που δίνονται παραπάνω, υπάρχει ένα άλλο νήμα που διατρέχει την αφήγηση: η αφηγήτρια έχει διαγνωστεί με καρκίνο – αρκετά επιθετικό ώστε να είναι απειλητικός για τη ζωή της εάν δεν αντιμετωπιστεί επειγόντως.
Καθώς εκφράζει την κούρασή της από την πίεση που δέχεται για να αφομοιωθεί στην κοινωνία, η Μπράουν κάνει έναν παραλληλισμό μεταξύ του καρκίνου που τρώει το σώμα της νεαρής γυναίκας και της κακοήθειας του ίδιου του ευρύτερου συστήματος – του ρατσισμού που πρέπει να αντιμετωπίσει, ως συνέπειας της ιστορίας αυτής της χώρας. Στην πραγματικότητα, ο καρκίνος τής δίνει μια άλλη επιλογή, κάτι διαφορετικό από την απλή επιβίωση – γιατί η επιβίωση απαιτεί συνενοχή, μια διαιώνιση ενός περιοριστικού συστήματος που βασίζεται στην αδυσώπητη φύση των προκαταλήψεων και των στερεοτύπων. Τελικά η ανώνυμη αφηγήτρια ξεσπάει και μ’ έναν συγκλονιστικό μονόλογο αναθεματίζει τις αδικίες του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά συγχρόνως αναφέρεται και στον εαυτό της που αφέθηκε να προσδεθεί στις φιλοδοξίες και στο σύστημα αξιών των λευκών:
«Πληρώνω τους φόρους μου, κάθε χρόνο. Όσα λεφτά ξοδεύτηκαν για μένα: εκπαίδευση, περίθαλψη, τι άλλο – δρόμοι; Τα ξεπλήρωσα όλα. Και με το παραπάνω. Ό,τι επιπλέον, είναι κέρδος. Είμαι ό,τι είμαστε ανέκαθεν για την αυτοκρατορία: καθαρό, γαμημένο κέρδος. Ένας φυσικός πόρος προς εκμετάλλευση και ξανά εκμετάλλευση, απαξίωση και εκμετάλλευση. Δεν του χρωστάω εκείνου του τύπου. Ή εκείνου του άντρα. Ή εκείνων των διαδηλωτών. Της αυτοκρατορίας, της πατρίδας, τίποτα απολύτως. Δεν της χρωστάω τα επόμενα σαράντα χρόνια μου. Ούτε το επόμενο κωλολεπτό μου δεν της χρωστάω. Τι έχει απομείνει να πάρουν; Αυτό ήταν, τέλος».
Αξιοσημείωτη διακειμενικότητα: Στις σελ. 70-71 η Μπράουν αναφέρεται στις ρατσιστικές επιθέσεις κατά των μαύρων, μεταναστών ή γηγενών. Γράφει: «Τι να σου κάνει η ιθαγένεια όταν έχεις δει βανάκια που ουρλιάζουν “Γυρίστε πίσω στις χώρες σας” να κόβουν βόλτες στη γειτονιά σου;» Και υπογραμμίζει: «Όταν έχεις χτυπήματα, πάντα απρόσμενα, στην πόρτα;» Πρόκειται για τους εναρκτήριους στίχους του «The Guns οf Brixton» από το οριακό διπλό άλμπουμ «London calling» των Clash (CBS/Epic, 1979).
ΥΓ. Προτεινόμενο σάουντρακ-ανάγνωσης: το άλμπουμ «Black woman» της τζαμαϊκανής Judy Mowatt (Grove Music/Island Records, 1980), που στα 70’ς έκανε δεύτερα φωνητικά στους Wailers.