Τζόζεφ Κόνραντ «Η καρδιά του σκότους», μετάφραση- εισαγωγή: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδόσεις Δώμα, 2023
Γεννημένος ως Josef Teodor Konrad Nalecz Korzeniowski το 1857 στην, υπό ρωσική κυριαρχία, Ουκρανία, ο μετέπειτα Τζόζεφ Κόνραντ αναδείχθηκε σε έναν εκ των σπουδαιότερων ευρωπαίων συγγραφέων. Ο πατέρας και η μητέρα του συμμετείχαν στην αντίσταση σε μια περιοχή με κυρίαρχο το πολωνικό στοιχείο. Χάνει έντεκα χρονών τους γονείς του, με την οικογένειά του να έχει υποστεί συνεχείς διώξεις. Τον αναλαμβάνει για μια 25ετία ο θείος του –αδελφός της μητέρας– και το 1874 μπαρκάρει από τη Μασσαλία. Αρχικά στα γαλλικά εμπορικά και κατόπιν στα αγγλικά ως δόκιμος. Εκεί μαθαίνει τη γλώσσα διαβάζοντας Times και Σαίξπηρ. Δύο δεκαετίες μετά, πλοίαρχος πλέον, εγκαταλείπει το επάγγελμα και λαμβάνει την αγγλική υπηκοότητα. Το 1895 γράφει, στα αγγλικά, ως Τζόζεφ Κόνραντ, το πρώτο του έργο, «Η τρέλα του Αλμάγιερ». Σύντομα παντρεύεται και αποφασίζει να μείνει μόνιμα στο Κεντ, όπου παράγει όλα τα μεγάλα του μυθιστορήματά, από τον Λόρδο Τζιμ, την Καρδιά του σκότους, τον Μυστικό πράκτορα έως τα Νιάτα και τον Τυφώνα. Εγκαταλείπει τον γήινο τούτο κόσμο στα 1924, ενώ το χρυσό μέταλλο της τέχνης του είχε αρχίσει να αναγνωρίζεται διεθνώς.
Οι ιστορίες του Κόνραντ κάλλιστα διαβάζονται σε πρώτο επίπεδο ως παράξενες ρομαντικές περιπέτειες, όμως, σε δεύτερο, αποκαλύπτεται ο υπαρξιακός τους χαρακτήρας – οι αμφιλεγόμενοι ήρωες και η οξύτατη ειρωνεία. Εξαιτίας όλων αυτών, ο Κόνραντ θεωρείται προπομπός του μοντερνιστικού αφηγήματος με ισχυρές επιρροές σε μεταγενέστερους όπως ο Χένρι Τζέιμς κ.ά.
Ο Κόνραντ έγραψε την Καρδιά του σκότους έχοντας στον νου την κατάσταση που επικρατούσε στο διαβόητο κράτος του βελγικού Κογκό. Είναι γνωστό πως με τη Διάσκεψη του Βερολίνου, το 1884, οι ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις έδωσαν χάρισμα την περιοχή στον περιβόητο βασιλιά του Βελγίου, Λεοπόλδο. Αυτός, μέσω ενός πλήρους οργανωμένου δικτύου εμπορικών συναλλαγών, παράλληλα με τη δημιουργία ενός απίστευτα βίαιου καταναγκαστικού μηχανισμού έγδαρε κυριολεκτικά τη χώρα από τις πολύτιμες πρώτες ύλες της, κυρίως καουτσούκ και ελεφαντόδοντο. Οι ντόπιοι υπέστησαν τα πάνδεινα στον βωμό του κέρδους, με αποτέλεσμα, στη διάρκεια της βασιλικής δικτατορίας, να χαθούν 10 εκατομμύρια ψυχές από τις κακουχίες και το δολοφονικό χέρι του στρατού της εταιρείας που είχε συστήσει ο Λεοπόλδος.
Η νουβέλα είναι βασισμένη στην προσωπική εμπειρία του ίδιου του Κόνραντ όταν για μικρό χρονικό διάστημα τη δεκαετία του 1890 δούλεψε σε ατμόπλοιο στον ποταμό Κονγκό, την εποχή της παντοδυναμίας του Λεοπόλδου. Στην εισαγωγική σκηνή, ο συγγραφέας ως Μάρλοου διηγείται σε ναυτικούς, που αναμένουν μπάρκο, ότι τον είχαν στείλει να βρει τον συνταγματάρχη Κουρτς ο οποίος στα βάθη της ζούγκλας έχει δημιουργήσει το προσωπικό του παρανοϊκό καθεστώς, όντας ανελέητος με τους υπηκόους του. Όσο το πλοίο του Μάρλοου διέπλεε τον ποταμό Κονγκό, «το ποτάμι ανοιγόταν μπροστά μας κι έκλεινε πίσω μας, λες και το δάσος είχε μπει, χαλαρά κι ανέμελα, στο νερό για να μας φράξει το δρόμο της επιστροφής. Χωνόμασταν όλο και πιο βαθιά στην καρδιά του σκότους. Κι είχε πολλή σιωπή εκεί μέσα. Καμιά φορά, τις νύχτες, ο ήχος των ταμπούρλων ξέφευγε από το παραπέτασμα των δέντρων και κατέβαινε στο ποτάμι…». Γι’ αυτήν την καταβύθιση γράφει ο Κόνραντ, τόσο στα όρια του ανθρώπινου πολιτισμού όσο και σε εκείνα στον σκληρό πυρήνα της ψυχής.