Η νέα νουβέλα του Ανδρέα Αποστολίδη αποτελεί έναν συνδυασμό του αστυνομικού αφηγήματος του Γιάννη Μαρή και των σκληρών αμερικανικών ιστοριών (hard-boiled), γραμμένο στο ύφος της παρωδίας και μεταφερμένο στην ελληνική πραγματικότητα των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του ’70. Ή αλλιώς, όπως σημειώνει και ο ίδιος, «ένα μονόπρακτο σκετς, σχέδιο αστυνομικής νουβέλας ή σενάριο κόμικ; Πενήντα χρόνια μετά την κατάληψη του Πολυτεχνείου, που έγινε Εθνική Εορτή… Πανσιόν “Απόλλων”. Πρόσωπα και ιστορίες πραγματικές και φανταστικές. Κι ένα παιχνίδι με περιστατικά και ονόματα, όπως το εγκαινίασε πριν από χρόνια ο Γιάννης Μαρής. Κι εδώ από την Eroica της δεκαετίας του 1930 πάμε στο καμπαρέ Romantica της δεκαετίας του 1970 – την ώρα που τα τανκς κυκλώνουν το Πολυτεχνείο. Στην πραγματικότητα μια εποχή ρομαντική γεμάτη παγίδες για όλους».

 

 

 

Στη νουβέλα «ακούμε» τις απομαγνητοφωνημένες συζητήσεις δύο φίλων, του δημοσιογράφου Ιάσωνα Μακρή και του συγγραφέα Μηνά Αγγελίδη. Πρόκειται για «κλείσιμο του ματιού» στον Γιάννη Τσιριμώκο-Μαρή και, ενδεχομένως, στον δημοσιογράφο Μακρή (σύντροφο του αστυνόμου Μπέκα); 

Ο Ιάσων Μακρής εμφανίστηκε ως νεαρός δημοσιογράφος στο Φάντασμα του Μετρό το 1995 και επανήλθε αργότερα στη Μονομαχία στην Ιερά οδό, το 2019. Το επίθετό του παραπέμπει ασφαλώς στον δημοσιογράφο Μακρή, στο Έγκλημα στο Κολωνάκι, 1953, δεν μοιάζει όμως να είναι ανιψιός του.

 

Συνέλαβες το Romantica ως μια μετεξέλιξη της Eroica του Κοσμά Πολίτη; Πρόκειται για ένα από πρώτα ελληνικά μοντερνιστικά κείμενα.

Είναι προφανής η αναφορά στην Eroica από την επιλογή του τίτλου. Η ιδέα ήταν μια «μετεξέλιξη» από την ανάποδη. Στο αφηγηματικό είδος και στιλ της παρωδίας και όχι του «μοντερνισμού». Να υποδηλώσω έτσι με ευτελή μέσα αφήγησης την αντίληψή μου για ένα «κλίμα» εποχής, αυτό του πρώτου μισού της δεκαετίας του 1970.

 

Το σκετς ως αντίβαρο στο έπος, η ελαφρά απέναντι στην πολιτικοποιημένη λογοτεχνία; Διακρίνω μια απόπειρα ευγενούς σάτιρας της λογοτεχνίας (γενικά του κλίματος) των αρχών της μεταπολίτευσης, μαζί με νοσταλγία για εκείνη την εποχή της πολιτικοποίησης και της συνύπαρξης με την ελαφρά λογοτεχνία, τα Β-Movies κ.λπ.

Ήθελα «βαριά» πολιτικά γεγονότα να τα αποδώσω πιο «ελαφριά», γιατί αυτοί που τα ζήσαμε πραγματικά δεν τα αφηγούμασταν μεταξύ μας μετά από χρόνια σε ύφος Οιδίποδα Τύραννου ή Μάκμπεθ (ακόμα και τα βασανιστήρια), αλλά ως προσωπική συμμετοχή σε κάποιο θρίλερ, σε ταινία τρόμου ή φαρσοκωμωδία των αδελφών Μαρξ.

 

Στον πυρήνα της υπόθεσης τοποθετείται η διαβόητη «υποτροφία του Ιδρύματος Φορντ». Γράφεις ότι «η διανόηση του αντιδικτατορικού κινήματος τρέχει να πάρει χρήματα από εμάς…»

Οι υποτροφίες του Ιδρύματος Φορντ ήταν ένα πολύ ιδιόμορφο φαινόμενο και μια πρακτική της Agency πονηρή, που έπιασε στον ύπνο την καλλιτεχνική Αριστερά της εποχής – σε μεγάλο βαθμό λόγω άγνοιας και επαρχιωτισμού. Και η υπόγεια επιρροή της βρίσκεται στο γεγονός ότι έκτοτε θεωρείται «φυσικό» οι γηγενείς καλλιτέχνες να «ψάχνουν» να ανακαλύψουν ουρανοκατέβατα χρήματα.

 

Να εξετάσουμε συγχρόνως και τη διαλεκτική ανάμεσα στην επιρροή της αμερικανικής (αντι)κουλτούρας (beathippiesSan FransiscojazzrockDylanpulpfilm-noir) και στον αντιαμερικανισμό στην Ελλάδα;

Στις δεκαετίες του ‘60 και ‘70 υπήρξε όντως αυτό το διπλό φαινόμενο απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Άκρα αντιπάθεια πολιτική και ισχυρή πολιτιστική επιρροή. Η αντίθεση μέρους της νεολαίας στο στρατιωτικό καθεστώς της 21ης Απριλίου, δεν είχε εκκίνηση «κομμουνιστική» ή μόνο «αριστερή», αλλά όντως συχνά «αντι-κουλτούρας» αμερικανικής πνοής, η οποία σταδιακά εξανεμίστηκε ή υποχώρησε μόλις επανήλθαν τα πολιτικά κόμματα το 1974.

 

Στο βιβλίο παρελαύνουν ένας παραδοσιακός αριστερός, που φλερτάρει με την επιχορήγηση του Ιδρύματος Φορντ, ένας αναρχικός του «κίτρινου Τύπου», ο πρώην πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, οι μπον βιβέρ και γκάνγκστερ του καθεστώτος των συνταγματαρχών, ένας νεαρός ηρωικός κομμαντάντε, ο ταχυδακτυλουργός Άλεξ Καράκας, ο μπουκαδόρος Αριστοτέλης Βραχνός, ασφαλίτες και στάρλετ... Θα ήθελα να τους δούμε ως ανθρωπότυπους ή «καρικατούρες» της εποχής εκείνης.

Το ύφος της παρωδίας σε οδηγεί αναπόφευκτα σε χαρακτήρες «καρικατούρες», ακόμα και όταν περιγράφεις άτομα που σου ήταν εντελώς οικεία ή τον εαυτό σου, όταν θέλεις να κρατηθείς πεισματικά σε απόσταση.

 

Παραμένοντας στους χαρακτήρες, εμπνεύστηκες τη στριπτιζέζ Μαριλίζα από την Άννα Καρίνα, πρωταγωνίστρια στο Ζούσε τη ζωή της και σε άλλα φιλμ του Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Ως κινηματογραφιστή, σε έχει επηρεάσει στο έργο σου;

Για μια ομάδα ή παρέα επίδοξων σκηνοθετών της εποχής, ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ ήταν το ίνδαλμά μας. Καμία σχέση με την ευρύτερη σημερινή αποδοχή του. Τότε ήμασταν ελάχιστοι που το στιλ του μας συγκινούσε καλλιτεχνικά. Πενήντα πάντως χρόνια μετά, η ευτελής νουβέλα «Romantica» βρίσκεται ακόμα υπό την επιρροή του.

 

Ποια ήταν τότε η πρόσληψη του αστυνομικού αφηγήματος στην Ελλάδα; Ειδικά του Γιάννη Μαρή; Συνδυαστικά, σε τι συνετέλεσε στην επανεκτίμηση του έργου του τα τελευταία, ας πούμε, είκοσι χρόνια;

1970-75 είναι εποχή που τα «αστυνομικά» δεν έχουν πέραση, όπως τις δεκαετίες του 1950 και 1960. Στην καλλιτεχνική νεολαία αρέσουν τα Β-Movies, ο Μπέργκμαν, τα film noir, και οι γαλλικές παραλλαγές τους, του νέου κύματος. Ο Γ. Μαρής ανήκει στις δύο προηγούμενες δεκαετίες και τα πεζογραφήματά του τις αντανακλούν γλαφυρά.

 

Πώς σου φαίνονται τα τελευταία έργα του Τζέιμς Ελρόι; Εξακολουθείς να τον θεωρείς τον κορυφαίο συνεχιστή-ανανεωτή του hard-boiled του Ρέιμοντ Τσάντλερ; Πέρα από τις μεταφράσεις σου, τον έχει τιμήσει και με ένα σπουδαίο αστυνομικό μυθιστόρημα («Λοβοτομή»).

Ναι, αλλά μετά την Τριλογία του αμερικανικού υπόκοσμου, μοιάζει να βυθίζεται σε έναν κυκεώνα ανάπλασης των ηρώων του, που οδηγεί πιθανά σε μια κοινοτοπία «τύπου Ελρόι».

 

Έχεις γυρίσει, μεταξύ άλλων πολλών (σχετικά με την αρχαιοκαπηλία, με τις υποχρεωτικές ανταλλαγές πληθυσμών τον 20ό αιώνα), το ντοκιμαντέρ «Λάτιν νουάρ». Θα συμφωνήσεις ότι πρόκειται για την πιο ενδιαφέρουσα «σχολή» συγγραφέων αστυνομικού των τελευταίων δεκαετιών; Αν ναι, πού το αποδίδεις και ποιους συγγραφείς ξεχωρίζεις;

Είναι η πιο «λογοτεχνική» σχολή των «αστυνομικών». Μπόρχες, Πίλια και Τάιμπο, με τους Φουέντες, Λιόσα και Σάερ να φλερτάρουν επίσης το είδος.

 

Ετοιμάζεις άλλο ντοκιμαντέρ;

Δεν έχω βρει ακόμα χρηματοδότη, αλλά η σκέψη είναι γύρω από μια αποστολή Ιαπώνων του Πανεπιστήμιου του Κιότο που μελετάνε εδώ και πενήντα χρόνια τους χιμπαντζήδες στο δάσος Μαχάλε στη λίμνη Τανγκανίκα (διότι οι χιμπαντζήδες έχουν παρόμοια «πολιτική» οργάνωση και «εμφυλίους» με εμάς). Είχα ξεκινήσει εκεί γυρίσματα το 2008, που πλέον αποκτούν αξία αρχειακού υλικού.

 

Ο Ανδρέας Αποστολίδης είναι συγγραφέας, σκηνοθέτης και μεταφραστής. Έχει γράψει αστυνομικά μυθιστορήματα, νουβέλες και διηγήματα. Έχει μεταφράσει ογδόντα βιβλία μεταξύ των οποίων έργα των Ναμπόκοφ, Χάισμιθ, Τσάντλερ, Χάμετ και Ελρόι. Έχει εκδώσει πέντε μελέτες και έχει γυρίσει πολλά ντοκιμαντέρ σε διάφορα μέρη του κόσμου. Πιο πρόσφατο το «Λάτιν νουάρ» (αστυνομικά και πολιτική στη Λατινική Αμερική). Τελευταίο του βιβλίο το «Romantica», ένα θρίλερ την εποχή του Πολυτεχνείου. 

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet