Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝΑΛ, Δημήτρης Μάντζος, με δήλωσή του στην «Εποχή», προσδιόρισε τη θέση και τον στόχο του κόμματος στη σημερινή συγκυρία, ως εξής: «Η ανεξέλεγκτη ακρίβεια, το υψηλό κόστος στέγασης, η απαξίωση της δημόσιας Υγείας, τα αυξανόμενα χρέη νοικοκυριών και επιχειρήσεων που υπερβαίνουν τα 270 δισ. ευρώ, δημιουργούν συνθήκες ασφυξίας στην ελληνική κοινωνία. Οι αναποτελεσματικές πολιτικές της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας όχι μόνο δεν αναχαιτίζουν, αλλά μονιμοποιούν τα αδιέξοδα. Παρά το επικοινωνιακό αφήγημα περί ανάπτυξης, μόνο το 2022, οι πραγματικοί μισθοί στη χώρα μας μειώθηκαν κατά 7,4%. Ο πληθωρισμός στα τρόφιμα είναι ο δεύτερος υψηλότερος στην Ευρώπη σταθερά πάνω από 10%. Κι ενώ περιφρονεί τα προβλήματα της μεσαίας τάξης και των πιο αδύναμων, η κυβέρνηση συνεχίζει να “χαϊδεύει” τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους που συσσωρεύουν υπερκέρδη και νομιμοποιεί έναντι μικρού “αντιτίμου” τη μεγάλη φοροδιαφυγή. Δεν μπορεί, όμως, το άλλοθι για όλα αυτά να είναι το 41%. Το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής είναι εδώ, με σοβαρό πολιτικό λόγο και ρεαλιστικές προτάσεις για να δυναμώσει τη φωνή της μεσαίας τάξης και των πιο αδύναμων εντός και εκτός Κοινοβουλίου. Για να υπάρχει αξιόμαχη αντιπολίτευση απέναντι στη Νέα Δημοκρατία, που θα γίνει αξιόπιστη προοδευτική κυβερνητική πρόταση ως τις επόμενες εθνικές εκλογές».
Προβληματισμός για τη στρατηγική
Μπορεί αυτή η δήλωση αυτή να εκφράζει μονότονα το αφήγημα της ηγεσίας, ήδη από την προ διετίας εκλογή της, όμως δεν συγκινεί ιδιαιτέρως αρκετά στελέχη της «Κεντροαριστεράς». Αντίθετα, υπάρχει διάχυτος προβληματισμός και ανησυχία για την περίφημη στρατηγική της αυτονομίας, η οποία ομολογουμένως ακολουθείται με συνέπεια. Τα στελέχη αυτά θεωρούν ότι αυτή η στρατηγική πάσχει πλέον, καθώς «μια τέτοια προσέγγιση είναι αμυντική και καθηλώνει τη δυναμική του κόμματος. Ήταν μια λύση απέναντι στην προσπάθεια πλαγιοκόπησης του κόμματος υπό την απειλή της απλής αναλογικής, ωστόσο το νέο πολιτικό σκηνικό, και ιδιαίτερα η ρευστοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, επιβάλλει την ανάληψη γενναίων πολιτικών πρωτοβουλιών που θα δίνουν πνοή στα μεσαία και τα λαϊκά στρώματα, προκειμένου να αμφισβητηθεί στην πράξη η αφόρητη ηγεμονία της Δεξιάς», λένε χαρακτηριστικά.
Πράγματι, ο διακηρυγμένος στόχος της Χαριλάου Τρικούπη είναι η κατάκτηση της θέσης της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι με ποσοστά που κυμαίνονται από 13 – 15%, το ΠΑΣΟΚ–ΚΙΝΑΛ έρχεται δεύτερο, ως αποτέλεσμα όμως της ελεύθερης πτώσης των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ – Κασσελάκη. Η θορυβώδης διάσπαση του τελευταίου, θα μπορούσε –υπό όρους– να αποφέρει και περαιτέρω μείωση της κοινοβουλευτικής του δύναμης. Κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατό να καταστήσει το ΠΑΣΟΚ αξιωματική αντιπολίτευση, ήδη από αυτή τη Βουλή. Η θεσμική συνάντηση του Νίκου Ανδρουλάκη με τον νέο πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν άνοιξε κάποιο δρόμο κοινής συμπόρευσης, καθώς ο ανομολόγητος πόθος της κάθε πλευράς είναι η κατίσχυση έναντι της άλλης. Με άλλα λόγια, βασικός αντίπαλος του ΠΑΣΟΚ –και μέχρι τις ευρωεκλογές τουλάχιστον– είναι ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ. Επιπλέον, στη Χαριλάου Τρικούπη είναι διάχυτη η πεποίθηση «σε ποια βάση και πώς μπορούμε να συνεργαστούμε με κάποιον, ο οποίος δεν μπορεί να συνεργαστεί ούτε με τους δικούς του; Είναι όμως και η αναξιοπιστία Κασσελάκη, ο οποίος αλλάζει εύκολα θέσεις, μαζί και η αίσθηση γελοιότητας που αποπνέει η νέα ηγεσία της Κουμουνδούρου, που απομακρύνουν την πιθανότητα όσμωσης των δυο χώρων, ακόμη και εάν σε κάποια ζητήματα υπάρξει σύμπτωση απόψεων», εξηγούν πηγές του ΠΑΣΟΚ.
Η εμφάνιση της Νέας Αριστεράς στη Βουλή από την άλλη, έχει τεθεί από το ΠΑΣΟΚ στο μικροσκόπιο. Είναι ορατό το ενδεχόμενο το νέο κοινοβουλευτικό κόμμα να υποστασιοποιηθεί οργανωτικά και να αποκτήσει κοινωνικά ερείσματα, τέτοια που να ανακόψουν τη διαρροή ψηφοφόρων και προς τη Χαριλάου Τρικούπη. Ωστόσο, στο ΠΑΣΟΚ, σε όλες τις εκφάνσεις του, αναγνωρίζουν ότι ο Αλέξης Χαρίτσης και οι βουλευτές της Νέας Αριστεράς είναι νέα, σοβαρά και αξιόπιστα στελέχη, που θα μπορούσαν να είναι «φερέγγυοι συνομιλητές», και αν μη τι άλλο, «μη τοξικοί». «Αυτό όμως δεν μπορεί να προδικάσει κάποιου είδους συνεργασία τώρα ή στο μέλλον. Θα τους δούμε το επόμενο διάστημα στη Βουλή», σημειώνει έμπειρο στέλεχος του «παλιού ΠΑΣΟΚ».
Ανάγκη διαμόρφωσης συγκεκριμένου πλαισίου
Πάντως, πολλά στελέχη του ΠΑΣΟΚ σημειώνουν ότι, παρά την αντικειμενικά ευνοϊκή συγκυρία για το κόμμα, οι οργανώσεις υπολειτουργούν, ενώ και οι όποιες προσπάθειες να παρουσιαστούν θεματικές προτάσεις πολιτικής «δεν φτάνουν στην κοινωνία». Επισημαίνουν μάλιστα ότι «η όποια δημοσκοπική άνοδος προκύπτει εξ αντανακλάσεως των προβλημάτων στην ευρύτερη Κεντροαριστερά και Αριστερά». Θεωρούν ότι «η ηγεσία πλέει σε στρατηγικό κενό, καθώς είναι γαλουχημένη σε τακτικισμούς και εξοικειωμένη με παιχνίδια εξουσίας χαμηλού πεδίου, που δεν ταιριάζουν στο προφίλ μιας μεγάλης δημοκρατικής και προοδευτικής παράταξης». Με άλλους όρους, θα έλεγε κανείς ότι η κριτική αυτή επισημαίνει ένα είδος αυτάρεσκης περιχαράκωσης και ηγετικό έλλειμμα στη Χαριλάου Τρικούπη, γεγονός που εν μέρει επιβεβαιώνεται και από τις πληροφορίες για παροπλισμό στελεχών, τα οποία στήριξαν την εκλογή του σημερινού προέδρου του κόμματος. Προφανώς, τα στελέχη αυτά δεν αρκούνται στις διαβεβαιώσεις της ηγεσίας ότι «περιμένετε και θα δείτε». Αντίθετα, απαιτούν και αναμένουν τη διαμόρφωση ενός συγκροτημένου πλαισίου πολιτικών παρεμβάσεων στην κατεύθυνση της αναγέννησης της ευρύτερης προοδευτικής παράταξης. «Τι νόημα έχει μια άνοδος του ΠΑΣΟΚ στις δημοσκοπήσεις ή στις ευρωεκλογές, εάν το άθροισμα των προοδευτικών κομμάτων είναι ίδιο ή και μικρότερο από το αντίστοιχο των εθνικών εκλογών του περασμένου καλοκαιριού;», αναρωτιούνται τα στελέχη αυτά, και μάλλον δεν έχουν άδικο.
Θα προσθέταμε ότι η αξιοπιστία είναι το κρίσιμο ζήτημα στο οποίο οφείλουν να εστιάσουν τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ –με τα κόμματα που σήμερα τον έχουν διαδεχθεί– όσο επίσης και το ΜέΡΑ25, που σήμερα και αύριο πραγματοποιεί το 2ο Συνέδριό του. Ειδικά για το ΠΑΣΟΚ, εκκρεμεί η γενναία αποτίμηση της πολιτικής του τουλάχιστον από το 2009 έως και σήμερα. Η ειλικρινής αυτοκριτική είναι που απουσιάζει για την ανάκτηση της αξιοπιστίας, έστω κι αν αυτό θεωρείται τετριμμένο σλόγκαν στις μέρες μας –κυρίως από τις ηγεσίες, παρούσες ή παρελθούσες.