Η Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου, με τα ισραηλινά άρματα να εισβάλουν πλέον και στον νότο της Λωρίδας της Γάζας όπου έχουν εγκλωβιστεί εκατοντάδες χιλιάδες εκτοπισμένοι Παλαιστίνιοι στο έλεος των σαρωτικών βομβαρδισμών και των χερσαίων επιχειρήσεων του Ισραήλ, θα μείνει ως η ημέρα που η σύρραξη στον παλαιστινιακό θύλακα μπήκε στην πιο δραματική φάση της, με διακύβευμα τις ζωές χιλιάδων αμάχων.
Την Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου ο ισραηλινός στρατός κάλεσε τον πληθυσμό –μόνιμους κατοίκους και εκτοπισμένους– της Χαν Γιουνίς, της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης στη Λωρίδα Γάζας, να μετακινηθεί είτε προς την πόλη Ράφα, στα σύνορα με την Αίγυπτο, είτε προς τα μεσογειακά παράλια.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της υπηρεσίας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες (Unrwa) στο διαδίκτυο την ίδια μέρα, οι συνθήκες για τους άμαχους «χειροτερεύουν κάθε λεπτό που περνά». Οι ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές πλήττουν ακόμη και περιοχές όπου ενθαρρύνονται να διαφύγουν οι Παλαιστίνιοι, όπως είναι η Ράφα. Στην προσπάθειά του να εκκενώσει όχι μόνο την βόρεια Γάζα, όπως είχε αρχικά εκτιμηθεί, αλλά το σύνολο του θύλακα, το Ισραήλ βομβαρδίζει σημεία που το ίδιο έχει χαρακτηρίσει ασφαλή. Η ιδέα των «ασφαλών ζωνών», την οποία επικροτούν οι ΗΠΑ, είναι κενό γράμμα, τόνισε σε ανακοίνωσή της η συντονίστρια του ΟΗΕ για τις ανθρωπιστικές υποθέσεις στα Παλαιστινιακά Εδάφη, Λιν Χέιστινγκς. Οι ζώνες αυτές δεν μπορούν να είναι «ασφαλείς όταν κηρύσσονται μονομερώς», όπως συμβαίνει με το Ισραήλ -- οι αρμόδιες αρχές του οποίου, ειρήσθω εν παρόδω, δεν σκοπεύουν να ανανεώσουν τη βίζα παραμονής της κ. Χέιστινγκς, διότι δεν την θεωρούν «αμερόληπτη».
Βάσει στοιχείων της Unrwa, από την έναρξη τη σύρραξης στη Λωρίδα της Γάζας έχουν εκτοπιστεί σχεδόν 1,9 εκατομμύρια, το 80% του πληθυσμού. Σύμφωνα με πρόσφατο απολογισμό, ο ισραηλινός στρατός έχει μέχρι σήμερα αναλώσει στη Γάζα πάνω από 50.000 τόνους εκρηκτικών, ισοπεδώνοντας 52.000 κατοικίες, 69 σχολεία, 100 χώρους λατρείας και 12ι κυβερνητικά κτίρια, νοσοκομεία, ιδρύματα. Είναι στρατηγική επιλογή, υποστηρίζουν οι Παλαιστίνιοι. Το Ισραήλ ωθεί τα 2,3 εκατομμύρια των αμάχων της Λωρίδας της Γάζας να αναζητήσουν καταφύγιο ζωής εκτός συνόρων.
Η ανακοίνωση, το βράδυ της Τετάρτης, του γραφείου του ισραηλινού πρωθυπουργού, Μπενιαμίν Νετανιάχου, ότι το Ισραήλ θα επιτρέψει να εισέρχεται στη Λωρίδα της Γάζας τόση ποσότητα καυσίμων όση αυτό κρίνει «απαραίτητη για να αποφευχθεί η κατάρρευση» των υπηρεσιών ανθρωπιστικής φύσης και το «ξέσπασμα επιδημιών», δικαιολογημένα ακούστηκε σαν ηχηρή επιβεβαίωση του ισχυρισμού ότι το Ισραήλ μεθοδεύει την «απαλλαγή» του από τη μεγάλη μάζα του παλαιστινιακού πληθυσμού της Γάζας, που μετρά σήμερα 16.248 νεκρούς άμαχους, από τους οποίους οι 7.012 παιδιά και οι 4.885 γυναίκες.
Δηλώσεις όπως αυτή του εκπροσώπου των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων, Γιόναταν Κόνρικους, ότι «δεν επιδιώκουμε να εκτοπίσουμε τον πληθυσμό μόνιμα», ακούγονται ελάχιστα πειστικές, όταν έχουν προηγηθεί άλλες δηλώσεις προθέσεων, βαρυσήμαντες:
Κυριακή 19 Νοεμβρίου. Σε άρθρο της στην Jerusalem Post, η ισραηλινή υπουργός Πληροφοριών, Γκίλα Γκάμλιελ, κάλεσε την διεθνή κοινότητα, αντί να χρηματοδοτεί την «αναξιόπιστη», όπως είπε, Unrwa, «να προωθήσει την εθελούσια απομάκρυνση» των Παλαιστινίων «από τη Γάζα για ανθρωπιστικούς λόγους, συγχρηματοδοτώντας τη μετεγκατάστασή τους στις νέες χώρες υποδοχής».
Πολλοί ανησυχούν ότι μεθοδεύεται μια νέα μετοικεσία, όπως αυτή του 1948, όταν εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι εκδιώχτηκαν βίαια από τα εδάφη τους για να συσταθεί το κράτος του Ισραήλ.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ είναι ένας από αυτούς. Για τους δικούς του λόγους. Ένας από τους οποίους είναι η επαπειλούμενη ήττα των Δημοκρατικών στις προεδρικές εκλογές το 2024, εξαιτίας της δυσαρέσκειας των Δημοκρατικών ψηφοφόρων για την ανοχή της κυβέρνησης Μπάιντεν στη γενοκτονία που επιτελείται στη Γάζα. Σε άρθρο του στην Washington Post στις 18 Νοεμβρίου, ο Τζο Μπάιντεν έγραψε ότι «δεν πρέπει να υπάρξει αναγκαστικός εκτοπισμός των Παλαιστινίων από την Γάζα, ούτε νέα κατοχή, ούτε πολιορκία ή αποκλεισμός, ούτε εδαφική μείωση», και υποστήριξε ότι «η Γάζα και η Δυτική Όχθη θα πρέπει να επανενωθούν υπό μία κοινή κυβερνητική δομή».
Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν είναι ένας άλλος. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής απηύθυνε, την ίδια μέρα, από το Κάιρο όπου είχε συνάντηση με τον αιγύπτιο πρόεδρο Αμπντέλ Φάταχ αλ-Σίσι, προειδοποίηση προς το Ισραήλ να αποφύγει κάθε αναγκαστική μετεγκατάσταση, προτάσσοντας και εκείνη τη λύση των δύο κρατών, παλαιστινιακού και ισραηλινού. Για τους δικούς της λόγους επίσης. Ο σημαντικότερος από τους οποίους είναι η ανησυχία ότι τα περί «μετεγκατάστασης» των Παλαιστινίων της Γάζας «στις νέες χώρες υποδοχής» έχουν κύριο αποδέκτη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Αίγυπτος, η μόνη χώρα με κοινά σύνορα με τη Γάζα, δεν πρόκειται να δεχτεί πρόσφυγες. Θα πέσει ο κλήρος στην Ευρώπη, μέσω θαλάσσης, όπως υποδηλώνεται στην προτροπή του ισραηλινού στρατού στον πληθυσμό της Χαν Γιουνίς να μετακινηθεί προς τα μεσογειακά παράλια;
Εργαλειοποιώντας την ανθρωπιστική κρίση που πυροδότησε στη Γάζα, η κυβέρνηση Νετανιάχου εκβιάζει την ευθυγράμμιση της Δύσης στην επιλογή της να ενσωματώσει, σε βάθος χρόνου, τον παλαιστινιακό θύλακα στο Ισραήλ. Η ρεαλιστική πιθανότητα, από τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ στις 5 Νοεμβρίου 2024 να προκύψει κυβέρνηση ακόμη πιο φιλική προς αυτό, ενθαρρύνει το Ισραήλ να σχεδιάζει την παράταση της εκστρατείας κατά την Χαμάς για ένα χρόνο ή και περισσότερο. Σε δύο φάσεις, σύμφωνα με τους Financial Times. Με την σαρωτική φάση της χερσαίας επίθεσης να παρατείνεται μέχρι τις αρχές του 2024, ακολουθούμενη από μια φάση χαμηλότερης έντασης ίσως και μέχρι τα τέλη του 2024. Φάση «μεταβατική και σταθεροποιητική» μιας «νέας μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων στη Γάζα, χωρίς τη Χαμάς», πάντα κατά τους Financial Times.
Μένει να φανεί τι μπορεί αυτό να επιφυλάσσει στους Παλαιστίνιους. Και τι μπορεί να σημαίνει για τη διεθνή αξιοπιστία της Δύσης.