Μια σειρά από εκλογικά αποτελέσματα και πολιτικά συμβάντα περιγράφουν την άνοδο της Ακροδεξιάς σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο. Από το Ισραήλ μέχρι την Αργεντινή, από την Ολλανδία μέχρι τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι λόγοι είναι πολλοί και διαφορετικοί, στο σύνολό τους όμως περιγράφουν μια ενιαία κίνηση. Την επιθυμία αλλαγής παραδείγματος. Το σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είναι ξοφλημένα εδώ και καιρό, τα παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα αλλού δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν και αλλού εναρμονίζονται με τα ακροδεξιά αιτήματα, υιοθετώντας ακροδεξιές πολιτικές. Η περιγραφή αυτή είναι κάπως πρόχειρη. Και αυτό γιατί το θέμα του άρθρου δεν είναι η άνοδος της Ακροδεξιάς, αλλά η απουσία της Αριστεράς. Η απουσία, δηλαδή, αριστερών προτάσεων που να μπορούν να απαντήσουν στην αλλαγή παραδείγματος με προοδευτικό, ακόμα και ριζοσπαστικό, τρόπο προς όφελος των πολλών.
Η κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα και στη δική μας Αριστερά είναι ενδεικτική αυτής της συνθήκης. Από τη μία, έχουμε πολιτικές ενσαρκώσεις ενός κυβερνητισμού που καταπίνει την οποιαδήποτε αριστερή πρόταση στο όνομα ενός χυδαίου «εκμοντερνισμού» των ιδεών και, από την άλλη, έναν επαναστατικό μεσσιανισμό που αποφεύγει να αποδεχτεί την πραγματικότητα ως αφετηρία για την οποιαδήποτε αλλαγή. Ταυτόχρονα, ακόμα και αν η Νέα Δημοκρατία παίζει χωρίς αντίπαλο, αυτό δεν σημαίνει ούτε πως υπάρχει πλειοψηφική αποδοχή της πολιτικής της, ούτε πως είναι αλώβητη. Τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών περιγράφουν ακριβώς αυτό. Ταυτόχρονα η Ακροδεξιά στην Ελλάδα είναι πολυδιασπασμένη και δεν μπορεί να οργανωθεί ως ένα ενιαίο ρεύμα, το οποίο θα μπορούσε να αποκτήσει κυβερνητική πρόταση. Τα υψηλά, όμως, ποσοστά που αθροίζουν τα ακροδεξιά φέουδα δείχνουν πως ένας τέτοιος εφιάλτης είναι υπαρκτός ως ενδεχόμενο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Στο θολό αυτό τοπίο η Αριστερά βρίσκεται σε πλαίσιο αναδιάταξης. Οι εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ έφεραν στο προσκήνιο όχι μόνο μια σειρά από αδιέξοδα και παθογένειες, αλλά ταυτόχρονα και μια σειρά από αριστερά αιτήματα που πρέπει να απαντηθούν (και προφανώς δεν θα απαντηθούν από το μόρφωμα αυτό στο οποίο κατάντησε ο ΣΥΡΙΖΑ). Το ζήτημα είναι πως μπορεί να κινηθεί η Αριστερά σε ένα τέτοιο τοπίο και ποια αιτήματα μπορεί να διατυπώσει με ρεαλιστικό τρόπο. Πώς μπορεί να κινηθεί πάνω σε μια διελκυστίνδα, που από τη μία μεριά βρίσκεται το ρεαλιστικό και από την άλλη το οραματικό, χωρίς να μπερδέψει και χωρίς να χάσει τον βηματισμό της;
Τα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων κλείνουν ουσιαστικά με τη διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ. Στη νέα συνθήκη η Αριστερά οφείλει να εφεύρει εκ νέου τον εαυτό της μέσα στη νέα συγκυρία, αποδεχόμενη το αίτημα για αλλαγή παραδείγματος. Άρα να προσεγγίσει με ριζοσπαστικό τρόπο νέα αιτήματα. Για το περιβάλλον, την ενέργεια, τη νέα γεωπολιτική πραγματικότητα. Και πάνω από όλα να θέσει ξανά ως κοινωνικό αίτημα το αξιακό της οπλοστάσιο. Να διατυπώσει πως πτυχές της ζωής όπως η παιδεία, η υγεία, η στέγαση και ο πολιτισμός είναι κοινωνικά αγαθά, τα οποία πρέπει να προστατεύονται και να παρέχονται εκτός του πλαισίου της αγοράς. Να εξειδικεύσει και να δημιουργήσει συγκεκριμένες προτάσεις και εφαρμογές. Να μην περιγράψει μια καλύτερη διαχείριση, αλλά μια άλλη διαχείριση με διαφορετικούς στόχους. Να αναζητήσει νέους τρόπους σε άμεση επαφή με τις κοινωνίες, τα κινήματα και τους ανθρώπους. Να εκσυγχρονίσει την αντίληψή της για τις διεξόδους που μπορεί να δίνει η τεχνολογία σε μια σειρά από εργασιακούς τομείς. Να εμπνεύσει έναν απομαγευμένο κόσμο απομακρύνοντάς τον από τον κυρίαρχο κυνισμό και την ηγεμονία του ατομισμού. Ακόμα και αν κάτι τέτοιο φαίνεται δύσκολο, στην πραγματικότητα οι συνθήκες είναι απόλυτα γόνιμες. Η Αριστερά έχει ένα μεγάλο στοίχημα να κερδίσει. Και θα το κερδίσει αρκεί να πληροί μία και μόνο προϋπόθεση: να είναι Αριστερά.