Η εντεινόμενη πολεμική δραστηριότητα του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας με κύριο στόχο τον πλήρη έλεγχο του παλαιστινιακού θύλακα και πρώτο θύμα τον άμαχο πληθυσμό, που από την έναρξη της ισραηλινής επίθεσης μετρά τουλάχιστον 18.412 νεκρούς και 50.100 τραυματίες, έχει για τις Ηνωμένες Πολιτείες δύο παράπλευρες απώλειες. Απώλεια διπλωματικού κύρους ενώπιον της διεθνούς κοινότητας και απώλεια ηθικού πλεονεκτήματος (και όχι μόνο) έναντι της Ρωσίας, στην αναμέτρηση των δύο επί ουκρανικού εδάφους.
Το βράδυ της Τρίτης το διεθνές κύρος των ΗΠΑ υπέστη σοβαρό πλήγμα όταν στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ εγκρίθηκε με συντριπτική πλειοψηφία ψήφισμα που ζητά την άμεση κατάπαυση του πυρός στη Λωρίδα της Γάζας για ανθρωπιστικούς λόγους και αξιώνει την προστασία των αμάχων, την ακώλυτη πρόσβαση στην ανθρωπιστική βοήθεια και την «άμεση και άνευ όρων» απελευθέρωση όλων των ομήρων.
Την ψηφοφορία είχαν ζητήσει αραβικές χώρες μετά το αμερικανικό βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας, λίγες ημέρες νωρίτερα, στο αίτημα ακριβώς για «άμεση ανθρωπιστική κατάπαυση του πυρός» και «άμεση και άνευ όρων» απελευθέρωση όλων των ομήρων της Χαμάς, το οποίο είχε υποστηρίξει ένθερμα ο γ.γ. του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες.
Η πρόταση εγκρίθηκε με 153 ψήφους υπέρ, έναντι 10 κατά και 23 αποχών. Καταψηφίστηκε από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, υπερψηφίστηκε όμως από στενούς συμμάχους τους, όπως η Αυστραλία, αλλά και η Νέα Ζηλανδία και ο Καναδάς, που σε κοινή ανακοίνωσή τους υποστήριξαν ότι «το τίμημα της ήττας της Χαμάς δεν μπορεί να είναι τα συνεχιζόμενα δεινά των παλαιστινίων αμάχων».
Η πλειοψηφία ήταν μεγαλύτερη από εκείνη που είχε καταδικάσει, στις 22 Μαρτίου του 2022, την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η Ουάσιγκτον είχε προβάλει τότε εμφατικά τις 143 θετικές ψήφους εκείνης της ψηφοφορίας ως «απόδειξη της διεθνούς απομόνωσης» της Μόσχας.
Η αιματοχυσία στη Γάζα ήρθε να προστεθεί καταλυτικά ως μια επιπλέον δυσχερής για τις ΗΠΑ εξέλιξη στο διεθνές πεδίο, μετά την αποτυχία της γενναία επιχορηγούμενης από τη Δύση εαρινής αντεπίθεσης των Ουκρανών. Από τον «ανταγωνισμό προτεραιοτήτων» που προκύπτει τώρα μεταξύ Ισραήλ και Ουκρανίας για το πολεμικό υλικό που μπορούν να διαθέσουν οι ΗΠΑ, ο κερδισμένος είναι η Ρωσία, που θεωρείται ότι το 2024 θα είναι σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι της Ουκρανίας στο πολεμικό πεδίο.
Ο λόγος, σύμφωνα με το Foreign Affairs, είναι ότι τα αποθέματα που διαθέτει ο αμερικανικός στρατός είναι περιορισμένα και η παραγωγική ικανότητα της αμυντικής βιομηχανίας των ΗΠΑ δεν είναι απεριόριστη. Εν ολίγοις, οι Ηνωμένες Πολιτείες αδυνατούν να στηρίζουν αποτελεσματικά δύο εμπόλεμους εταίρους ταυτοχρόνως.
Όχι τυχαία, στον δυτικό Τύπο πυκνώνουν εσχάτως δημοσιεύματα σύμφωνα με τα οποία τον πρώτο ρόλο στη στήριξη της Ουκρανίας πρέπει να αναλάβει η Ευρώπη για έναν επιπλέον λόγο: το ισχυρό ενδεχόμενο στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ τον Νοέμβριο του 2024 να επικρατήσουν οι Ρεπουμπλικανοί, οι οποίοι μπλοκάρουν επίμονα το νομοσχέδιο που προωθεί η κυβέρνηση Μπάιντεν για τη χρηματοδότηση του πολέμου στην Ουκρανία, προκρίνοντας οι ίδιοι την οικονομική και εξοπλιστική υποστήριξη του Ισραήλ.
Αλλά είναι αμφίβολο αν η Ευρώπη μπορεί να επωμισθεί αυτό το βάρος, όταν έχει ήδη πληγεί βαρύτατα από τον πόλεμο. Η Γερμανία, η οποία κατατάσσεται δεύτερη, μετά τι ΗΠΑ, στην κλίμακα της υποστήριξης στην Ουκρανία, αρνείται να συγκατατεθεί για επιπλέον πόρους μέσω του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, θεωρώντας ότι έχει ήδη ανταποκριθεί πολλαπλάσια στις υποχρεώσεις της.
Στο Κίεβο επικρατεί αβεβαιότητα αναφορικά όχι με το αν η Δύση μπορεί να προσφέρει στην Ουκρανία όση στρατιωτική βοήθεια χρειάζεται για να νικήσει, αλλά αν είναι πρόθυμη να της παράσχει έστω τη στήριξη που έχει ανάγκη για να επιβιώσει. «Ίσως κάποια στιγμή», εκτιμά το Newsweek, «να είναι πιο λογικό η Ουκρανία τους πόρους που παίρνει από τη Δύση να τους επενδύσει στην άμυνα και στην ανοικοδόμηση των εδαφών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό της».
Το περιοδικό Foreign Affairs, που απηχεί τις ζυμώσεις στα ενδότερα της αμερικανικής διπλωματίας, με εκτενές άρθρο-παρέμβασή του στην ίδια κατεύθυνση τον Νοέμβριο, προτρέπει σε αλλαγή στρατηγικής στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο:
Ο στόχος της Ουκρανίας να εκδιώξει τις ρωσικές δυνάμεις και να ανακτήσει όλα τα εδάφη της, συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας, αποδεικνύεται στρατηγικά ανέφικτος στο εγγύς μέλλον αλλά, πιθανότατα, και στο απώτερο. Το Κίεβο πρέπει να επικεντρωθεί στην άμυνα της χώρας και στην ανασυγκρότηση του 80% της επικράτειας το οποίο ελέγχει. Αυτό, κατά το Foreign Affairs, θα ενθάρρυνε περαιτέρω τη στήριξη από τη Δύση, πείθοντας ότι το Κίεβο έχει ρεαλιστική και εφαρμόσιμη στρατηγική.
Η Ρωσία έχει απόθεμα ανθρώπινου δυναμικού ικανό να καλύψει, αν χρειαστεί, τις ανάγκες ενίσχυσης της στρατιωτικής παρουσίας της στην Ουκρανία. Και η οικονομία της, σε αντίθεση με την οικονομία της Ουκρανίας, που έχει συρρικνωθεί κατά το ένα τρίτο λόγω του πολέμου, έχει ανασυνταχθεί παρά τις δυτικές κυρώσεις.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, συνοψίζει το άρθρο, πρέπει να ξεκινήσουν διαβουλεύσεις με τους εταίρους τους και την Ουκρανία για ένα σχέδιο διαπραγμάτευσης του Κιέβου με τη Μόσχα με στόχο την κατάπαυση του πυρός.
Η διάψευση από τον σύμβουλο εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, Τζέικ Σάλιβαν, μιας έκθεσης σύμφωνα με την οποία αμερικανοί και ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν ξεκινήσει μυστικές επαφές με το Κίεβο στην κατεύθυνση της διερεύνησης των προθέσεων για ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις της Ουκρανίας με τη Ρωσία, μάλλον επιβεβαιώνει παρά αποκλείει ότι οι σχετικές διαδικασίες έχουν ήδη ξεκινήσει.
Πλήττεται το κύρος ισχύος της Ουάσινγκτον διεθνώς από έναν τέτοιο συμβιβασμό «δι’ αντιπροσώπου» με τη Μόσχα; Μάλλον. Διασώζονται όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες από τις συνέπειες της δεύτερης από τις δύο παράπλευρες σε βάρος τους απώλειες εξαιτίας του πολέμου στη Γάζα: του αδιέξοδου πολέμου στην Ουκρανία.