Μοιάζει λιγάκι με ρομπότ. Είτε βρέχει είτε χιονίζει είτε ξεσπάει νέος πόλεμος ή καινούρια πανδημία, ο Όλαφ Σολτς μένει απαθής σε βαθμό αφασίας. Έτσι όπως εμφανίστηκε και την Τετάρτη το μεσημέρι ενώπιον των δημοσιογράφων στο Βερολίνο, για να παρουσιάσει τον προϋπολογισμό του κυβερνητικού συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών (SPD), Πράσινων και Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) για το 2024. Και οι άγριοι καυγάδες εντός της κυβέρνησης που μαίνονταν για ένα σχεδόν μήνα και την είχαν φέρει στο χείλος της διάλυσης; Ή η ελεύθερη πτώση των ποσοστών και των τριών κομμάτων στις δημοσκοπήσεις εξαιτίας και αυτών των καυγάδων; Όλα αυτά δεν φαίνονται να αγγίζουν τον Σολτς. «Είναι ο καγκελάριος πραγματικά cool ή κάνει μόνο ότι είναι;», διερωτήθηκε το περιοδικό «Der Spiegel». Σίγουρο είναι ότι κανείς άλλος πολιτικός δεν έχει τόσο ανέκφραστο πρόσωπο –σημάδι υποτίθεται της δεξιότητας του να υποτάσσει συναισθήματα και παρορμήσεις στην πολιτική νηφαλιότητα.
Αυτή η αταραξία λειτουργεί προφανώς και ως μέσο αυτοπροστασίας, όταν υφίσταται προσωπικές ήττες. Σε αυτές ανήκει και ο συμβιβασμός των τριών κομμάτων στο θέμα του προϋπολογισμού. Ο μεγάλος νικητής ήταν το FDP του υπερ-νεοφιλεύθερου υπουργού Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, ο οποίος επέβαλε σε μεγάλο ποσοστό τις απόψεις του: Διατήρηση του χρεόφρενου στον προϋπολογισμό, κανένας νέος φόρος στις επιχειρήσεις, αυξήσεις στις τιμές των κρατικών υπηρεσιών –όλα αυτά ενάντια στη θέληση των Σοσιαλδημοκρατών. Στους χαμένους ανήκει, δίπλα στον Σολτς, και ο πράσινος αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ, που αναγκάστηκε επίσης να αποδεχθεί σοβαρές μειώσεις στα κονδύλια για την αναδόμηση της οικονομίας σε πράσινη βάση.
Το φόντο αυτού του συμβιβασμού και συγχρόνως η αιτία για τις ενδοκυβερνητικές συγκρούσεις ήταν μια απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης στα μέσα Νοεμβρίου. Με αυτήν απαγορεύτηκε στην κυβέρνηση να μεταφέρει, ως αρχικά προγραμμάτιζε, 60 δισεκατομμύρια ευρώ, που προορίζονταν για την καταπολέμηση της πανδημίας το 2021 αλλά είχαν μείνει αδιάθετα, στον τακτικό κρατικό προϋπολογισμό των επόμενων ετών. Έτσι προέκυψε την τελευταία στιγμή μια «τρύπα» στον προϋπολογισμό του 2024 ύψους 17 δισεκατομμυρίων ευρώ, που έπρεπε τάχιστα να καλυφθεί. Το υπόλοιπο ήταν ένας αγώνας χαρακωμάτων μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων για το ποιος θα «πληρώσει τη νύφη», που έληξε, όπως ειπώθηκε ήδη, με τη νίκη του Λίντνερ.
Η νίκη αυτή δεν ήταν δύσκολη. Οι Ελεύθεροι Δημοκράτες κινούνται μεν αυτή τη περίοδο δημοσκοπικά γύρω στο 4-5% των ψήφων και βρίσκονται έτσι, σύμφωνα με την αριστερή εναλλακτική εφημερίδα Tageszeitung, στη «ζώνη του θανάτου» (το ποσοστό για την είσοδο στην ομοσπονδιακή Βουλή είναι 5%). Από την άλλη, όμως, έχουν την υποστήριξη της κοινής: Το 61% των πολιτών πιστεύει ότι το φρένο στα κρατικά χρέη είναι η καλλίστη των οικονομικών ιδεών. Αυτό το εκμεταλλεύεται στο έπακρο ο Λίντνερ, υποδυόμενος τον συνήγορο του «μικρού ανθρώπου».
Οι Σοσιαλδημοκράτες πληρώνουν έτσι τώρα τη μοιραία απόφαση ενός «δικού» τους –του Πέερ Στάινμπρουκ, που το 2009 ως υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών επέβαλε το «χρεόφρενο» ως υποχρεωτική διάταξη στο γερμανικό σύνταγμα και στη συνέχεια σε εκείνα της μεγάλης πλειοψηφίας των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εις μάτην προειδοποιούν πολλοί οικονομολόγοι ότι χωρίς χρέη δεν μπορεί να χρηματοδοτηθούν οι προβλεπόμενες στον προϋπολογισμό αναγκαίες επενδύσεις με οικολογικό πρόσημο σε δρόμους, σχολεία, δημόσια κτίρια, ενέργεια κλπ. Το «δόγμα Λίντνερ» θριαμβεύει χάρη και στην παλιά αφροσύνη των Σοσιαλδημοκρατών.
Μερικά από τα «σπασμένα» αυτού του δόγματος για το 2024: Αύξηση στα τιμολόγια για τη θέρμανση, περικοπές στις δαπάνες για τους σιδηροδρόμους (12 δισ. ευρώ) και επίσης 12 δισ. λιγότερα για την οραματιζόμενη «πράσινη υποδομή». Μια μικρή παρηγοριά για τους Πράσινους είναι ότι διατήρησαν σε μεγάλο βαθμό τα κονδύλια του Ταμείου Κλίματος και (οικονομοτεχνικού) Μετασχηματισμού (KTF), που περιλαμβάνουν 221 δισ. μέχρι το 2027 και μειώθηκαν «μόνο» κατά 45 δισ. Για τους Σοσιαλδημοκράτες ότι διατήρησαν λίγο ή πολύ αλώβητες τις παροχές του κοινωνικού κράτους.
Η νίκη του Λίντνερ είναι, όμως, απόρροια και της γενικότερης συντηρητικοποίησης των γερμανικών κομμάτων, που συμπεριλαμβάνει και εκείνο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τους Χριστιανοδημοκράτες. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στο θέμα του προσφυγικού. Ενώ ο Σολτς απαιτεί την άμεση απέλαση όσων δεν δικαιούνται ασύλου και ο Χάμπεκ την άρση της ασυλίας εκείνων που δρουν αντισημιτικά, ζητούν στο νέο τους πρόγραμμα οι Χριστιανοδημοκράτες να γίνεται η εξέταση των αιτήσεων για άσυλο κατά το ιταλικό και βρετανικό πρότυπο μόνο σε «τρίτες» χώρες –κατά τεκμήριο αφρικανικές και ασιατικές. Αυτό το υποκρυπτόμενο ρατσιστικό αίτημα αυξάνει την πολιτική έξαψη στη Γερμανία. Μόνο ο Σολτς παραμένει ατάραχος: ζωντανό μνημείο κυνικής αποστασιοποίησης.