Να θυμηθείς. Να θυμηθείς. Αυτή είναι η μόνη συγνώμη. Που πάνε οι μνήμες των ανθρώπων; Όλων εκείνων που φεύγουν; Πόσοι πρέπει να χαθούν για να χαθεί μια ανάμνηση; Και όταν ο αριθμός συμπληρωθεί; Τι γίνεται με το γεγονός που συνέβη; Μήπως η απουσία μαρτύρων αποτελεί απόδειξη πως το γεγονός δεν συνέβη ποτέ;
Είμαστε αναμνήσεις ενός ανθρώπου που ξεχνά. Όλο και λιγότερες. Όλο και λιγότερες. Αρκεί να κλείσει τα μάτια του και είμαστε χαμένοι. Αρκεί να κλείσει τα μάτια του και ξεχαστήκαμε. Δεν συμβήκαμε ποτέ.
Ποια η διαφορά ανάμεσα σε αυτό που δεν συνέβη ποτέ και σε αυτό που συνέβη αλλά κανείς δεν θυμάται; Ποιος είναι ο μάρτυρας των συντελεσμένων γεγονότων; Πως έφτασα εδώ;
Να θυμηθείς. Να θυμηθείς. Πόσες μνήμες και πόσες ακυρώσεις χρειάζονται για να χτιστεί η ιστορία; Αιώνες πάνω σε αιώνες, τόνοι στιγμών ξεχασμένων, φθαρμένων στη μνήμη ανθρώπων. Λίγα σημεία σε κάθε τόπο. Λίγες στιγμές σε κάθε αιώνα. Ονόματα, μάχες, ανακαλύψεις, δολοφονίες, καταστροφές, επιτεύγματα. Φτάνουν αυτά για να μας καθησυχάσουν; Αρκούν; Έτσι θυμόμαστε; Και ποιο έδαφος περπατούμε ενώ διασχίζουμε το παρόν; Πατάς. Περπατάς. Νιώθεις τις στρώσεις από κάτω. Όλα όσα καταχώθηκαν εκεί. Είναι αιώνες και σιωπή και λήθη. Όλα να γίνονται πέτρα.
Και η πέτρα τρίβεται. Μικρή, μικρή μέχρι να την εισπνεύσεις. Πόσες αναμνήσεις εισπνέουμε στην κάθε τυχαία ανάσα; Μάχες και έρωτες και συντέλειες που δεν καταγράφηκαν. Παρά μόνο στην επιφάνεια του νερού. Αλλά η ιστορία, η άλλη ιστορία υπάρχει ακόμα. Στη σκόνη και στον αέρα, στο χώμα και στο έδαφος. Συντελεσμένη και διαρκής μακριά από μάρτυρες και καταγραφείς.
Η άγνοια. Αυτή είναι που μας συγκροτεί. Μια τρύπα και διαρκώς μεγαλώνει. Γύρω από αυτό που κάποτε συντελέστηκε. Συνεχώς επιστρέφουμε. Ακόμα και αν δεν το νιώθουμε. Η μόνη συγνώμη. Να ζητήσω συγνώμη; Ακόμα και αν δεν το γνωρίζω. Εγώ είμαι αυτός στο δρόμο; Συνεχώς να σπρώχνω φαντάσματα, να τους ζητάω συγνώμη ευγενικά και τα προσπερνώ για να συνεχίσω. Όλοι μας συνεχίζουμε. Ζητώντας συγνώμη. Την καθημερινή μας διαδρομή. Ακόμα και αν δεν το βλέπουμε. Ακόμα και αν δεν το νιώθουμε.
Δεν μιλώ. Μόνο στέκω εδώ. Συντελεσμένος. Έχουν ήδη ειπωθεί πολλά. Μέχρι να τελειώσουμε θα γίνουνε περισσότερα. Τι να προσθέσεις; Ποιος ο λόγος του λόγου μας; Ο λόγος που μιλούμε. Είναι για να επιβεβαιώσουμε τη χροιά της φωνής μας. Τα γεγονότα μου έκλεψαν τη φωνή. Μιλάω στο παρελθόν. Αλλά δεν θυμάμαι τη χροιά. Δεν θέλει πολύ. Να ανοίξω το στόμα. Να αφήσω τη φωνή να βγει. Και δεν βγαίνει. Εγώ είμαι. Και ζητάω συγνώμη. Να ανοίξω τα αυτιά μου και να ακούσω καθαρά. Να φωνάξω: Εγώ είμαι. Να φωνάξω. Έστω εκεί απέναντι. Εκεί που δεν βρίσκεται κανείς. Εκεί που ακόμα και αν κάποιος με ακούσει δεν θα καταλάβει. Οι γλώσσες που δεν καταλαβαίνουμε έχουν το ίδιο άθροισμα με τη σιωπή. Ποιος κατοικεί την ξένη γλώσσα; Ποιος νοικιάζει τη σιωπή; Όλοι εκεί πέρα είναι μουγκοί. Να φωνάξω. Ποιος θα με ακούσει;
Ποιος θα ανακαλέσει; Ποιος θα σύρει από την λήθη; Αυτό εκεί, το αναγκαίο γεγονός; Αυτό που μας επεξηγεί, που επεξηγεί εμάς τους ίδιους. Και ποιο γεγονός συντελεσμένο, θα φέρει πίσω όλους αυτούς που το θυμήθηκαν; Πρόσωπα ανθρώπινα να ντύνουν μία και μόνη ανάμνηση, να επιστρέφουν, να επιστρέφουν, όχι ως άνθρωποι αλλά αποκλειστικά ως μάρτυρες. Η μνήμη είναι σύρμα. Σύνορο. Άλλοτε σε περιέχει και άλλοτε σ’ αποκλείει.
Εμείς εδώ. Μοιραζόμαστε. Κι άλλα, κι άλλα. Τα σύνορα ανάμεσα στα αποστάσεις. Τον χώρο και τον χρόνο. Κι άλλα. κι άλλα. Εμείς εδώ. Μοιραζόμαστε. Είμαστε μάρτυρες της παρουσίας μας. Εμείς. Είμαστε μνήμη μας. Η ανάμνηση. Η ανάμνησή μας. Πριν καν συντελεστούμε.
Είμαστε η ανάμνησή μας. Είμαστε η μόνη συγνώμη.