Στις 18 Δεκεμβρίου, στην έκθεση του προξενείου της Ελλάδας στη Νέα Υόρκη με σκοπό την ανάδειξη του έργου ελλήνων καλλιτεχνών που ζουν και εργάζονται στην Αμερική, το έργο της Γεωργίας Λαλέ, «Ενοχή της Γειτονιάς» (Neighborhood Guilt), αποσύρθηκε με εντολή του υπουργού Εξωτερικών Γεώργιου Γεραπετρίτη. Το έργο, μια ελληνική σημαία σε ροζ αποχρώσεις, είναι κατασκευασμένο από τα κομμάτια σεντονιών, πάνω στα οποία ξάπλωσαν γυναίκες που έχουν υποστεί σωματική βία. Στο παρασκήνιο, είχε προηγηθεί στην Ελλάδα η δήλωση του επικεφαλής του κόμματος «Νίκη», Δημήτρη Νατσιού, ο οποίος έκανε λόγο για «κουρέλι», συμπληρώνοντας πως «η σημαία αλλάζει χρώμα, μόνον όταν βαφτεί κόκκινη από το αίμα των αγώνων του λαού μας». Η εντολή του υπουργού, εκτός από μια καθαρή καταπάτηση του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης, αποτελεί και μια δήλωση αποτυχίας ενός πολιτικού χώρου, που παρά το υποκριτικά προοδευτικό προφίλ του, εν τέλει αποκαλύπτει περίτρανα την αυταρχική και υπερσυντηρητική του ατζέντα.
Η υποκρισία γίνεται ακόμη μεγαλύτερη αν συνδυάσουμε το εν λόγω περιστατικό με την πρόσφατη επίσκεψη του ίδιου του πρωθυπουργού στο ΕΜΣΤ. Στις 11 Δεκεμβρίου, δηλαδή μόλις μια εβδομάδα νωρίτερα, ο πρωθυπουργός ξεναγήθηκε στις εκθέσεις του Μουσείου και στο παρασκήνιο των τεσσάρων νέων εκθέσεων του προγράμματος με τον γενικό τίτλο «Κι’ αν οι γυναίκες κυβερνούσαν τον κόσμο;». Φαίνεται πως για τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση του, η απόδοση τιμών στη γυναικεία δημιουργικότητα είναι à la carte, καθώς εργαλειοποιούν την τέχνη προς την κατεύθυνση κατασκευής ενός μαγικού καθρέφτη, που μέσω του ειδώλου του μπορεί να μετακινήσει την εικόνα τους ανάλογα με τις πολιτικές τους σκοπιμότητες. Οι επίκαιρες συζητήσεις στη Βουλή για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και το νέο νομοσχέδιο για το μεταναστευτικό, επιβάλλουν άλλωστε στον πρωθυπουργό να φοράει πότε το κοστούμι του προοδευτικού φιλότεχνου, προς άγραν ψήφων από τη δεξαμενή του πολιτικού χώρου του μετριοπαθούς κέντρου, και πότε το κοστούμι του άτεγκτου δεξιού πατριώτη, προς αποφυγήν συγκρούσεως με τις υπερσυντηρητικές φωνές του ίδιου του κόμματός του. Βέβαια το να συντάσσετε με την ακροδεξιά πάει πολύ, παρά το γεγονός ότι δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη σε κανέναν.
Αναρωτιέμαι, τι να ήταν τελικά εκείνο που προκάλεσε το θυμικό αυτού του τόσο συντηρητικού, πατριδοκάπηλου και θρησκειολάγνου κομματιού της ελληνικής πολιτικής σκηνής και όλων όσων το στηρίζουν. Τι σημαίνει άραγε για αυτούς τους ανθρώπους βέβηλο και τι ιερό; Απευθύνομαι λοιπόν σε αυτούς και τους ρωτώ: έχει ιερότητα το σύμβολο της σημαίας όταν αυτή χρησιμοποιείται ως «όπλο» για να χτυπήσεις όσους διαφωνούν μαζί σου στα συλλαλητήρια κατά του υποχρεωτικού εμβολιασμού, ενάντια στις νέες ταυτότητες ή στο ζήτημα του ονόματος της Μακεδονίας; Δεν είναι βέβηλο η σημαία να αγκαλιάζει κορμιά πάνω στα οποία ανεξίτηλα έχει χαραχτεί η σβάστικα; Σε αυτή την περίπτωση το αίμα των αθώων του Διστόμου και των Καλαβρύτων δεν βεβηλώνεται; Από την άλλη, υπάρχει άραγε τίποτα πιο ιερό από τον πόνο των ανθρώπινων και μη ανθρώπινων σωμάτων; Υπάρχει τίποτα πιο βέβηλο από το να προκαλείς αυτό τον πόνο, καταστρέφοντας σώματα και ψυχές; Υπάρχει άραγε τίποτα πιο ένοχο από τη σιωπή, όσων ξέρουν, αλλά δεν μιλούν, όσων μπορούν να αποτρέψουν το κακό αλλά δεν το κάνουν; Το έργο της Λαλέ όχι μόνο δεν προσβάλλει το εθνικό σύμβολο, αντίθετα, αναδεικνύει την ιερότητα του πόνου των γυναικείων σωμάτων και ψυχών και ταυτόχρονα την παθογένεια μιας κοινωνίας που συγκαλύπτει με αδιαφορία τα όσα συμβαίνουν γύρω της. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που το έργο λογοκρίθηκε: είναι δύσκολο να παραδεχτούμε πως τελικά όλοι είμαστε συνένοχοι.
Επιπλέον, όσοι θέλησαν να κατέβει η ροζ σημαία, δεν μπήκαν καν στον κόπο να ψάξουν καλύτερα την εικαστική έρευνα της καλλιτέχνιδος. Αν μπορούσαν να ξεπεράσουν την τύφλωση που τους προκαλεί η αταβιστική συμπεριφορά τους και ο μεσαιωνικού τύπου κοινωνικός και γνωσιακός «αναλφαβητισμός» τους, θα διαπίστωναν πως η καλλιτεχνική πρακτική της Λαλέ, εκτός από τη συγχρονικότητα και τις αναφορές στην πρωτοποριακή τέχνη των δεκαετιών του ‘70 και του ‘80, περιλαμβάνει στοιχεία που σχετίζονται με την καταγωγή και τις ρίζες της.
Δεν ξέρω εν τέλει αν η υπερέκθεση της εικόνας του έργου «Ενοχή της Γειτονιάς» στον Τύπο και τα κοινωνικά δίκτυα θα κάνει καλό στην καλλιτέχνιδα. Παρόλα αυτά μέσα από αυτόν τον παροξυσμό ηλεκτρονικών δηλώσεων μπορούμε να βγάλουμε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα. Αναφέρομαι σε κάποια σχόλια του τύπου «θα πρέπει να μάθουν οι καλλιτέχνες να ανέχονται την κριτική». Μόνο που στην περίπτωση της Λαλέ, έχουμε τον ορισμό της λογοκρισίας. Είναι δε τουλάχιστον αφελές και άκρως επικίνδυνο να βαφτίζουμε τη λογοκρισία ως «κριτική», γιατί αν σήμερα ανεχθούμε μια λογοκρισία που μοιάζει με «κάτι σαν κριτική», πολύ σύντομα θα έχουμε μια οπισθοδρόμηση που θα μοιάζει με «κάτι σαν πρόοδο» και μια αυταρχική εξουσία που θα μοιάζει με «κάτι σαν δημοκρατία».