«Παραβατικοί»
Στην Αργεντινή των αλλεπάλληλων οικονομικών κρίσεων, που οδήγησε στην εκλογική επικράτηση του αλλοπρόσαλλου ακροδεξιού Χαβιέρ Μιλέι στις προεδρικές εκλογές, το σινεμά είναι ένα μέσο συνειδητοποίησης και συχνά λειτουργεί ως πόλος αντίστασης. Για παράδειγμα, ο Ροντρίγο Μορένο με την ταινία του «Παραβατικοί» (Los delicuentes), στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται η ληστεία μιας τράπεζας, επιχειρεί μια διαφορετική προσέγγιση του κοινωνικού ζητήματος θέτοντας τα ζητήματα της ελευθερίας, της εξαρτημένης εργασίας, του ελεύθερου χρόνου.
Ο Μοράν, υπάλληλος τράπεζας, οργανώνει μια έξυπνη ληστεία, εκμεταλλευόμενος την απουσία ενός συναδέλφου του. Στη συνέχεια ζητά από τον συγκεκριμένο συνάδελφό του, τον Ρομάν, να φυλάξει τα χρήματα για όσο καιρό θα μείνει αυτός στη φυλακή -περίπου 3,5 χρόνια- και στη συνέχεια να τα μοιραστούν. Τον απειλεί πως αν δεν το κάνει θα τον κατηγορήσει για συνένοχο. Έτσι στήνεται το κόλπο, ο Μοράν φυλακίζεται, ο Ρομάν κρύβει τα χρήματα κάπου που του έχει υποδείξει ο συνένοχός του και το μόνο που μένει είναι ο δεύτερος να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Παρά τις πιέσεις που δέχεται και τις υποψίες να τον περικυκλώνουν δεν θα λυγίσει. Ενδιάμεσα θα προκύψει έρωτας μεταξύ του Ρομάν και της Νόρμα, μιας κοπέλας που γνώρισε στο μέρος που πήγε να κρύψει τα χρήματα. Από το ίδιο μέρος είχε περάσει και ο Μοράν μετά τη ληστεία. Εδώ κάπως η κατάσταση θα περιπλακεί, καθότι έρωτας χωρίς μπλέξιμο δεν είναι έρωτας. Η ιστορία θα συνεχιστεί μέχρι τη μέρα που ο ληστής θα αποφυλακιστεί και η κατάσταση θα ξεκαθαρίσει.
Μια πολύ όμορφη ταινία, με αφήγηση που ρέει παρά την τρίωρη διάρκειά της. Βασισμένη σε ένα έξυπνο και συμπαγές σενάριο, όπου το σασπένς δίνει τη θέση του στον έρωτα, οι υπαρξιακές αναζητήσεις στο χιούμορ και η εξεγερσιακή σπίθα στο όραμα της ελευθερίας, η ταινία του Μορένο, δικαίως, αγαπήθηκε από τους κριτικούς στο Φεστιβάλ των Κανών όπου προβλήθηκε.
Με την κάμερά του να προσπαθεί να καταγράψει την εσωτερική μάχη των ηρώων του που βρίσκονται μέσα στον κυκεώνα των γεγονότων, με διακριτική προσέγγιση των χαρακτήρων, με ιδανικές ερμηνείες των ηθοποιών, ακόμη και με την ταιριαστή συνοδεία της μουσικής και των τραγουδιών, οι «Παραβατικοί» είναι ένα φιλμ που σε κατακτά με την ειλικρίνεια των προθέσεών του.
Ο Ροντρίγο Μορένο λέει για τους ήρωές τους πως «ενσαρκώνουν μια συλλογική φαντασίωση: την απελευθέρωση από τα δεσμά των υποχρεώσεων της επαγγελματικής ζωής, με στόχο μια ανώτερη, απόλυτα ελεύθερη ζωή (…) Όμως υπάρχουν υπαρξιακά και πρακτικά ζητήματα που περιπλέκουν αυτό το όνειρο. Πώς να ζεις χωρίς τίποτε από όσα ήδη έχεις; Πώς και πότε να τολμήσεις αυτήν την αλλαγή; Το δίδυμο της ταινίας επιλέγει τη ληστεία. Αλλά το θέμα τους δεν είναι να γίνουν εκατομμυριούχοι. Είναι να ζήσουν χωρίς να χρειάζεται να εργαστούν, μέχρι το τέλος της ζωής τους». Και συνεχίζει: « Όπως έχει πει ο Μπρεχτ, τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας, μπροστά στην ίδρυσή της; Yπ’ αυτήν την έννοια το φιλμ είναι αναρχικό. Το καπιταλιστικό σύστημα τοποθετεί στο επίκεντρο των πάντων την εργασία, διότι η εργασία δημιουργεί μεγαλύτερο κεφάλαιο. Τα λεφτά, η κατανάλωση, η παραγωγή έχουν εκτοπίσει σήμερα την αξία της ξεκούρασης και του ελεύθερου χρόνου».
«Η περιπέτεια του βλέμματος»
Η δύναμη του βλέμματος στο σινεμά
Μια ταινία δοκίμιο που όμως ουσιαστικά είναι ταινία μυθοπλασίας, είναι «Η περιπέτεια του βλέμματος», όπως την χαρακτηρίζει ο ίδιος ο σκηνοθέτης της, ο Δημήτρης Αθανίτης. Μια γοητευτική περιπλάνηση στο δημιουργικό παρελθόν του σκηνοθέτη με οδηγό το βλέμμα της κάμερας, δηλαδή το βλέμμα του ίδιου του δημιουργού.
Ο Αθανίτης έχει ένα πολύ σημαντικό έργο πίσω του, το οποίο χαρακτηρίζεται από την πολυσυλλεκτικότητα, καθώς δεν έπαψε ποτέ να αναζητά νέους δρόμους έκφρασης, κάτι που φαίνεται από τις 11, μέχρι τώρα, μεγάλου μήκους ταινίες του.
Στην Περιπέτεια του βλέμματος προσπαθεί να ανιχνεύσει και να απαντήσει στο ερώτημα «τι υπάρχει πίσω από το σινεμά;». Επικεντρώνεται στο «βλέμμα», δηλαδή σε αυτό που αποτελεί το άλφα και το ωμέγα του κινηματογράφου. Χρησιμοποιώντας εκτενή αποσπάσματα από τις δικές του ταινίες, ο Αθανίτης αναζητά το αόρατο νήμα που συνθέτει, ανασυνθέτει και δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα. Και είναι συναρπαστικός ο τρόπος που το κινηματογραφικό του δοκίμιο δεν αποτελεί «βαριά πνευματική τροφή για μυημένους» αλλά ένα υπέροχο ταξίδι στον κόσμο των εικόνων, αναδεικνύοντας έτσι τη σημασία του βλέμματος αλλά και την ίδια την απόλαυση του σινεμά. Που δεν είναι παρά το μυστικό σημείο όπου το βλέμμα του θεατή συναντιέται με το βλέμμα του σκηνοθέτη.
Ο Δημήτρης Αθανίτης, αυτοανθολογούμενος κατά κάποιον τρόπο, με την τελευταία ταινία του επιβεβαιώνει πως παραμένει ένας ανήσυχος εξερευνητής του βλέμματος, ένας σκηνοθέτης που ψάχνει και ψάχνεται αλλά έχοντας πάντα συγκεκριμένο στόχο.
«Στην καρδιά μιας ταινίας, πίσω από τα πρόσωπα και τους χώρους, πίσω απ’ ό,τι βλέπω, υπάρχει ένα βλέμμα που μένει αόρατο. Είναι το βλέμμα που χτίζει αυτό που βλέπω. Ένα βλέμμα μυστικό, του οποίου την παρουσία νιώθω υποσυνείδητα και το οποίο με καλεί να δω μαζί του, να ανακαλύψω έναν άγνωστο κόσμο, να μπω μαζί του σε μια περιπέτεια», υποστηρίζει ο σκηνοθέτης. Αυτό διερευνά με την Περιπέτεια…, όπου η συρραφή σκηνών από τις ταινίες του καταλήγουν σε μια ενιαία αφήγηση. Να θυμίσουμε με την ευκαιρία ότι οι ταινίες αυτές είναι: «Αντίο Βερολίνο» (1994), «Καμιά συμπάθεια για το διάβολο» (1997), «Η πόλη των θαυμάτων» (2005), «Τρεις μέρες ευτυχίας» (2012), «Invisible» (2015), «Μήδεια» (2022).
«Η περιπέτεια του βλέμματος» προβλήθηκε στο 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.