Στις 10 Σεπτεμβρίου 1944 έφυγαν οι Γερμανοί από τη Λέσβο, ελευθερώθηκε το νησί. Με την καθοδήγηση του ΕΑΜ άρχισε νέα ζωή, δημιουργική. Οργανώθηκε η τοπική αυτοδιοίκηση, η Εθνική Αλληλεγγύη φρόντισε για τον επισιτισμό των κατοίκων, υποστηρίχτηκε η λειτουργία του νοσοκομείου, οι ακτήμονες καλλιέργησαν εγκαταλειμμένες εκτάσεις, πολιτιστικές εκδηλώσεις έγιναν στη Μυτιλήνη και στα χωριά. Τα Χριστούγεννα του ‘44 οι κάτοικοι του νησιού απέτρεψαν την απόβαση αγγλικών, αποικιακών στρατευμάτων. Ήταν μια σημαντική πολιτική νίκη του λαού, έστω κι αν τον επόμενο χρόνο ακυρώθηκαν όλα.
Οι ποιητές χρειάζονται κι οι διανοούμενοι, γιατί μας κάνουν να σκεφτόμαστε να προβληματιζόμαστε. «Σπέρνουν» γραπτά και κάνουν κάποιους να ανησυχούν. Στις 14 Δεκεμβρίου 1944 ο λόγιος και ζωγράφος Τάκης Ελευθεριάδης δημοσιεύει το χρονογράφημά του «Αναδρομή», στην εφημερίδα του ΕΑΜ «Ελεύθερη Λέσβος». Σκέφτεται ότι παλιά «ο δάσκαλος αγαπούσε την τάξη –στη δικιά του, την επέβαλε με την αγίαν ράβδον που βγήκε απ' τον παράδεισο– τους νόμους και το κράτος. Αγαπούσε ακόμα τα καλά παιδιά, που συμπλήρωναν το λιτό του δείπνο με κανένα δώρο, απ' τον κήπο ή το κοτέτσι του πατέρα. Καθόταν μονοκόμματος στην έδρα του, αδιάφορος για ό,τι γινόταν λίγο παρά έξω, ακόμα και για την άγρια θάλασσα, που σκέπαζε τον μικρό μας κήπο, και για τα σύννεφα, που πολλές φορές κατέβαιναν ώσαμε τη στέγη του σχολείου και μας τρόμαζαν, πιο πολύ απ' τα τριτόκλιτα, κι απ' τη βέργα κι απ' τη νηστεία. Κι όταν, μέσα σ' αυτή τη βαριά ατμόσφαιρα, που ήταν γεμάτη πλήξη και μοναξιά χτυπούσε ο κώδων, ανοίγαμε την πόρτα της φυλακής και παίρνανε τους δρόμους χαρά χαρούμενοι. Είχαμε μπροστά μας τόσες παιδιάστικες ώρες, εμείς είμαστε τόσο μικροί, κι οι ώρες να 'ναι μεγάλες...
Το πρωί μας ξυπνούσε πάλι ο κώδων, ήταν η βαριά χάλκινη καμπάνα της εκκλησιάς, που σαν έπιανε φωτιά κανένας πκαρής, [καπνοδόχος], χαλνούσε τον κόσμο με τις φωνές της, και μεις, μωρά πράματα βγαίναμε στο παράθυρο και κάναμε χάζι με τις σπίθες. Τότες, το 'γραφε και το βιβλίο, “έκρουσε ο κώδων του κινδύνου”. Κάθουμαι και σκέφτομαι ένα σωρό αδιαφόρετα πράματα. Ο ορίζοντας είναι γεμάτος, απ' τον καπνό και τη φλόγα της πυρκαγιάς που μαστίζει τον κόσμο. -Οι καμπάνες χρόνια τώρα δίνουν το σήμα του κινδύνου. Στην Αβησσυνία περιεχούσαν τους αραπάδες με υπερίτη, στην Ισπανία, οι ναζί έκαναν γενικές δοκιμές ολοκληρωτικού πολέμου περνώντας με φωτιά και με σίδερο τη Γκερνίκα, οι Γιαπωνέζοι πάλι, ήταν όλο παράπονο που οι άσπροι έτρωγαν κίτρινους και βάλθηκαν να εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους τη μερίδα του λιονταριού.
Μα οι λαοί αρπούσαν το ντουφέκι και χτυπούσαν τον οχτρό. Άλλοι έπεσαν, αλλού η φωτιά ανάβει ακόμα. Κάτω απ' τη στάχτη της Γκέρνικα, στα λαγούμια της Αστουρίας, η σπίθα δεν έσβησε. Ισπανία, γεμάτη πυρό πάθος και αναφιλητό θανάτου...»
Ενδιάμεσα, «ο δάσκαλος χτυπούσε τον κώδωνα του κινδύνου. Η γλώσσα των προγόνων, η πατρίς, η οικογένεια βρισκόταν σε κίνδυνο. Κάθε χωροφύλακας και καμπάνα. Κάθε φημερίδα και καμπαναριό. Κινδύνευαν οι νόμοι των λύκων! Οι λύκοι –που πληρώνουν τους καμπανοκρούστες– εφευρίσκουν φανταστικούς εχθρούς και ρίχνουν πάνω τους το λαό για να ξεθυμάνει. Ο Χίτλερ, έριξε τους λαούς της Κεντρικής Ευρώπης απάνου στους Εβραίους και οι λύκοι πέσαν στο ψαχνό. Στις πλατείες καίγαν αιρετικά βιβλία –στο μεσαίωνα ψήναν ζωντανούς και τους συγγραφείς– και γύρω απ' την πυρά ο παραστρατημένος λαός, ο μελλοθάνατος, χόρευε και ζητωκραύγαζε τους δημίους».
Τι ειρωνεία! Και σήμερα χτυπά ο κώδωνας του κινδύνου που φέρνει η πολιτική μαυρίλα, πάλι πρέπει να τρέξουμε, εμείς ο λαός της Ευρώπης, να κρατήσουμε τη σπίθα της λευτεριάς και του ανθρωπισμού αναμμένη.