«Η Αριστερά και ο Ίψεν», Κείμενα των Γκράμσι, Ένγκελς, Κάουτσκι, Λου Σουν, Λούκατς, Λουνατσάρσκι, Μέρινγκ, Μπλοκ, Πλεχάνοφ, Στανισλάφκσι, Σω, Τρότσκι, Τσέτκιν», εκδόσεις Τόπος, 2023
Σχεδόν όλοι οι επιφανείς μαρξιστές της Β΄ και αργότερα της Γ΄ Διεθνούς –Ένγκελς, Κάουτσκι, Πλεχάνοφ, Λουνατσάρσκι, Μέρινγκ, Τρότσκι, Γκράμσι, Λούκατς– αφιέρωσαν δοκίμια στον Ίψεν. Για κανέναν άλλο δραματουργό δεν θα βρούμε κάτι ανάλογο. Πού οφείλεται αυτή η ισχυρή έλξη του Ίψεν στη μαρξιστική και ευρύτερη προοδευτική, αριστερή διανόηση;
Η συλλογή «Η Αριστερά και ο Ίψεν» που κυκλοφόρησε μόλις από τις εκδόσεις Τόπος, πέρα από την αναφορά σε πιο σύγχρονες προσεγγίσεις, μας δίνει αφορμές να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, το οποίο συζητά εκτενώς ο γράφων στη συνεισφορά του.
Ο Ίψεν υπήρξε ένας αμείλικτος πολέμιος των αστικών συμβάσεων. Ανέδειξε στα έργα του τα δεινά που έφερνε ο καπιταλισμός καταστρέφοντας την παλιά, ήσυχη μικροαστική ζωή: η αστική παρακμή και ο φιλισταϊσμός, η τυραννία της συντηρητικής κοινής γνώμης, οι δυσχέρειες της επιβίωσης, η περιθωριοποίηση των γυναικών. Αυτά και μόνο τα στοιχεία αρκούσαν για να τραβήξουν την έντονη προσοχή των μαρξιστών, που διέγνωσαν και ανέλυσαν τις ίδιες αντιφάσεις με το μικροσκόπιο του ιστορικού υλισμού.
Υπάρχει όμως περισσότερο από αυτό. Η δημιουργική πορεία του Ίψεν χαρακτηρίζεται από αξιοσημείωτη ποικιλία και συνθετότητα. Ο Ίψεν συντάχτηκε αρχικά με τις βλέψεις για τη δημιουργία μιας ισχυρής αστικής Νορβηγίας, στηριγμένης στις ρωμαλέες αγροτικές-πολεμικές παραδόσεις των Βίκινγκς. Σε ένα επόμενο στάδιο, στη ρεαλιστική περίοδό του, αναγνώρισε ότι ο ανερχόμενος καπιταλισμός αδυνατούσε να δημιουργήσει κάτι στέρεο, θέτοντας αντίθετα εμπόδια στην ανθρώπινη επίτευξη, που τα βιώνουν έντονα ήρωές του, όπως η Νόρα και ο δρ Στόκμαν. Στην τελευταία, συμβολική φάση του, παρουσιάζει ισχυρούς αστούς που εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες που τους προσφέρει ο εδραιωμένος καπιταλισμός, αλλά τελικά καταστρέφονται, αφού οι εγωιστικές επιδιώξεις τους αποδεικνύονται ασύμβατες με τις ηθικές αναστολές τους.
Κάθε μαρξιστής αναγνώρισε σε αυτή την ποικιλία και τις εκφάνσεις της ένα κομμάτι από τον εαυτό του, αποτιμώντας εύστοχα ένα μέρος του ιψενικού έργου και σκοντάφτοντας σε κάποιο άλλο. Παρμένες από κοινού, οι συνεισφορές τους μας δίνουν έτσι όχι μόνο μια σφαιρική αποτίμηση του ίδιου του Ίψεν αλλά και μια εικόνα του μαρξιστικού όλου της εποχής και της ιδιαίτερης θέσης του κάθε μαρξιστή μέσα σε αυτό.
Η ιδιαίτερη θέση του κάθε μαρξιστή
Ο Ένγκελς είδε στον Ίψεν τον βάρδο των νορβηγών μικροαστών. Διέκρινε όμως ισχυρά ανάμεσα στους γερμανούς φιλισταίους μικροαστούς, που είχαν αποτύχει να υψώσουν ανάστημα το 1848 και έκτοτε συμβιβάζονταν πλήρως με τη γερμανική αθλιότητα, και τους νορβηγούς ομόλογούς τους, που διαπνέονταν από ένα έντονο εξεγερσιακό πνεύμα.
Ο Κάουτσκι και ο Πλεχάνοφ, οι ηγετικοί μαρξιστές της Β΄ Διεθνούς, υπογράμμισαν τους περιορισμούς της μικροαστικής εξέγερσης, στην οποία καλεί μέσω των ηρώων του ο Ίψεν: η ασάφεια προοπτικών και η απουσία θετικού ιδανικού· η αδυναμία να ανυψωθεί σε μια συνείδηση της ιστορικής σύγκρουσης ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο, λόγω των καθυστερημένων συνθηκών της Νορβηγίας· η προσκόλληση στον μικροαστικό ατομικισμό και η δυσπιστία προς τη συλλογικότητα. Είδαν όμως μόνο αρνητικά γνωρίσματα στον ατομικισμό του Ίψεν, χάνοντας από το οπτικό τους πεδίο τον ενεργητικό, προωθητικό χαρακτήρα του, που τον καθιστά ανοικτό στη σοσιαλιστική θεώρηση. Ο Πλεχάνοφ, στον οποίο χρωστάμε την καλύτερη μαρξιστική πραγμάτευση του Ίψεν, υποβάθμισε πολύ τις δηλώσεις συμπάθειας του Ίψεν για το σοσιαλιστικό κίνημα, ιδιαίτερα στην ομιλία του το 1885 προς τους εργάτες του Τροντχάιμ. Κατά τραγική ειρωνεία, οι δυο μεγάλοι μαρξιστές υπέπεσαν αργότερα στο ίδιο σφάλμα που καταλόγισαν αυστηρά στον Ίψεν, αποτυχαίνοντας να διακρίνουν και μάλιστα εναντιούμενοι στη σοσιαλιστική επανάσταση, όταν αυτή κτύπησε την πόρτα της ιστορίας το 1917.
Οι μαρξιστές που συντάχτηκαν με τον Οκτώβρη, Μέρινγκ, Τρότσκι, Λουνατσάρσκι, προέβησαν γενικά σε πιο εποικοδομητικές, διαλεκτικές κρίσεις. Όλοι είδαν ως μεγαλύτερο προτέρημα του Ίψεν, όπως είχε κάνει και ο Πλεχάνοφ, τη συντριπτική κριτική του αστικού φιλισταϊσμού. Μέσα σε αυτή την άρνηση διέκριναν όμως και κάτι θετικό, την έκφραση μιας γνήσια ριζοσπαστικής διαμαρτυρίας απέναντι στις τερατωδίες που γεννά ο καπιταλισμός. Ο Λουνατσάρσκι, ένας βαθύς γνώστης του θεάτρου και θεατρικός συγγραφέας ο ίδιος, συνοψίζει ως εξής τη στάση του Ίψεν απέναντι στον καπιταλισμό:
«Ιδού ένας φανταστικός διάλογος:
Ίψεν: Ένα άτομο πρέπει να έχει έναν μεγάλο σκοπό και να θυσιάζει τα πάντα σε αυτόν.
Καπιταλισμός: Ο μεγάλος μου στόχος είναι το κέρδος, θα θυσιάσω τα πάντα σε αυτό.
Ίψεν: Ο στόχος σας είναι πολύ απάνθρωπος, και επομένως εσείς οι ίδιοι είστε καταδικασμένοι να γίνετε θύμα αυτού του απάνθρωπου πάθους.
Ο Ίψεν (…) καταγγέλλει τον καπιταλισμό και τον πλούτο, την ποταπή και κυνική μορφή που πήρε ο ηρωισμός εκείνη την εποχή (…). Να απαιτούν την αλήθεια σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, να καταπολεμούν την αλαζονεία, να διαλύουν όλες τις μάσκες – δεν είναι αυτοί οι στόχοι εκείνων των μελών της μεσαίας τάξης που περιφρονούν όλες τις επιπλοκές της εμπορικής ζωής, όλη την υποκρισία του καπιταλιστικού πολιτισμού;»
Διαχρονική αξία
Ο Τρότσκι αργότερα, όταν βρέθηκε το 1935 εξόριστος στη Νορβηγία, θυμήθηκε τη νεανική του ενασχόληση με τον Ίψεν, αναγνωρίζοντας τη διαχρονική αξία του:
«Οι Νορβηγοί είναι δίκαια περήφανοι για τον Ίψεν, τον εθνικό τους ποιητή. Πριν από τριάντα πέντε χρόνια ο Ίψεν ήταν η λογοτεχνική μου αγάπη. Ένα από τα πρώτα μου άρθρα ήταν αφιερωμένο σε αυτόν. Σε μια δημοκρατική φυλακή, στη γενέτειρα του ποιητή, ξαναδιάβασα τα δράματά του (…) Στο σύνολό του ο Ίψεν μού φάνηκε φρέσκος και, στη βόρεια φρεσκάδα του, ελκυστικός».
Σε συνομιλία του με τον Trygve Lie, τον σοσιαλδημοκράτη νορβηγό υπουργό Δικαιοσύνης, ο Τρότσκι σύγκρινε τη θέση του με εκείνη του «εχθρού του λαού» δρος Στόκμαν. Προειδοποίησε τον συνομιλητή του ότι η δειλία των αστικών κύκλων να αντιταχθούν στο φασισμό θα τους έκανε εμιγκρέδες σε μερικά χρόνια.
Ο Λούκατς και ο Γκράμσι απέδωσαν μεγάλη σημασία στα ηθικά προβλήματα που ανακίνησε ο Ίψεν, στη διάρκεια της μετάβασής τους στον μαρξισμό και αργότερα.
Ο Γκράμσι αφηγείται την εμπειρία του από την παρακολούθηση μιας παράστασης του Κουκλόσπιτου, στην οποία το αστικό κοινό πάγωσε στην τελευταία πράξη από τη στάση της Νόρας. Βλέπει σε αυτό μια απόδειξη ότι η ηθική ακεραιότητά της μόνο κατ’ εξαίρεση μπορεί να βρει απήχηση στην αστική τάξη, ανταποκρινόμενη στα νέα, υψηλότερα ιδανικά που έφερνε ο σοσιαλισμός.
Στα νεανικά κείμενά του ο Λούκατς επίσης ταυτίζεται με την ηθική διαμαρτυρία του Ίψεν. Τον εξαίρει ως τον πρώτο δραματουργό που έδωσε φωνή στα θύματα ασκητικών τυράννων α λα Μπόρκμαν και Ρούμπεκ. Στο ώριμο έργο του επισήμανε την ανασχετική επιρροή του συμβολισμού, που επιχειρεί να ανυψώσει τεχνητά τους ιψενικούς ήρωες σε κάτι παραπάνω από ό,τι είναι, χάνοντας ταυτόχρονα κάτι από την πραγματική αξία τους. Στην Κλάρα Τσέτκιν χρωστάμε την πιο ευαίσθητη, σφαιρική εκτίμηση του Ίψεν. Εκεί που οι άλλοι μαρξιστές έβλεπαν στον αφηρημένο χαρακτήρα των προοπτικών του μόνο μια αδυναμία, η Τσέτκιν μπόρεσε να διακρίνει και ένα προτέρημα, μια εγρήγορση που διατηρεί ζωντανή τη σκέψη προφυλάσσοντάς τη από την έπαρση και το δογματισμό. Όπως το θέτει:
«Η λαχτάρα που ωθεί τον αγώνα, και όχι οι χειροπιαστοί καρποί του αγώνα, ήταν για τον Ίψεν η υπόσχεση που εξασφάλιζε το ανοδικό ταξίδι της ανθρωπότητας. Σε αυτή την εκτίμηση, συναντά τον Λέσινγκ, ο οποίος έθετε την αναζήτηση της αλήθειας πάνω από την κατοχή της αλήθειας, σε αντίθεση με τους κορεσμένους, αργούς και αυτοδικαιωμένους κατόχους των κληρονομημένων “αιώνιων αληθειών”. Με αυτόν τον τρόπο έχει διατηρήσει την αμφιβολία φρέσκια και υγιή και επομένως γόνιμη (…) Ο επαναστάτης Ίψεν θα ζει όσο υπάρχει αστική κοινωνία. Ο Ίψεν, ο καλλιτέχνης και παιδαγωγός, θα ζει για πάντα».