Francois Dubet «Ο καιρός των θλιμμένων παθών. Ανισότητες και λαϊκισμός», μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, εκδόσεις Πόλις, 2023
Το βιβλίο του Φρανσουά Ντιμπέ μάς δείχνει έναν διαφορετικό τρόπο, για να σκεφτούμε την κοινωνική δικαιοσύνη. Την τελευταία την σκεφτόμαστε πάντοτε σε αναφορά προς τις κοινωνικές ανισότητες. Αυτές οι ανισότητες αφορούν τις μεγάλες οικονομικές αποκλίσεις. Εφόσον το ζήτημα της ισότητας συνδέεται ουσιωδώς με την ελευθερία, η σχέση τους, σε αναφορά προς τη δικαιοσύνη, θα εγγράφεται στον πυρήνα του δημοκρατικού ζητήματος. Η κατίσχυση του φονταμενταλισμού της ασύδοτης αγοράς, σε βάρος της δημοκρατίας και των πολιτικών ρυθμίσεων, που η δημοκρατία μπορεί να εγγυηθεί, τείνει να εξοστρακίσει το πολιτικό αίτημα της δίκαιης διανομής. Όμως, τα αποτελέσματα αυτής της κατάστασης, όπως αποτυπώνονται στο κοινωνικό σώμα, επηρεάζουν και τις ανισότητες. Τις επηρεάζουν υπό την έννοια ότι τις διαιρούν τέμνοντας την αρχική ενιαία μορφή τους, η οποία αποκρυσταλλωνόταν στη συζυγία οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων.
Ο Ντιμπέ αυτό το δείχνει ξεκάθαρα, περιγράφοντας αυτή την τομή μέσω της διάκρισης μεγάλων και μικρών ανισοτήτων. Η νέα διάκριση ορίζει και μια νέα κατάσταση, μια παράδοξη κατάσταση, κατά τον συγγραφέα: «Βρισκόμαστε σε μια παράδοξη κατάσταση: η μεγαλύτερη ή μικρότερη όξυνση των ανισοτήτων συνδυάζεται με την εξάντληση ενός ορισμένου καθεστώτος ανισοτήτων: του καθεστώτος των κοινωνικών τάξεων που διαμορφώθηκε στις βιομηχανικές κοινωνίες. Ενώ οι κοινωνικές ανισότητες έμοιαζαν κάποτε συνυφασμένες με το σταθερό καθεστώς των τάξεων και των συγκρούσεών τους, σήμερα οι διαιρέσεις και οι ανισότητες πολλαπλασιάζονται διαρκώς και κάθε άτομο μπορεί να υπόκειται σε πολλές τέτοιες» (σ. 11).
Ο Ντιμπέ, σε αυτό το απόσπασμα, το οποίο νομίζω ότι αποτελεί και την ερμηνευτική κλείδα για την κατανόηση της προβληματικής του, μας δείχνει και τον άξονα της επιχειρηματολογίας του, ότι δηλαδή η ωρίμανση και ολοκλήρωση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, στο δεύτερο μισό του αιώνα που πέρασε, δεν εξηγείται, ει μη μόνον ως συμπόρευση με την αναπτυξιακή πορεία των βιομηχανικών κοινωνιών. Σε αυτό το πεδίο αναπτύχθηκαν οι θεωρήσεις που αποτέλεσαν εξέλιξη των προηγούμενων θεωριών κοινωνικού συμβολαίου, δηλαδή θεωρήσεις για θεσμική ολοκλήρωση και συναίνεση ως προς την ενίσχυση των αντιπροσωπευτικών θεσμών, παράλληλα με την πολιτική δικαιότερης αναδιανομής.
Στις θεωρίες κοινωνικού συμβολαίου εδράζονται και όλα τα συστηματικά εγχειρήματα ενίσχυσης και εμβάθυνσης του ρόλου των κοινοβουλευτικών θεσμικών οργάνων, παράλληλα με το υπόδειγμα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, που αποσκοπούσε στη μείωση και ρύθμιση των ανισοτήτων. Αυτές οι εξελίξεις, όπως εναργώς καταδεικνύει ο Ντιμπέ, διαμόρφωσαν νοοτροπικές στάσεις, συλλογικές συμπεριφορές, κοινές παραστάσεις αξιών και αντίστοιχες πρακτικές, που όλες μαζί συνέθεσαν το υλικό των ιστορικών εμπειριών αυτών των κοινωνιών.
Η πορεία αυτής της εξέλιξης οδήγησε στη μετάβαση στις σύγχρονες μεταβιομηχανικές κοινωνίες, στις αλλαγές της οικονομίας και της διεθνούς τεχνολογίας, με αποτέλεσμα να συσταθεί ένα νέο πεδίο, εντός του οποίου τελεί υπό διαρκή δοκιμασία η σχέση της νέας αυτής κοινωνίας με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, άρα και με το ζήτημα των ανισοτήτων. Η εν λόγω διαχείριση αφορά τις νέες πολλαπλές ανισότητες. Οι τελευταίες προκαλούν λειτουργική εμπλοκή στον μηχανισμό της κατανόησης και της εξήγησης του πώς παράγονται οι ανισότητες και πώς επιδρούν εντείνοντας την πολιτική υποαντιπροσώπευση.
Κοινωνική τάξη: παντού και πουθενά
Κάθε εμπλοκή στη λειτουργία ενός μηχανισμού, όμως, θέτει υπό δοκιμασία και την αποτελεσματικότητα των παλαιών εργαλείων. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα που εξετάζει ο Ντιμπέ, ορισμένα από αυτά δεν δουλεύουν πια: «Ενώ το πεδίο των ανισοτήτων επεκτείνεται, το καθεστώς των κοινωνικών τάξεων περιστέλλεται και η λέξη «τάξη» καθίσταται ένα πολιτικό σημαίνον και τίποτα παραπάνω. Αρκεί όλες οι ανισότητες να αποδοθούν σε μία μόνο αιτία, την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, το χρηματοπιστωτικό σύστημα ή τον νεοφιλελευθερισμό, για να γίνουν όλα υπόθεση κοινωνικών τάξεων και ταξικής πάλης. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, όντας παντού, οι κοινωνικές τάξεις καταλήγουν να μην είναι πια πουθενά» (σ. 40). Το να κοιτάζει κανείς στο πουθενά σημαίνει ότι δεν υπάρχει κάτι να δει.
Στην περίπτωση του Ντιμπέ, όμως, δεν είναι έτσι. Ο Ντιμπέ, χωρίς να μετακινεί τη βελόνα του ενδιαφέροντός του αποκλειστικά στις επιμέρους, μικρές ανισότητες, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τις μεγάλες και βαθειές, επιχειρεί την αναστοχαστική εξέταση του ίδιου του καθεστώτος των ανισοτήτων. Ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι αυτό το καθεστώς συγκροτήθηκε από την εργασία, αναδεικνύει τον νεοτερικό χαρακτήρα του, με το να αποσυνδέει τη σύστασή του από οιονδήποτε θεολογικό-πολιτικό κανόνα. Είναι το ίδιο αυτό καθεστώς στοιχείο της πολιτικής νεοτερικότητας, διότι το εύρος και το βάθος των κοινωνικών-ταξικών ανισοτήτων, παρά την αρχική εναντίωση του φιλελευθερισμού του 19ου αιώνα προς την αρχή της δημοκρατικής ισότητας, αυτές δεν επέτυχαν την ακύρωση της τελευταίας. Αλλιώς, δεν θα ήταν σήμερα συμφυής η σχέση φιλελευθερισμού, αντιπροσώπευσης και δημοκρατίας. Η σύγκρουση όμως παρέμεινε ανάμεσα στη δημοκρατική ισότητα και τον καταμερισμό της εργασίας, όπως τον γνωρίσαμε στον βιομηχανικό καπιταλισμό. Η αλλαγή αυτού του καταμερισμού τροποποίησε και το καθεστώς των ανισοτήτων.
Εξατομίκευση των ανισοτήτων
Αυτή η τροποποίηση είναι συνέπεια του κοινωνικού κατακερματισμού και της εξατομίκευσης των κοινωνικών σχέσεων. Έτσι, όμως, εν μέρει εξατομικεύτηκαν και οι ανισότητες. Η εξατομίκευση, τώρα, των ανισοτήτων είναι η ευεπίφορη περίσταση και συνθήκη για την επιθετική εκτίναξη όλων των «Εγώ», που αλώνουν το πεδίο του «Εμείς», άρα και το ιδεώδες της ισότιμης κοινωνικής συνύπαρξης. Και πού φαίνεται, με αγριότητα, η οποία προκαλεί συχνά αμηχανία, όλο αυτό; Μας το εξηγεί ξεκάθαρα ο Ντιμπέ: «Ο θυμός και η μηνικακία, που μέχρι πρότινος περιορίζονταν στην ιδιωτική σφαίρα, αποκτούν πρόσβαση στον δημόσιο χώρο. Η ιδιωτικοποίηση και η αμεσότητα της κριτικής μάς επιτρέπουν να καταγγέλλουμε όχι μόνο την πορεία του κόσμου, τα αφεντικά, τους πολιτικούς και τις ελίτ, αλλά και τον προϊστάμενό μας, τον γείτονά μας, τον διπλανό μας φασίστα, αριστερό ή μετανάστη, τον δήμαρχό μας, τον καθηγητή μας, τον γιατρό μας – και όποιον διαδικτυακό χρήστη δεν τους καταγγέλλει μαζί μας» (σ. 93).
Αυτό, όμως, είναι και το ανθρωποβόρο πιθανό τέλος της ανθρώπινης και κοινωνικής αλληλεγγύης. Η πρώτη, η ανθρώπινη, χρειάζεται ανθρώπους, ικανούς να χωρέσουν τους άλλους, που σε κάτι, σίγουρα, θα είναι «αλλιώς». Η δεύτερη, η κοινωνική αλληλεγγύη, χρειάζεται αυτοί οι «ευρύχωροι» άνθρωποι να αντιλαμβάνονται το «Εμείς», με όρους δικαιοσύνης, άρα με αυτοπεριορισμό των «Εγώ», ώστε η συνύπαρξη όλων να είναι ισότιμη. Το πρόβλημα της δικαιοσύνης, μέσα από την αγχινούστατη ανάλυση και την επιχειρηματολογική ευρωστία του βιβλίου του Ντιμπέ, αναφύεται ως ερώτημα: πώς μπορεί να είναι κανείς δίκαιος σε έναν άδικο κόσμο; Είναι αυτό και ένα αναστοχαστικό πρόβλημα, ως προς το «τι», αλλά και μεθοδολογικό πρόβλημα, ως προς το «πώς», για τη δημοκρατική-σοσιαλιστική Αριστερά, η οποία, πριν να κινήσει να αλλάξει τον κόσμο, στο μέλλον, θα πρέπει να δει αν και πώς μπορεί να μετασχηματίσει το παρόν, άρα και τον εαυτό της εντός αυτού του παρόντος; Άλλωστε και το παρόν διαρκεί πολύ.