Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εισήγηση της Αναμέτρησης στις 19 Δεκεμβρίου, με πρόθεση να υπάρξει μια “εναλλακτική για τις ευρωεκλογές”, περιλαμβάνει καθαρές και ευπρόσδεκτες αριστερές τοποθετήσεις. Η αναφορά πριν απ' όλα στην κομμουνιστική Αριστερά είναι σήμερα μια υπενθύμιση της ανάγκης να γίνει κατανοητό ότι η άμυνα και αντεπίθεση του κόσμου της εργασίας, απέναντι σε ένα επιθετικό και συνάμα καταστροφικό διεθνές κεφάλαιο, δεν μπορεί να μη περιλαμβάνει τη στρατηγική επιδίωξη μιας κομμουνιστικής κοινωνίας, της δημοκρατικής οργάνωσης της κοινωνίας των “συνεταιρισμένων παραγωγών”. Επίσης, απέναντι σε μια Αριστερά που κατά κανόνα θεωρεί ότι ο καπιταλισμός είναι αιώνιος και πόσο μάλλον η Ευρωπαϊκή Ένωση, υπενθυμίζει η εισήγηση ότι υπάρχει μια εκκρεμότητα από το 2015 που με το ένα ή τον άλλο τρόπο πρέπει να συζητηθεί για να αντιμετωπιστεί.
Υπενθυμίζονται, ακόμα, ζητήματα κρατικοποιήσεων, θεσμικών μεταβολών σε σχέση με το ισχύον καθεστώς, αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων των κοινωνικών κινημάτων με το κεφάλαιο, προσέγγισης της ενεργειακής μετάβασης σε τοπικό επίπεδο, και αναδεικνύεται έτσι η ανάγκη να περάσουμε από την αποσαφήνιση των στρατηγικών επιλογών στην ανάπτυξη εξειδικευμένων πολιτικών και στόχων, που μπορούν να παίξουν το ρόλο της μεταβατικής ενίσχυσης των λαϊκών κινητοποιήσεων και στόχων. Αλλά η δημιουργία και η ανάπτυξη μιας κομμουνιστικής πολιτικής οργάνωσης δεν μπορεί να επιτευχθεί με το άθροισμα αριστερών και αντικαπιταλιστικών θέσεων και προτάσεων, καθώς χρειάζεται μια ολοκληρωμένη στρατηγική προσέγγιση, που να ανταποκρίνεται σαφώς στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τρέχουσας ιστορικής περιόδου.
Περί ευρωκομμουνισμού
Για τη σημερινή συζήτηση στρατηγικών και πολιτικών, είναι χρήσιμο και ίσως απαραίτητο να αναζητήσουμε το πώς φθάσαμε στο καλοκαίρι του 2015. Μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, αφού στην Ευρώπη ανασυγκροτήθηκε το καπιταλιστικό σύστημα, και μπορούμε να πούμε ότι “άνθησε” για μερικές δεκαετίες, η Αριστερά εξελίχθηκε προς δύο μεγάλες κατευθύνσεις: προς την εγκαθίδρυση του λεγόμενου ευρωκομμουνισμού, που ήταν στην πραγματικότητα μια μετεξέλιξη των σταλινικών κομματικών γραφειοκρατιών προς την αποδοχή της ένταξής τους στους θεσμούς αναπαραγωγής των καπιταλιστικών καθεστώτων, και από την άλλη μεριά προς την αναπαραγωγή ή τη δημιουργία πολύ μικρότερων οργανώσεων με αντικαπιταλιστική στρατηγική, και την ψευδαίσθηση ότι με την αξιοποίηση κοινωνικών κινητοποιήσεων και μερικές φορές με ένοπλες δράσεις, θα αναδεικνυόταν σε αναγνωρισμένες ηγεσίες του επαναστατικού κινήματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το προϊόν της συνένωσης αυτών των δύο ρευμάτων, με πλειοψηφική τάση την ευρωκομμουνιστική, αυτήν δηλαδή που θεωρούσε εφικτή τη διαχείριση ενός καπιταλιστικού καθεστώτος, και ιδιαίτερα του ελληνικού.
Το πρόβλημα με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ πολύ πριν το καλοκαίρι δεν ήταν τόσο οι παλικαρισμοί με το μνημόνιο, αλλά η έλλειψη ενός πραγματικού σχεδίου, είτε για την εκδοχή της “ρήξης”, είτε για την εκδοχή της αποδοχής του τρίτου μνημονίου. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν προετοιμάστηκε για καμία από αυτές τις εκδοχές, ενώ από πολύ νωρίς ήταν ενημερωμένη για την ανυποχώρητη αδιαλλαξία της τρόικας. Αλλά και μετά τον Αύγουστο του 2018, με το τέλος του μνημονίου, δεν τήρησε καμία υπόσχεση για το “παράλληλο πρόγραμμα”, υιοθετώντας, παρά τις μεταρρυθμιστικές υποσχέσεις, τη στάση της αποδοχής των λειτουργιών του ελληνικού καπιταλισμού, όπως είχε συμβεί αναλόγως τόσο στη Γαλλία, όσο και στην Ιταλία. Πουθενά δεν προώθησε ο ευρωκομμουνισμός φιλόδοξα μεταρρυθμιστικά προγράμματα, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου η μακρά διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με την υιοθέτηση καθαρά νεοφιλελεύθερων πολιτικών, είχε υπονομεύσει και αποδυναμώσει τόσο τις οργανωτική παρουσία των εργαζομένων, όσο και την ισχύ του κοινωνικού κράτους.
Η επίθεση του κεφαλαίου
Κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ δεν δοκιμάστηκε, ούτε επιτεύχθηκε μια οργανωτική ανασυγκρότηση του κόσμου της εργασίας και η σχέση του κόμματος της Αριστεράς με τον κόσμο αυτό παρέμεινε εκλογική. Η κομματική γραφειοκρατία συνδεόταν πολύ περισσότερο με κατηγορίες των μεσαίων στρωμάτων, που ζουν σε συνθήκες ταξικού πολέμου του κεφαλαίου (επιχειρηματικού και τραπεζικού) κατά της εργασίας, ενώ δεν αμφισβητούν το ισχύον πρότυπο καπιταλισμού, επιδιώκουν αντίθετα να αξιοποιήσουν τις διαδικασίες αναπαραγωγής του. Υπάρχουν κοινωνικές κατηγορίες που ανήκουν στη λεγόμενη μεσαία τάξη, αλλά αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα στον σημερινό καπιταλισμό, στα οποία πρέπει να προστεθούν και οι καταστροφές λόγω της κλιματικής αλλαγής. Θα μπορούσαν να στραφούν κατά της κυριαρχίας του κεφαλαίου, αλλά αυτό θα συνέβαινε χάρη σε μια πολύ ευρύτερη ταξική συμμαχία, του κόσμου της εργασίας και των υπόλοιπων λαϊκών τάξεων.
Εδώ και δύο δεκαετίες τουλάχιστον έχει γίνει κατανοητό ότι ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής με την κατάργηση της χρήσης ορυκτών καυσίμων, και η αντιμετώπιση των επιπτώσεών της για τους πληθυσμούς, τις υποδομές και τις οικονομικές δραστηριότητες, πρέπει να αποτελέσουν μέρος των οικονομικών και κοινωνικών στρατηγικών. Κατά την πιο πρόσφατη περίοδο, έχει αναδειχθεί μια συστηματική και ενισχυόμενη αρνητική στάση των οικονομικών ολιγαρχιών, σε ότι αφορά την υλοποίηση αποφασισμένων στόχων σχετικά με τη μείωση της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων.
Αυτή η επιθετική στάση του κεφαλαίου διεθνώς, σε αντίθεση με τις προειδοποιήσεις της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας, έρχεται να συμπληρώσει τις κρίσεις που γνωρίζουν να καπιταλιστικά καθεστώτα, τόσο στο επίπεδο των εθνικών οικονομιών, όσο και σε αυτό της εξέλιξης της παγκοσμιοποίησης. Αυτός ο συνδυασμός είναι ιδιαίτερα ορατός στη χώρα μας, όπου οι επιπτώσεις του νεοφιλελευθερισμού για την κοινωνία, τα αποτελέσματα της εξάρτησης από το διεθνές τραπεζικό κεφάλαιο, η συνεχιζόμενη τραγωδία των προσφυγικών ροών από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή, και η ανάδειξη με τις επιπτώσεις των ακραίων καιρικών φαινομένων της σοβαρότητας της κλιματικής αλλαγής, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η προστασία του πληθυσμού στη χώρα μας, όπως και σε μεγάλο μέρος του πλανήτη, απαιτεί τη μετάβαση σε ένα μετακαπιταλιστικό καθεστώς.
Ανάγκη ανασυγκρότησης
Αυτή η διαπίστωση οδηγεί στην ανάγκη μιας ριζοσπαστικής ανασυγκρότησης της Αριστεράς με βάση στρατηγικές επιλογές για την αντιμετώπιση όλων των παραπάνω απορρυθμίσεων της αναπαραγωγής των κοινωνιών, λόγω της γενικευμένης επιθετικής συμπεριφοράς του κεφαλαίου και των ολιγαρχιών απέναντι στον κόσμο της εργασίας και τις λαϊκές τάξεις. Αυτή η αναγκαία στάση της Αριστεράς δεν μπορεί παρά να στηριχθεί σε νέες καθεστωτικές επιλογές, που θα έχουν ως βάση την ενεργό συμμετοχή των εργαζομένων και των πολιτών, σε θεσμούς επεξεργασίας και υλοποίησης σχεδίων που αφορούν την παραγωγή, τις υποδομές και τις κοινωνικές υπηρεσίες, και λειτουργούν με τους κανόνες του δημοκρατικού σχεδιασμού. Η ανάπτυξη τέτοιων θεσμικών λειτουργιών σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, θα αποτελέσει την μέθοδο για την αποκατάσταση της οργανικής σχέσης της Αριστεράς με τις λαϊκές τάξεις.