Γκράχαμ Γκρην «Ο επίτιμος πρόξενος», μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πόλις, 2023

 

Στη Λατινική Αμερική, στη σκληρή εποχή των δικτατοριών, μας μεταφέρει ο Επίτιμος πρόξενος, βιβλίο που ο Γκράχαμ Γκρην έγραψε το 1973. Ενώ η Παραγουάη ματώνει κάτω από τη δικτατορία του Στρέσνερ, μια ομάδα ανταρτών έρχεται στην Αργεντινή, σε μια ανώνυμη πόλη, με σκοπό να απαγάγει τον πρέσβη των ΗΠΑ και κατόπιν να ζητήσει, σε αντάλλαγμα για τη ζωή του, την απελευθέρωση είκοσι φυλακισμένων συντρόφων τους που κρατούνται στα κελιά της Παραγουάης. Ωστόσο, ένα λάθος ανατρέπει τα πάντα: οι αντάρτες, αντί να απαγάγουν τον πρέσβη, πιάνουν τον τοπικό επίτιμο πρόξενο της Βρετανίας: έναν εξηντάρη μέθυσο, χωρίς πραγματικές αρμοδιότητες πια καθώς η περιοχή δεν έχει πλέον Βρετανούς, χωρίς πολλές συμπάθειες στην πόλη, την οποία έχει σοκάρει με τον γάμο του με μια πρώην πόρνη αλλά και με τη συμπεριφορά του γενικά, από τον οποίο το αγγλικό υπουργείο Εξωτερικών θέλει έτσι κι αλλιώς να απαλλαγεί. Πολύ σύντομα οι αντάρτες συνειδητοποιούν ότι κανένας δεν πρόκειται, όχι να απελευθερώσει φυλακισμένους, αλλά ούτε καν να ασχοληθεί: ούτε ο Στρέσνερ, ούτε οι ΗΠΑ, ούτε η αγγλική κυβέρνηση, σχεδόν ούτε τα ΜΜΕ… Όπως λέει κάποιος, «το πρόβλημα είναι πως [ο επίτιμος πρόξενος] είναι εντελώς ασήμαντος». Η υπόθεση είναι απλώς δουλειά της αστυνομίας της Αργεντινής.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Γκρην τοποθετεί μια ομάδα χαρακτήρων που, μέσα από ένα σύνθετο πλέγμα προσωπικών/κοινωνικών/πολιτικών σχέσεων, αρχίζουν σιγά σιγά να εγκλωβίζονται σε ένα παράλογο αδιέξοδο, σε έναν φαύλο κύκλο γεμάτο κρίσιμα διλήμματα, διλήμματα προσωπικά και ηθικά, που πολλές φορές παίρνουν υπαρξιακό χαρακτήρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο αντάρτης Ρίβας, ο οποίος είναι πρώην ιερέας που πλέον αμφισβητεί τον χριστιανικό Θεό της αγάπης, αλλά κουβαλάει πάντα μέσα του τον πυρήνα της πίστης του: «θα ’χαν υποχωρήσει, βλέπεις, αν είχαμε τον αμερικανό πρέσβη», λέει ο Ρίβας. «Κι εγώ θα ’χα σώσει τη ζωή δέκα ανθρώπων. Ποτέ δεν φαντάστηκα πως θα χρειαζόταν ν’ αφαιρέσω τη ζωή κάποιου».

Σύντομα γίνεται ολοκάθαρο πως η τραγωδία είναι μονόδρομος. Και ένα στοιχείο της τραγωδίας είναι ότι τα θύματα είναι συνήθως (αυτοί που μοιάζουν) οι πιο αθώοι.

Ακόμα ένα βιβλίο που συμπυκνώνει τους –γεμάτους ερωτήματα, διλήμματα, παγίδες– άξονες στους οποίους συνηθίζει να κινείται ο Γκρην και αποδεικνύει για άλλη μία φορά ότι είναι λάθος η λογοτεχνία αυτού του σπουδαίου συγγραφέα να περιορίζεται σε ένα στενό είδος (π.χ. κατασκοπικό μυθιστόρημα).

 

 

Ζακ Μουλέν «Το ξύπνημα του κτήνους», μετάφραση: Γιάννης Καυκιάς, Εκδόσεις του Εικοστού πρώτου, 2023

 

Ο αστυνόμος Σαλβέρ διευθύνει το τμήμα καταπολέμησης της τρομοκρατίας της Γιουροπόλ. Πολλές φορές ιδιόρρυθμος, είναι συχνά αναγκασμένος «να φυλάει τα νώτα του στη Γιουροπόλ», και ειδικά στην προκειμένη περίπτωση: διότι, ενώ όλη η υπηρεσία έχει τα μάτια της αποκλειστικά, έως και εμμονικά, στραμμένα στην «ισλαμιστική τρομοκρατία», αρνούμενη στην ουσία ακόμα και να δει οτιδήποτε άλλο, ο Σαλβέρ, ερευνώντας μια σειρά από φόνους, διαδρομές χρήματος κ.λπ., αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι σε όλη την Ευρώπη αρχίζει να απλώνεται ένα άλλο επικίνδυνο δίκτυο βίας και τρομοκρατίας: ένα δίκτυο από οργανώσεις εθνικιστικές, ακροδεξιές, φασιστικές, που –κάτω από τα στραμμένα αλλού ραντάρ– έχει απλώσει το φονικά πλοκάμια του σε όλη την ήπειρο. Οι ομάδες αυτές δρουν «με τρόπους που μοιάζουν πολύ μ’ εκείνους της μαφίας», επικοινωνούν με κανάλια που δύσκολα εντοπίζονται (ειδικά αν, μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης ισλαμοφοβίας, δεν ψάχνει κανείς), διακινούν τεράστια χρηματικά ποσά άγνωστης προέλευσης με σαφείς ενδείξεις για ξέπλυμα μαύρου χρήματος, όπου μπορούν προωθούν την εκλογή υπερεθνικιστών ηγετών, βεβαίως αγοράζουν και κάποια ποδοσφαιρική ομάδα… Σε όλα αυτά, σταθερά «κοινό στοιχείο το μίσος εναντίον των μεταναστών».

Κάποια από όλα αυτά έχουν ερευνηθεί κατά καιρούς από τις εσωτερικές αρχές κάποιων χωρών, χωρίς όμως να μπορεί να εντοπιστεί ο δεσμός ανάμεσά τους. Δημιουργείται έτσι μια σύγκρουση μέσα στην υπηρεσία του Σαλβέρ «ανάμεσα στους υπέρμαχους μιας ειδικής δράσης κατά της τρομοκρατίας της ευρωπαϊκής εξτρεμιστικής δεξιάς κι εκείνους που θεωρούσαν ότι αυτό ήταν εσωτερικό πολιτικό ζήτημα της κάθε χώρας».

Ο συγγραφέας στήνει ένα δυναμικό θρίλερ, καθώς ο βασικός του χαρακτήρας, ο αστυνόμος Σαλβέρ, κινείται διαρκώς σε επικίνδυνα μονοπάτια για να διερευνήσει μια σειρά από σκοτεινά εγκλήματα, ενώ από την άλλη είναι διαρκώς αναγκασμένος να κινείται επί ξυρού ακμής και μέσα στην υπηρεσία του, η οποία στην καλύτερη περίπτωση βλέπει με δυσπιστία τις θεωρίες του περί ακροδεξιού κινδύνου.

Προφανώς η μάχη με την ακροδεξιά δεν είναι μόνο, ή πρωτίστως, θέμα αστυνομικής καταδίωξης, ωστόσο ο Μουλέν θέτει με έντονο τρόπο ένα πολιτικό ζήτημα: την εκούσια τύφλωση των ευρωπαϊκών αλλά και των εθνικών θεσμών μπροστά στις εγκληματικές πράξεις ακροδεξιών/φασιστικών ομάδων και μηχανισμών. Όπως λέει, είναι ένας πόλεμος που μπορεί να κερδηθεί, αρκεί να υπάρξει επίγνωση του προβλήματος, αρκεί να κηρυχθεί.

 

 

Γκιτάντζαλι Σρι «Τάφος στην άμμο», μετάφραση: Στεφανία Γεωργάκη, εκδόσεις Καστανιώτη, 2023

 

Στη σύγχρονη Ινδία μάς μεταφέρει αυτό το, βραβευμένο με Μπούκερ, μυθιστόρημα: σε μια χώρα που έχει βιώσει έναν τραυματικό «Διαχωρισμό» (το 1947, μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν) και σε μια κοινωνία όπου, κατά κανόνα, οι γυναίκες είναι σχεδόν αόρατες. «Στην ιστορία αυτή υπάρχουν σύνορα και γυναίκες. Άμα έχεις γυναίκες και σύνορα, η ιστορία γράφεται μόνη της. Αλλά και οι γυναίκες από μόνες τους αρκούν»: έτσι ξεκινάει αυτή την ιστορία η συγγραφέας.

Πρωταγωνίστρια, μια 80χρονη γυναίκα, που την γνωρίζουμε μόνο ως «Μαμά» και η οποία, μετά τον θάνατο του συζύγου της, βυθίζεται σε μια παράξενη απόλυτη αδράνεια, σε μια ζοφερή ακινησία: «Πέθανε ο Μπαμπάς και την πήρε μαζί του!», λένε τα παιδιά της.

Και ξαφνικά η Μαμά ζωντανεύει!

Και αρχίζει μια περιπλάνηση σε τόπους, καταστάσεις, ανθρώπους (κρίσιμη η φιλία με τη χίτζρα Ρόζι), πράγματα, περιπλάνηση που θα αναστατώσει τους πάντες. Με τον τρόπο αυτό, η συγγραφέας έχει την ευκαιρία να περιπλανηθεί κι αυτή σε πολλαπλά θέματα, από τη θέση των γυναικών στην Ινδία και το σώμα («γιατί δικαιούνται μόνο οι νέοι να παθιάζονται με το σώμα τους; Λες και, άμα περάσει η νιότη, πρέπει ν’ απαρνιέσαι όποιο ενδιαφέρον, όποια επαφή, όποια επιθυμία») μέχρι τα σημάδια της αποικιοκρατίας και της κυριαρχίας των λευκών ή τα έθιμα, από την κατασκευή της μνήμης και της λήθης μέχρι τους «συγγραφείς του Διαχωρισμού».

Και, για αποκορύφωμα, η Μαμά αποφασίζει να ταξιδέψει στο Πακιστάν («Στο Πακιστάν; Ποιος πάει στο Πακιστάν;»), και πηγαίνει στη Λαχόρη («Α, εσείς ήρθατε από την άλλη μεριά»), εκεί όπου θα ξαναδεί «το σπίτι της, της οικογένειας της μαμάς της», για να συνεχίσει κατόπιν το ζείδωρο ταξίδι στο παρελθόν της, στη ζωή της, καθώς αρνείται να καταλάβει και να αποδεχτεί την έννοια της βίζας και των συνόρων και ακολουθεί τα βήματα στα οποία την οδηγεί η καρδιά της. Και, στο τέλος, η Μαμά αποκτάει άλλη υπόσταση «αποκτώντας» και όνομα: η «Μαμά» γίνεται η «Τσάντα»…

Ένα μυθιστόρημα πολυεπίπεδο και σύνθετο, που ξεχωρίζει ιδιαίτερα για το ύφος του, καθώς είναι γραμμένο με μια ποιητική ελλειπτικότητα που είναι ιδανική για να πιάσει τις πολλαπλές αποχρώσεις που δίνουν τον παλμό στο βιβλίο.

Ο Τάφος στην άμμο είναι το πρώτο βιβλίο γραμμένο στα χίντι που πήρε το Διεθνές Βραβείο Μπούκερ (το 2022). Η ελληνική μετάφραση έγινε, σε συνεννόηση με τη συγγραφέα, από αυτή την αγγλική μετάφραση, ενώ έγινε και θεώρηση από τα χίντι, από τον Δ. Βασιλειάδη.

 

Πρόσφατα άρθρα ( Βιβλίο )
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet