«Η Δίκη» του Όρσον Γουέλς
To μοναδικό επίθετο από την ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσει την ατμόσφαιρα και το κλίμα μια ταινίας (και όχι μόνον) είναι το καφκικό. Το τι ακριβώς σημαίνει αυτό είναι εύκολο να αναγνωριστεί, αλλά δύσκολο να κατανοηθεί σ’ όλο του το βάθος: η αμφισημία, το διφορούμενο, το υπαινικτικό, αλλά κυρίως η αίσθηση του αδιεξόδου και το αίσθημα μιας υπαρξιακής ασφυξίας, είναι κάποια από τα πολλά γνωρίσματα που έχουν αποδοθεί στον συγκεκριμένο όρο. Τι συμβαίνει όμως όταν το έργο του Φραντς Κάφκα προσεγγίζεται από την 7η τέχνη; Είναι δυνατόν να απεικονιστεί με κινηματογραφικά μέσα η φρικαλέα μεταμόρφωση του Γκρέγκορ Σάμσα, η τρομακτική ιστορία της Σωφρονιστικής αποικίας ή οι περιπέτειες (ούτως ειπείν) του κυρίου Κ. στη Δίκη και στον Πύργο; Μπορεί να εμφανιστεί το βάθος στην επιφάνεια της μεγάλης οθόνης; Μπορεί να αποτυπωθεί στο σελιλόιντ η ζωή του θανάτου;
Ο διαταραγμένος (με την έννοια του ασταθούς και του αβέβαιου) και γι’ αυτό ερεθιστικός πυρήνας του έργου του, λειτούργησε σαν μαγνήτης για τους κατασκευαστές εφιαλτών και ονείρων. Πυρήνας ζοφερός και ποτισμένος στην απόγνωση και στον τρόμο, αλλά ταυτόχρονα εκπεφρασμένος με εκπληκτική ακρίβεια (μοναδική στη γερμανική γλώσσα) – σαν οι υποδοχές του πραγματικού να ανοίγουν μονάχα για να δεχτούν τις συγκεκριμένες λέξεις. Σ’ αυτήν, την εκτυφλωτικής διαύγειας ακρίβεια –το μόνο στέρεο έδαφος στον κόσμο του Κάφκα– στηρίχτηκε κάθε απόπειρα μεταφοράς του σε άλλο είδος τέχνης. Κινηματογραφικά έργα, θεατρικές διασκευές, κόμικς, anime, video-εγκαταστάσεις, αρκετά –αλλά όχι πολλά– βασισμένα ή εμπνευσμένα από το έργο του, λόγω του υψηλού ρίσκου, καθότι το καφκικό εκκρεμές κινείται από το ακραία παράλογο ως την αβάσταχτη αγωνία.
«Η Δίκη» του Όρσον Γουέλς
Πρώτος και καλύτερος ο Όρσον Γουέλς, που ως γνωστόν δεν δίστασε να αναμετρηθεί με μερικά από τα σπουδαιότερα κείμενα του λογοτεχνικού Κανόνα. «Η Δίκη» γυρισμένη το 1962 στο Ζάγκρεμπ, στο Ντουμπρόβνικ και στον κλειστό τότε σταθμό του Gare d’ Orsay πριν αυτός μετατραπεί στο γνωστό μουσείο, είναι η πρώτη ταινία, μετά τον Πολίτη Κέιν, στην οποία έχει πλήρη καλλιτεχνική και οικονομική ελευθερία και είναι η καλύτερη κινηματογραφική μεταφορά έργου του Κάφκα, ενώ και ο ίδιος την θεωρούσε την καλύτερή του. Κινηματογραφώντας στην πραγματικότητα τον λαβύρινθο του μυαλού του Γιόζεφ Κ. όπου τη θέση του Μινώταυρου έχει καταλάβει ένας απρόσωπος και αδυσώπητος μηχανισμός εξουσίας, το έργο μοιάζει εξαρχής με αφηνιασμένο άλογο που καλπάζει ταυτόχρονα προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Η ταινία συλλαμβάνει καίρια το εφιαλτικό που βρίσκεται στο υπέδαφος της γραφής και το οποίο είναι υφασμένο με τις ατσάλινες κλωστές της ενοχής. Ο Κ. εκμηδενίζεται ως άτομο καθώς μεταμορφώνεται σταδιακά σε γρανάζι μιας άγνωστης και πολυπλόκαμης μηχανής, τη λειτουργία της οποίας αδυνατεί και ίσως αρνείται να κατανοήσει. Με μια εξπρεσιονιστική κινηματογράφηση και με τη χρήση των ευρυγώνιων φακών να αλλοιώνουν και να διαστρεβλώνουν κάθε προοπτική διεξόδου και διαφυγής, ο Γουέλς ακυρώνει τον χρόνο, συστέλλει και διαστέλλει τους χώρους, σφίγγοντας τη μέγγενη γύρω από τον άμοιρο ήρωα και πετυχαίνοντας έτσι μια μοναδική αίσθηση ασφυξίας – χαρακτηριστική του μυθιστορήματος. Η δυστοπική σκηνογραφία της ταινίας είναι ανεξιχνίαστη όπως και η ενοχή του Κ.· όλοι οι χώροι, ρευστοί και αενάως μεταβαλλόμενοι, επικοινωνούν μεταξύ τους, θαρρείς πως διαρκώς συνδέονται και αποσυνδέονται, σε μια λογική του παραλόγου που επιτείνει στο έπακρο την ανασφάλεια, την αβεβαιότητα και τη ψυχική αγωνία. Αυτή η εφιαλτική γεωγραφία αποδίδει και το πνεύμα και το γράμμα του βιβλίου και αποτελεί την υπεραξία της ταινίας. Μοναδικές αντιρρήσεις: η τοποθέτηση του κομβικού όσο και κρίσιμου επεισοδίου «Στον Καθεδρικό» (από τα πιο ερμητικά και ποικιλοτρόπως ερμηνευμένα αποσπάσματα του καφκικού έργου) στην αρχή της ταινίας και όχι εκεί που βρίσκεται στο βιβλίο –προς το τέλος (αν και δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι λόγω της πιθανής λαθροχειρίας του Μαξ Μπροντ)–, καθώς και η άνευρη και χωρίς την απαιτούμενη εσωτερική ένταση, ερμηνεία του Άντονι Πέρκινς.
Η πρόσεγγιση του Σόντερμπεργκ
Το 1989, ο 26χρονος Στίβεν Σόντερμπεργκ κερδίζει τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Κανών και την παγκόσμια αναγνώριση με την πρώτη του ταινία «Σεξ, ψέματα και βιντεοταινίες». Δύο χρόνια αργότερα με τον Κάφκα (1991) ο νεαρός αμερικανός κάνει με τη δεύτερη ταινία του ένα παράτολμο άλμα στο κενό και αποτυγχάνει μεγαλειωδώς, επιλέγοντας να «ρίξει» τον συγγραφέα μέσα στο ίδιο του το έργο, σε μια ιστορία καφκική κατ’ επίφαση. Έχοντας στη διάθεσή του ένα εντυπωσιακό καστ και τον καλύτερο κύριο Κ. που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, δηλαδή τον Τζέρεμι Άιρονς, «χάνεται στη μετάφραση» καθώς θέλει να χωρέσει στην ταινία του ολόκληρο το καφκικό σύμπαν: υιοθετώντας τη φόρμα του ψυχολογικού θρίλερ, βάζει τον ανώτερο υπάλληλο και συγγραφέα Κάφκα σε ρόλο ντετέκτιβ και βγάζει στη σκηνή όλους σχεδόν του καφκικούς ήρωες, μπαίνοντας τελικά μέχρι και μέσα στον Πύργο(!) όπου τον υποδέχεται ο Ίαν Χολμ στον ρόλο ενός προπολεμικού δόκτωρα Μένγκελε (η ταινία λαμβάνει χώρα το 1919), ενώ δεν λείπει κι ένα Γκόλεμ (τοπικό προϊόν της Πράγας) στον ρόλο ενός εκτελεστή δολοφόνου και πάει λέγοντας και κλαίγοντας… Αν υπάρχει κάτι σχετικό, αυτό είναι έξω από την ίδια την ταινία και αφορά τις συγκρούσεις και τις παρανοήσεις με την κρατική γραφειοκρατία που προέκυψαν στη διάρκεια των γυρισμάτων στην Πράγα, καθώς μόλις είχε πέσει το κομμουνιστικό καθεστώς και η παραγωγή έμπλεκε διαρκώς σε παράλογες καταστάσεις που θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως καφκικές.
Σε σενάριο Χάρολντ Πίντερ
Την ίδια περίοδο έχουμε μια ακόμα κινηματογραφική μεταφορά της Δίκης (1993) από τον Ντέιβιντ Τζόουνς, η οποία με μια αξιοπρεπή αλλά κάπως παρωχημένη και ακαδημαϊκή κινηματογραφική γραφή, αδυνατεί να διεισδύσει στο έργο του Κάφκα – παρόλο που το σενάριο είναι γραμμένο από τον σπουδαίο Χάρολντ Πίντερ, ο οποίος μετουσίωσε σε διαλογική μορφή μέρη του βιβλίου, προσδίδοντας έτσι μεγάλη δύναμη στους διαλόγους, χωρίς να «προδώσει» το κείμενο. Ο Κάιλ ΜακΛάχλαν, με το μονίμως απορημένο ύφος του, είναι πολύ καλός στον ρόλο του Κ., αλλά την παράσταση κλέβει ο τεράστιος Σερ Άντονι Χόπκινς (τα μοναδικά γκρο-πλαν της ταινίας είναι στο πρόσωπό του), στον ρόλο του ιερέα στο επεισόδιο «Στον καθεδρικό», σεκάνς η οποία είναι και η καλύτερη της ταινίας.
Σε τελική ανάλυση για να μπορέσει κανείς να μεταφέρει το σιδηρούν πλέγμα της γραφής του Κάφκα «αλλού», πρέπει να μπορεί να λύσει τον γόρδιο δεσμό της ρήσης του Μίλαν Κούντερα: « Ο Κάφκα απλώνει παντού το σκοτάδι αφήνοντας όλα τα φώτα αναμμένα».
Άλλες ταινίες βασισμένες σε έργα του Φραντς Κάφκα.
«H Αμερική» ή «Ο αγνοούμενος»: Klassenverhältnisse / Amerika, rapports de classe /Class Relations των Jean-Marie Straub και Danièle Huillet (Γερμανία, 1984), Amerika του Vladimir Michalek (Tσεχία, 1994),
«O Πύργος»: Das Schloss του Michael Haneke (Αυστρία, 1997), Le château του Jean Kerchbron (Γαλλία, 1984), Τhe Castle του Rudolf Noelte (Γερμανία, 1968), Linna του Jaakko Pakkasrirta (Φιλανδία, 1986), Das Schloss του Sylvain Dhomme (Γερμανία, 1962).
«Η μεταμόρφωση»: Die Verwandlung του Valeri Fokin (Ρωσία, 2002), Förvandlingen του Ivo Dvorak (Σουηδία, 1976), Die Verwandlung του Jan Nemec (Τσεχία, 1975), Metamorphosis του Chris Swanton (Μεγάλη Βρετανία, 2012),
«Σωφρονιστική αποικία»: La colonia penal του Raúl Ruiz (Χιλή, 1970).