Σκίτσο του Φραντς Κάφκα, από το κληροδότημα του Μαξ Μπροντ που εκτίθεται στο Εθνικό Μουσείο του Ισραήλ. Φωτογραφία: Ardon Bar Hama.
Ο Φραντς Κάφκα (1883-1924) είναι χωρίς αμφιβολία εξαιρετικά δημοφιλής στην Ελλάδα. Ποιος όμως Κάφκα και γιατί; Η ελληνική ασφυκτική πραγματικότητα, με τους δαιδαλώδεις μηχανισμούς εξουσίας και τους τραγελαφικούς παραλογισμούς της, μας ωθεί συχνά να τον επικαλούμαστε, ενώ στις αλληγορίες και το σαρωτικό χιούμορ του αναγνωρίζουμε γοητευτικά μεταμφιεσμένους τους εφιάλτες μας. Από την άποψη αυτή μόνο παράδοξη δεν μπορεί να θεωρηθεί η διαχρονική του απήχηση στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό και τις προτιμήσεις συγγραφέων και καλλιτεχνών, από τον Γονατά και τον Φραγκιά μέχρι τον Σαχτούρη και τον Λάνθιμο.
Από τις πρώτες μεσοπολεμικές μεταφράσεις στο περιοδικό Μακεδονικές Ημέρες και την έκρηξη του ενδιαφέροντος για τον Κάφκα τη δεκαετία του 1960 μέχρι την πληθωρική εκδοτική παρουσία του στη Μεταπολίτευση και την εμφάνιση ποικίλων χρήσεων, διασκευών και μεταφορών στην παραγωγή των αρχών του 21ου αιώνα, η καταφυγή ελλήνων δημιουργών στο έργο του Κάφκα διαρκώς εξελίσσεται. Ο Κάφκα παραμένει ένας έντονα ανατρεπτικός συγγραφέας που το έργο του αντιστέκεται στις ευνουχιστικές, όπως τις χαρακτήρισε ο Κούντερα, θεολογικές ερμηνείες μιας φλύαρης καφκολογίας, θρησκευτικές, ψυχαναλυτικές, φιλοσοφικές ή μαρξιστικές, που βλέπουν στο έργο του μόνο αλληγορίες. Πάντως, όπως συμβαίνει και με άλλους κλασικούς, ο Κάφκα δεν είναι πια απλώς ένας συγγραφέας με το έργο του, αλλά ένα πεδίο ανοιχτό σε αναγνώσεις, ερμηνείες και χρήσεις.
Κάφκα επίκαιρος και πολιτικός
Με τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από τον θάνατο του, ο συλλογικός τόμος «Ο Κάφκα και η Ελλάδα» που επιμελήθηκαν η Κατερίνα Καρακάση και ο Νικόλαος-Ιωάννης Κοσκινάς (εκδ. Ροές, 2023) περιλαμβάνει επιλεγμένο μέρος από τα πρακτικά του διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά το 2021 στο Τμήμα Γερμανικής Φιλολογίας και Γλώσσας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι δώδεκα ανακοινώσεις του τόμου ανιχνεύουν σφαιρικά ποικίλες όψεις της παρουσίας, της επίδρασης και της πρόσληψης του Κάφκα όχι μόνο στην ελληνική λογοτεχνία, αλλά και τη θεατρική σκηνή, τον κινηματογράφο, την αρχιτεκτονική του χώρου και την εκπαίδευση. Στην πρόθεση των επιμελητών μπορεί κανείς να διακρίνει την ιδέα ότι ο Κάφκα είναι σήμερα πιο επίκαιρος από ποτέ, ακριβώς γιατί στην ουσία του παραμένει ένας βαθύτατα πολιτικός συγγραφέας που με τις ιδιοφυώς παιγνιώδεις αφηγηματικές του επινοήσεις και την απέραντη φαντασία του μεταμόρφωσε το λογοτεχνικό τοπίο του 20ού αιώνα, ρηγματώνοντας την πεζογραφία της αληθοφάνειας και διεισδύοντας στην ευρύτερη σφαίρα της κουλτούρας.
Οι συμβολές του τόμου ποικίλλουν θεματικά αναδεικνύοντας τις τεράστιες εξακτινώσεις της παρουσίας του Κάφκα στον ελληνικό χώρο. Στο πρώτο κείμενο επιχειρείται μια συγκριτική ανάγνωση του καβαφικού ποιήματος «Περιμένοντας τους βαρβάρους» με το καφκικό «Σινικό τείχος» που αναδεικνύει την κατασκευή της έννοιας του ξένου και της ετερότητας του βαρβάρου ως πυλώνων της εξουσίας, περιγράφοντας τη σκηνοθεσία του χώρου αναμονής του εχθρικού «άλλου» σε κείμενα των δύο συγγραφέων που έζησαν εντός μεγάλων αυτοκρατοριών (Καρακάση). Η πρόσληψη του Κάφκα στην Ελλάδα με τη μνημείωση της μορφής του ως ποιητικού προγόνου και μέρους της προσωπικής μυθολογίας μεταπολεμικών και μεταπολιτευτικών ποιητών, όπως ο Σαχτούρης, ο Καρούζος και ο Κοντός, που τον θεματοποίησαν σε ποιήματα καφκικής ατμόσφαιρας, εξετάζεται εμπεριστατωμένα στο επόμενο κείμενο που χαρτογραφεί αδρομερώς την πορεία του Κάφκα στην ελληνική ποίηση, από την ανύπαρκτη σχέση της γενιάς του ’30 μαζί του μέχρι τη σύγχρονη πληθωρική παρουσία (Γαραντούδης).
Στον άξονα του ενδιαφέροντος των ελλήνων συγγραφέων για τον Κάφκα από τη δεκαετία του 1960 έως σήμερα εξετάζονται τρεις περιπτώσεις έργων που συνδέονται με τη μυθολογία της Αριστεράς και στα οποία διακρίνονται καφκικά ίχνη, λειτουργώντας λιγότερο ή περισσότερο και ως απαισιόδοξες πολιτικές αλληγορίες: η αναστοχαστική συλλογή διηγημάτων «Το εκκρεμές» του Λειβαδίτη (Αντωνοπούλου), που σημειώνει την έναρξη μιας διαδικασίας πολιτικής απομάγευσης, το δυστοπικό Πλήθος του Φραγκιά (Μιχαηλίδης) και το εμβληματικό Κιβώτιο του Αλεξάνδρου (Δημουλά - Σινοπούλου). Ειδικά το τελευταίο μελέτημα προβαίνει σε μια διεισδυτική ανάγνωση του Κιβωτίου, που παρακάμπτει την κλειστού νοήματος ερμηνεία του ως πολιτικής αλληγορίας του εμφυλίου, αξιοποιώντας την έννοια της «χειρονομίας» του Μπένγιαμιν ως μορφή επεξήγησης της παραβολικής γραφής του Κάφκα που δημιουργεί αντιστάσεις στην όποια οριστική ερμηνεία, ενώ στο δεύτερο μέρος το ενδιαφέρον εστιάζεται στα πιο σύγχρονα έργα του Θανάση Τριαρίδη. Καφκικά στοιχεία ανιχνεύονται και σε έργα άλλων σύγχρονων δημιουργών των χρόνων της κρίσης, από τον χώρο της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου, όπως ο Φλογοκρύπτης (2003) του Αντονά και ο Αστακός (2015) του Λάνθιμου (Κοσκινάς). Σε αυτή την πολύ ουσιαστική πολιτική προσέγγιση, ακολουθώντας την οπτική της «ελάσσονος» λογοτεχνίας των Ντελέζ-Γκουατταρί, αναδεικνύονται τα πλούσια καφκικά διακείμενα των δύο έργων ως δυστοπικές οπτικοποιήσεις της ασφυκτικά τερατώδους «κανονικότητας» του σύγχρονου ανθρώπου απέναντι στην παράλογη και αυταρχική εξουσία. Ειδικά για τον Λάνθιμο η προτεινόμενη ερμηνεία προσπερνά τη συνήθη ανάγνωση της ταινίας ως αλληγορίας της ελληνικής κρίσης εγγράφοντας την σε οικουμενικότερη προοπτική.
Ο Κάφκα πέρα από τη λογοτεχνία
Δύο θεατρολογικές μελέτες ασχολούνται με ζητήματα σκηνικής πρόσληψης του Κάφκα. Στην πρώτη εξετάζεται η πρόσφατη επιτυχημένη θεατρική διασκευή και μεταφορά της Δίκης στο θέατρο Πόρτα από τη σκηνοθετική ματιά του Θωμά Μοσχόπουλου (2016-18) (Κουλάνδρου), ενώ στη δεύτερη συγκρίνονται οι παλαιότερες, μνημειώδεις και προκλητικές διασκευές της Μεταμόρφωσης που επιχείρησαν, όχι χωρίς αντιδράσεις, ο Άγγλος σκηνοθέτης Στίβεν Μπέρκοφ (1969) και ο Δημήτρης Ποταμίτης (1988) στο πλαίσιο ενός σωματικού θεάτρου (Σεχοπούλου). Με δεδομένη την ισχνή παρουσία του Κάφκα στα σχολικά εγχειρίδια, δύο ανακοινώσεις διερευνούν συγκεκριμένους τρόπους πιο διευρυμένης διδακτικής αξιοποίησης στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (Χατζόγλου) αλλά και στο πλαίσιο της δημιουργικής γραφής στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο (Μπλιούμη - Αραβανή). Επίσης, ακολουθώντας τις θεωρητικές προσεγγίσεις των Ρανσιέρ και Ντελέζ-Γκουατταρί, μια ακόμη πρωτότυπη συμβολή εξετάζει τις σχέσεις ανάμεσα στο εννοιακό, το χωρικό και το αρχιτεκτονικό επίπεδο της γραφής του Κάφκα με άξονα κεντρικές έννοιες του καφκικού σύμπαντος (αγωνία, φόβος, παράλογο, ενοχή, ταυτότητα, δικαιοσύνη) που αποκτούν υλική υπόσταση υπό την οπτική μιας αρχιτεκτονικής ανάγνωσης.
Άφησα σκοπίμως τελευταία την αναφορά στη φαινομενικά έκκεντρη αλλά πολύ ουσιαστική συμβολή του Αλέξανδρου Κυπριώτη που θέτει το μείζον πρόβλημα της επιλογής έκδοσης για τις μεταφράσεις. Χρησιμοποιώντας παραδείγματα από τον Μπλούμφελντ ο μεταφραστής προκρίνει την κριτική σχολιασμένη έκδοση της Φραγκφούρτης σε σχέση με την πιο εύκολα διαθέσιμη αλλά προβληματικά λογοκριμένη έκδοση των απάντων που επιμελήθηκε ο αδελφικός φίλος του Κάφκα Μαξ Μπροντ. Ο Κυπριώτης συστήνει πειστικά να αποφεύγονται παρεμβάσεις που επηρεάζουν τον αφηγηματικό ρυθμό του κειμένου, ενώ για τα ημερολόγια, τις επιστολές και τα σημειώματα προτείνει την επισήμανση αλλά όχι διόρθωση των προφανών αβλεψιών. Είναι κρίμα που δεν περιλαμβάνεται στην ελληνική εκδοχή των πρακτικών και η στρογγυλή τράπεζα των μεταφραστών που ενδεχομένως θα φώτιζε ακόμη περισσότερες πτυχές αυτού του τόσο κρίσιμου θέματος για τις καφκικές σπουδές.
Συνολικά ο τόμος μέσα από ένα ευρύ φάσμα συγκριτολογικών προσεγγίσεων, κατά βάση προσεκτικών στη χρήση θεωρητικών εργαλείων, αναδεικνύει καλειδοσκοπικά την εξακολουθητική παρουσία, τη διαχρονική επίδραση και την πολιτική επικαιρότητα του Κάφκα στην Ελλάδα, αποτυπώνοντας παλαιότερες και νεότερες όψεις μιας εξόχως δυναμικής σχέσης.