Σκίτσο του Φραντς Κάφκα, από το κληροδότημα του Μαξ Μπροντ που εκτίθεται στο Εθνικό Μουσείο του Ισραήλ. Φωτογραφία: Ardon Bar Hama.
Ο Μαξ Μπροντ (Max Brod) είχε εξουσιοδοτηθεί μέσω διαθήκης από τον στενό του φίλο Φραντς Κάφκα να καταστρέψει μετά τον θάνατό του όλα τα αδημοσίευτα κατάλοιπά του. Ο Μπροντ δεν υπάκουσε την τελευταία επιθυμία του φίλου και έκανε ακριβώς το αντίθετο: δημοσίευσε τα πάντα. Στο βιβλίο του «Οι προδομένες διαθήκες» (1993) ο Μίλαν Κούντερα κατακεραυνώνει την πράξη του Μπροντ ως ασυγχώρητη προδοσία, άλλοι και άλλες, πάλι, τον ευγνωμονούν επειδή δεν στέρησε από την ανθρωπότητα αριστουργήματα όπως «Η Δίκη» ή «Ο Πύργος». Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ο Κάφκα γνωρίστηκε με τον Μαξ Μπροντ το 1902 στο Πανεπιστήμιο της Πράγας, όπου σπούδαζαν και οι δύο νομικά. Πρόκειται για την απαρχή μιας φιλίας, που θα παραμείνει ως το τέλος της ζωής και των δύο, αν μη τι άλλο, δημιουργική. Αρχίζουν να επισκέπτονται μαζί λογοτεχνικά καφενεία, αργότερα και νυχτερινά κέντρα, να μελετούν λογοτεχνία, κυρίως, όμως, να γράφουν οι ίδιοι και να συναντιούνται τακτικά, προκειμένου να διαβάσουν ο ένας στον άλλον αποσπάσματα από τα κείμενά τους. Στη λογοτεχνική συντροφιά τους συμμετέχουν και οι Φέλιξ Βελτς και Όσκαρ Μπάουμ, ενώ κατά καιρούς προστίθεται και ο συγγραφέας Φραντς Βέρφελ. Από το 1909 ως το 1911, οι Κάφκα και Μπροντ επιχειρούν ταξίδια σε ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία ή η Ιταλία, γεγονός που θα ενδυναμώσει περαιτέρω τη φιλία τους. Ο Μπροντ, φύση αισιόδοξη και ανοιχτή, στηρίζει ψυχολογικά τον ασταθή Κάφκα και τον παροτρύνει συνεχώς να γράφει, έχοντας αναγνωρίσει εξ αρχής τη μοναδικότητα και ριζοσπαστικότητα της γραφής του έναντι της συμβατικής δικής του. Ο Μπροντ είναι άλλωστε αυτός που θα μεσολαβήσει στον οίκο Rowohlt για την έκδοση του πρώτου βιβλίου του Κάφκα με τίτλο «Στοχασμοί», το 1912. Ο Μπροντ φιλοδοξούσε, πράγματι, να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στα λογοτεχνικά πράγματα του καιρού του και στο πλαίσιο αυτό η προώθηση νέων συγγραφέων αποτελούσε ουσιαστικό μέρος του σχεδίου του. Ο Κάφκα κατείχε ανάμεσα στους προστατευόμενούς του ιδιαίτερη θέση.
Οι δύο διαθήκες
Από το 1917 που αρχίζει να κλονίζεται η υγεία του Κάφκα –διαγιγνώσκεται με φυματίωση και αρχίζει να διαμένει επί μακρόν σε διάφορα σανατόρια–, ο φίλος Μπροντ παραμένει σταθερά στο πλευρό του. Πριν πεθάνει, το 1924, ο Κάφκα διατύπωσε σε δύο επιστολές - διαθήκες προς τον Μπροντ την παράκληση να καταστρέψει ολοσχερώς, όλα ανεξαιρέτως τα αδημοσίευτα κείμενά του, ημερολόγια, επιστολές και χειρόγραφα. Την πρώτη από τις δύο διαθήκες, που είχε συνταχθεί μάλλον το 1921, την είχε δείξει ο Κάφκα στον Μπροντ για να πάρει από εκείνον την απάντηση ότι δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να έκανε κάτι τέτοιο. Ωστόσο ο Κάφκα επαναλαμβάνει και στη δεύτερη διαθήκη του, το 1922, την ίδια επιθυμία ορίζοντας και πάλι τον Μπροντ ως εκτελεστή της εντολής του. Εκείνος αντιστεκόμενος, θα κάνει τα πάντα ώστε ο Κάφκα μεταθανάτια να αποκτήσει τη φήμη που του άξιζε. Ο Μπροντ στρατεύεται στον σκοπό αυτό με τη στήριξη και της οικογένειας του Κάφκα, που δείχνει απόλυτη εμπιστοσύνη στους χειρισμούς του. Ξεκινά το εκδοτικό του σχέδιο με τη δημοσίευση των μυθιστορημάτων «Η Δίκη» (1925), «Ο Πύργος» (1926) και «Αμερική» (1927) και συνεχίζει το 1931 με την έκδοση 18 διηγημάτων υπό τον τίτλο «Το σινικό τείχος». Οι δημοσιεύσεις αυτές οδηγούν γρήγορα σε μια ευρύτερη πρόσληψη του Κάφκα και πέρα από τον γερμανόφωνο χώρο. Το 1935 ο Μπροντ θα αναλάβει την έκδοση των Απάντων του Κάφκα στον εβραϊκό εκδοτικό οίκο Schocken του Βερολίνου.
Η βιογραφία και οι εκδόσεις
Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Μπροντ διεκδικεί αποκλειστικότητα, όχι μόνο στην έκδοση αλλά και στην ερμηνεία του έργου του Κάφκα. Το 1937 εκδίδει την πρώτη βιογραφία του Κάφκα με τίτλο «Φραντς Κάφκα. Μια βιογραφία», για τη συγγραφή της οποίας ο Μπροντ χρησιμοποιεί ως αποκλειστική πηγή τις προσωπικές συνομιλίες που είχε μαζί του και τις δικές του αναμνήσεις, χωρίς διασταυρώσεις, ρευστοποιώντας, έτσι, τα όρια μεταξύ βιογραφίας και αυτοβιογραφίας. Ο Μπροντ παραθέτει πολυάριθμες και, συχνά, αδιάκριτες λεπτομέρειες από τη ζωή του Κάφκα, γεγονός που προκαλεί αντιδράσεις, με πρώτο τον Βάλτερ Μπένγιαμιν να μιλάει σε βιβλιοκρισία του 1938 για αδιακρισία και έλλειψη απόστασης, καταλήγοντας ότι η στάση του Μπροντ ως βιογράφου είναι η πιο ασεβής που μπορεί να φανταστεί κανείς. Ο Μπροντ δεν θα εγκαταλείψει τις προσπάθειές του. Όταν το 1939, με την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στην Τσεχοσλοβακία, αναγκάζεται να διαφύγει με τη σύζυγό του στο Τελ Αβίβ, μεταφέρει μαζί του ως το πιο πολύτιμο αντικείμενό του τα χειρόγραφα του Κάφκα. Συνεχίζει από εκεί τις προσπάθειες έκδοσης και συγγράφει μελέτες για το έργο του Κάφκα, στις οποίες προσπαθεί να τον παγιώσει ως θρησκευτικό στοχαστή με έργο που καταφάσκει την ελπίδα και την πίστη και ανανεώνει την παλιά ιουδαϊκή θρησκευτικότητα – ας μην ξεχνάμε ότι οι μελέτες αυτές γράφτηκαν αμέσως μετά το Ολοκαύτωμα. Την ίδια εποχή ο Μπροντ συμμετέχει σε μια δεύτερη, εμπλουτισμένη με επιστολές και ημερολόγια, έκδοση των Απάντων του Κάφκα που δημοσιεύτηκε στο διάστημα 1950-58. Ως το τέλος της ζωής του προσπάθησε να παραμείνει φρουρός της πρόσληψης του έργου του Κάφκα, κάτι που γινόταν όλο και πιο δύσκολο λόγω της τεράστιας εξάπλωσής του και της πληθώρας των ερμηνευτικών προτάσεων που αναπτύσσονταν, και σκίαζαν, εκ των πραγμάτων, τη δική του.
Προδοσία ή προσφορά
Το ερώτημα γιατί ο Μπροντ παρέκαμψε την επιθυμία του καλού του φίλου, δεν μπορεί να απαντηθεί εύκολα. Ο ίδιος φαίνεται να πιστεύει ότι δεν τον πρόδωσε, μιας και ο φίλος Κάφκα, εάν πραγματικά επιθυμούσε την καταστροφή των γραπτών του, θα είχε επιλέξει έναν άλλον εκτελεστή της διαθήκης, θέση με την οποία συντάσσονται και μελετητές του έργου του Κάφκα, όπως οι Χάινζ Πόλιτζερ [Heinz Politzer] και Έριχ Χέλερ [Erich Heller]. Θα μπορούσε το κίνητρό του να ήταν η ματαιοδοξία, ένας τρόπος να αναδειχθεί ο ίδιος και να μείνει στην ιστορία, έστω με τον ρόλο του διαμεσολαβητή. Θα μπορούσε, τέλος, το κίνητρο να ήταν και πραγματική, ανιδιοτελής αγάπη για τον φίλο και τη λογοτεχνία, απόλυτη πίστη στην αξία αυτού του έργου. Ας μην ξεχνάμε ότι ως το θάνατο του Κάφκα το 90% των κειμένων του ήταν αδημοσίευτα. Αν ο Μπροντ είχε υπακούσει, το έργο αυτό θα είχε παραδοθεί στην πυρά και θα είχε χαθεί δια παντός. Αλλά και το ερώτημα, για το πώς ένιωθε πραγματικά ο Κάφκα ως προς τη δημοσίευση των έργων του, μένει επίσης αναπάντητο. Δεν γνωρίζουμε για ποιους λόγους ο Κάφκα πήρε την απόφαση για μια τέτοια διαθήκη, μπορούμε μόνο να υποθέσουμε ότι οφείλεται στην έντονα κριτική στάση του απέναντι στο έργο του.
Στο αστυνομικής υφής ερώτημα, γιατί ο Κάφκα δεν κατέστρεψε ο ίδιος τα χειρόγραφά του, η απάντηση είναι απλή. Οι επιστολές βρίσκονταν στα χέρια των παραληπτών, χρειαζόταν επομένως ο Μπροντ να τις αναζητήσει, τα δε ημερολόγιά του, υπήρχε πάντα η πιθανότητα να τα χρειαστεί ο ίδιος, μιας και εκεί υπήρχαν καταγεγραμμένες ιδέες και ιστορίες. Ο Κάφκα δούλευε ως την τελευταία στιγμή, γνωρίζουμε ότι τα τυπογραφικά δοκίμια της συλλογής διηγημάτων του «Ο καλλιτέχνης της πείνας» τα διόρθωσε στο σανατόριο λίγο πριν πεθάνει.
Το ερώτημα, αν η πράξη του Μπροντ ήταν προδοσία ή προσφορά, δεν απασχολεί πλέον την έρευνα: Καλά έκανε, συμφωνούν οι ερευνητές και οι ερευνήτριες και αδημονούν για την εύρεση ενός ακόμη πακέτου χειρογράφων του Κάφκα, που είχε στην κατοχή της η τελευταία αγαπημένη του, η Ντόρα Ντίαμαντ [Dora Diamant].