Το 2024 στη γερμανική βουλή θα υπάρχει ένα ακόμα κόμμα, χωρίς να έχουν προηγηθεί εθνικές εκλογές. Πρόκειται για τη Συμμαχία Ζάρα Βάγκενκνεχτ - Για την Αλληλεγγύη και τη Δικαιοσύνη (BSW), η επίσημη ίδρυση της οποίας έχει αναγγελθεί ότι θα γίνει στο τέλος Ιανουαρίου. Η BSW θα εκπροσωπείται στην Μπούντεσταγκ από δέκα βουλευτές και βουλεύτριες, οι οποίοι/ες αποχώρησαν από την Die Linke (Η Αριστερά).
Ένας μικρός αριθμός αναλυτών υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη αποχώρηση/διάσπαση έγινε από τα αριστερά, στηριζόμενος στο γεγονός ότι η Βάγκενκνεχτ και η ομάδα της είναι εναντίον του ΝΑΤΟ στον πόλεμο της Ουκρανίας, και υπέρ της αναδιανομής του εισοδήματος. Τον ισχυρισμό αμφισβητεί το άρθρο του Όλιβερ Νάχτγουεϊ, αναπληρωτή καθηγητή Ανάλυσης των Κοινωνικών Δομών στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, που φιλοξενούμε σήμερα στις Ιδέες, το οποίο δημοσιεύτηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2023 στο Sidecar, το μπλογκ του New Left Review, με τίτλο “Sovereign Virtues?" [Αρετές της (εθνικής) κυριαρχίας;] (newleftreview.org/sidecar/posts/sovereign-virtues)
O ακραία προσωποκεντρικός χαρακτήρας της BSW -που αποτυπώνεται ακόμα και στον τίτλο της, η αντίθεση στα μέτρα αντιμετώπισης της οικολογικής κρίσης, η σκληρή αντιμεταναστευτική ρητορική (με κατηγορίες κατά της πολιτικής των «ανοιχτών συνόρων» της Μέρκελ), η υποτίμηση της σημασίας του φεμινισμού, της υπεράσπισης των σεξουαλικών ιδιαιτεροτήτων και της αντίστασης στον ρατσισμό, το φλερτ με το αντιεμβολιαστικό κίνημα, οι έπαινοι στην μικρομεσαία επιχειρηματικότητα με τον επικεφαλής μιας οικογενειακής επιχείρησης να θεωρείται «πρότυπο πολίτη», η έμφαση στην ανάγκη ενίσχυσης της γερμανικής «εθνικής κυριαρχίας» και αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της ασφάλειας της γερμανικής βιομηχανίας (εξ ου και η προτροπή για προσέγγιση με την Ρωσία του Πούτιν) δεν παραπέμπουν σε ένα αριστερό ριζοσπαστικό κόμμα. Άλλωστε, η Βάγκενκνεχτ χαρακτηρίζει την πολιτική της «αριστερο-συντηρητική», έχοντας εξαφανίσει από τον λόγο της τις λέξεις «σοσιαλισμός» ή «καπιταλισμός».
Οι πρώτες εκτιμήσεις δείχνουν ότι τα εκλογικά ποσοστά του νέου κόμματος τόσο στις επικείμενες εκλογές τριών γερμανικών κρατιδίων, όσο και στις ευρωεκλογές θα είναι αρκετά υψηλά, με την απόσπαση ψηφοφόρων κυρίως από το ακροδεξιό AfD. Το ερώτημα είναι κατά πόσο είναι θετικό μακροπρόθεσμα αυτό να επιτευχθεί με την ενίσχυση των συντηρητικών, αν όχι αντιδραστικών, αντανακλαστικών της κοινωνίας.
Χ.Γο.
Μετά από δεκαοκτώ χρόνια, το Die Linke (Η Αριστερά) δεν εκπροσωπείται πια στη γερμανική βουλή. Με την αποχώρηση της Ζάρα Βάγκενκνεχτ και άλλων εννέα βουλευτών από το κόμμα, τον περασμένο Οκτώβριο, οι εναπομείναντες βουλευτές δεν αποτελούν πλέον κοινοβουλευτική ομάδα. Οι αποστάτες σχεδιάζουν να συμμετάσχουν στις ερχόμενες ευρωεκλογές καθώς και στις εκλογικές αναμετρήσεις σε τρία κρατίδια της Ανατολικής Γερμανίας. Σύμφωνα με τις πρώτες δημοσκοπήσεις, η εκλογική υποστήριξη του νέου πολιτικού σχηματισμού που φέρει τον τίτλο «Συμμαχία Ζάρα Βάγκενκνεχτ - Για τη Λογική και τη Δικαιοσύνη» (BSW), φτάνει σήμερα στο εντυπωσιακό ποσοστό του 12%. Πολλοί σχολιαστές, μεταξύ των οποίων και ο Γιόσουα Ρατς (σε πρόσφατο άρθρο του που δημοσιεύτηκε στο Sidecar), θεωρούν ότι αυτή είναι μια ελπιδοφόρα εξέλιξη. Η Βάγκενκνεχτ, γράφει ο Ρατς, ανταποκρίνεται άμεσα στις υλικές ανησυχίες της γερμανικής κοινής γνώμης: την επίθεση της άρχουσας τάξης στο βιοτικό επίπεδο, τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και την υποταγή του εθνικού συμφέροντος στο συμφέρον της Ουάσινγκτον. Θεωρεί ότι το πρόγραμμά της Βάγκενκνεχτ, το οποίο επικεντρώνεται στην αναδιανομή του εισοδήματος και την αντίθεση στο ΝΑΤΟ, αποτελεί μια σοβαρή απάντηση στο κενό εκπροσώπησης ενός μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος, δεδομένου ότι ο μισός πληθυσμός της Γερμανίας δεν ταυτίζεται με οποιοδήποτε κόμμα. Για να εκτιμήσουμε αν η αισιοδοξία του Ρατς είναι δικαιολογημένη πρέπει να εξετάσουμε προσεκτικότερα τη φυσιογνωμία του BSW. Πόσο ριζοσπαστική είναι η πολιτική του; Και, επιπλέον, έχει κάποιον αριστερό πνευματικό ή φιλοσοφικό προσανατολισμό;
Οι ιδέες
Τη δεκαετία του 1990, η Ζάρα Βάγκενκνεχτ ήταν ακόμα μια γραφική σταλινική κομμουνίστρια που υπερασπιζόταν την κληρονομιά του Βάλτερ Ούλμπριχτ, και ήταν μέλος της Εθνικής Επιτροπής του Κόμματος του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (PDS). Η πολιτική της μεταμόρφωση άρχισε τη δεκαετία του 2010, όταν, ως αντιπρόεδρος του Die Linke και υπεύθυνη του κόμματος για θέματα οικονομίας, ασπάστηκε το ορντοφιλελεύθερο όραμα της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς». Έκτοτε, αναφερόταν συχνά στη σουμπεταριανή καινοτομία1 και ελάχιστα στον σοσιαλισμό. Σήμερα χαρακτηρίζει την πολιτική της ως «αριστερο-συντηρητική», προβάλλοντας ως πρότυπο πολίτη τον ιδιοκτήτη μιας οικογενειακής επιχείρησης. Υποτίθεται ότι απευθύνεται σε ένα παραδοσιακό τμήμα της εργατικής τάξης που είδε την κοινωνική του θέση να υποβαθμίζεται τις τελευταίες δεκαετίες, χωρίς όμως να υποστεί τα χειρότερα δεινά της νεοφιλελεύθερης εποχής. Για τη Βάγκενκνεχτ, η προστασία αυτών των εργατών από πρόσθετες στερήσεις είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, στο οποίο οι μετανάστες συνιστούν μια δυνητική απειλή. Τα «πολιτισμικά θέματα», όπως η διάσταση του φύλου, συνιστούν στην καλύτερη περίπτωση αποπροσανατολισμό, ενώ οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής -όπως η φορολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα ή η σταδιακή κατάργηση των μηχανών εσωτερικής καύσης- είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Αντίθετα, το ζητούμενο θα έπρεπε να είναι η δημιουργία αξιοπρεπών θέσεων εργασίας και η ανάπτυξη «τεχνολογιών του μέλλοντος» με στόχο την αναβίωση της γερμανικής βιομηχανίας.
Για τους υποστηρικτές του, το φαινόμενο Βάγκενκνεχτ συνδυάζει τη σοσιαλδημοκρατία, τον περονικό λαϊκισμό και τον κοινό νου (ή τη «λογική») της εργατικής τάξης. Ο Ρατς φαίνεται να συμφωνεί μαζί της ότι το σημείο εκκίνησης για την Αριστερά του εικοστού πρώτου αιώνα είναι η επαναθεμελίωση της εθνικής κυριαρχίας, με στόχο την ανακατάληψη της πολιτικής εξουσίας, του κράτους πρόνοιας και των διεθνών σχέσεων που σήμερα βρίσκονται στα χέρια των ελίτ. Αυτή η προσέγγιση εντοπίζει εύστοχα τις ατέλειες των σύγχρονων ευρωπαϊκών δημοκρατιών: την καρτελοποίηση των κομμάτων, την κατάλυση των κοινωνικών ρυθμίσεων και τη βίαιη επιβολή της λιτότητας, καθώς και την φιλοατλαντική εξωτερική πολιτική. Έχει επίσης αντιταχθεί με συνέπεια στην Zeitenwende (αλλαγή εποχής ή ιστορική καμπή)2 [στη γερμανική αμυντική πολιτική] και στις συχνά πατερναλιστικές πολιτικές εγκλεισμού και εμβολιασμού που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ταυτόχρονα, όμως, ταλανίζεται από πολλά αθεράπευτα προβλήματα.
Το αντιπρόγραμμα
Το σημαντικότερο είναι ότι, θέτοντας σε αντιπαράθεση τους «παγκοσμιοποιημένους» με τους εθνικούς θεσμούς, το αντι-πρόγραμμα της Βάγκενκνεχτ δεν προτείνει τίποτα περισσότερο από μια ανέφικτη επιστροφή στη Χρυσή Εποχή του καπιταλισμού. Ο Ρατς , προς τιμήν του, αναγνωρίζει τις «δυσκολίες της προσπάθειας να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της γερμανικής βιομηχανίας ... στο πλαίσιο μιας χρόνιας επιδείνωσης της παγκόσμιας οικονομίας». Αλλά γι' αυτόν, οι δυσκολίες αυτές είναι περισσότερο πρακτικές παρά ιδεολογικές. Δεν αναρωτιέται αν η «εθνική κυριαρχία» ή ο «βιομηχανικός ανταγωνισμός» θα έπρεπε ως θέμα αρχής να αποτελούν προτεραιότητες για τους σοσιαλιστές. Και οι δύο έννοιες, οι οποίες κατέχουν σημαντική θέση στο έργο κοινωνιολόγων όπως ο Βόλφγκανγκ Στρέεκ και ο Άντονι Γκίντενς, είναι αμφισβητήσιμες από μαρξιστική άποψη, δεδομένου ότι αντικαθιστούν τον διεθνισμό με τον εθνικό κεϋνσιανισμό, και τη συνεργασία με τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό. Επιπλέον, από τη στιγμή που η επιστροφή σε ένα ολοκληρωμένο εθνικό κράτος πρόνοιας είναι δύσκολη σε έναν κόσμο όπου οι ροές κεφαλαίου και οι παραγωγικές σχέσεις έχουν αποκτήσει ένα διεθνικό χαρακτήρα, το πιθανότερο είναι ότι το συγκεκριμένο εγχείρημα θα καταλήξει απλώς στην παραγωγή μια πολιτικής με οπισθοδρομικά χαρακτηριστικά.
Η Βάγκενκνεχτ είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του κινδύνου. Η αποκλειστική επικέντρωσή της στην επαναθεμελίωση της εθνικής κυριαρχίας αντικατέστησε την ταξική πολιτική με την εθνική πολιτική. Δεν είναι αλήθεια, όπως ισχυρίζεται ο Ρατς, ότι «υπάρχει μια υπερβολή» στην άποψη ότι η μετανάστευση αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο του προγράμματός της και ότι «στις δημόσιες ομιλίες της η έμφαση που δίνει στο θέμα αυτό είναι ελάχιστη». Στην πραγματικότητα, η Βάγκενκνεχτ χρησιμοποιεί διαρκώς τους μετανάστες ως αποδιοπομπαίους τράγους - καταγγέλλοντας το «ανεξέλεγκτο άνοιγμα των συνόρων» από τη Μέρκελ, απαιτώντας περισσότερες απελάσεις, πάταξη των διακινητών, αυστηρά όρια στις νέες εισροές και ένα πλαφόν και κοινωνικών παροχών στους αιτούντες άσυλο. Μία από τις λίγες στιγμές στις οποίες απέφυγε να θέσει το ζήτημα αυτό στο επίκεντρο, ήταν όταν ανακοίνωσε την ίδρυση του BSW. Όμως, στη συνάντηση για το μεταναστατευτικό που πραγματοποιήθηκε [στις 7 Νοεμβρίου 2023] στο Βερολίνο, απευθυνόμενη στους εκπροσώπους των κρατιδίων και της ομοσπονδιακής κυβέρνησης που συμμετείχαν σ' αυτήν, τους επιτέθηκε με σφοδρότητα από τα δεξιά : «Σήμερα το μήνυμα προς τον κόσμο πρέπει να είναι το εξής: Η Γερμανία είναι γεμάτη [από μετανάστες], η Γερμανία δεν έχει άλλο χώρο, η Γερμανία δεν είναι πλέον διατεθειμένη να είναι ο υπ' αριθμόν 1 [μεταναστευτικός] προορισμός».
Η απεύθυνση
Οι υποστηρικτές της Βάγκενκνεχτ θεωρούν ότι αυτή η ρητορική θα βοηθήσει το BSW να ξανακερδίσει εκείνο το μέρος του εκλογικού σώματος που μετακινήθηκε από την Αριστερά προς το AfD. Όμως, αυτή η προσδοκία δεν στηρίζεται στα στατιστικά δεδομένα. Παρόλο που, το 2017, το Die Linke έχασε 400.000 ψηφοφόρους προς το AfD, εκείνη τη χρονιά σημείωσε το δεύτερο καλύτερο εκλογικό αποτέλεσμα στην ιστορία του (9,2%). Έκτοτε η κατάσταση έχει αλλάξει. Το 2021, όταν το Die Linke συγκέντρωσε μόνο το 4,8% των ψήφων, έχασε μόνο 90.000 ψηφοφόρους προς το AfD και πάνω από ένα εκατομμύριο προς τους Πράσινους και το SPD. Οι περισσότερες αξιόπιστες έρευνες δείχνουν ότι, τα επόμενα χρόνια, το Die Linke θα βρίσκεται σε ανταγωνισμό κυρίως με τα δύο τελευταία κόμματα, ενώ το BSW είναι πιο πιθανό να ανταγωνίζεται το AfD και, σε κάποιο βαθμό, το CDU και το SPD.
Το AfD, δεν αντλεί τη δύναμή του από πρώην αριστερούς, αλλά κυρίως από τα κόμματα της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς, καθώς και από μεγάλο μέρος της αποχής. Η διείσδυση της Βάγκενκνεχτ στο χώρο του AfD δεν οφείλεται στο γεγονός ότι παίρνει από αυτό ψηφοφόρους που μετακινούνται προς τα αριστερά, αλλά στο ότι ανακυκλώνει τα επιχειρήματα της εθνικιστικής Δεξιάς. Αν και η προσέγγισή της απευθύνεται σε ένα μικρό τμήμα του εκλογικού σώματος που ευνοεί την αναδιανομή του εισοδήματος αλλά αντιτίθεται στη διαφορετικότητα, είναι πιο δημοφιλής στο τμήμα του πληθυσμού που είναι αντίθετο και στα δύο. Όπως αναφέρει μια έρευνα, η Βάγκενκνεχτ έχει σημαντική απήχηση «σε όσους αυτοπροσδιορίζονται περισσότερο ως δεξιοί από κοινωνική και πολιτισμική άποψη και προσανατολίζονται περισσότερο προς την αγορά, και σε εκείνους που τάσσονται υπέρ μιας πιο περιοριστικής μεταναστευτικής πολιτικής».
Η εκπροσώπηση
Μια από τις πιο διεξοδικές πρόσφατες έρευνες σχετικά με την ταξική δομή και την κοινή γνώμη της Γερμανίας, που πραγματοποιήθηκε από τους Στέφεν Μάου, Λίνους Βεστχάουζερ και Τόμας Λουξ, δείχνει ότι οι βιομηχανικοί εργάτες τάσσονται κατά μέσο όρο πιο επικριτικά απέναντι στη μετανάστευση από ό,τι ο υπόλοιπος πληθυσμός. Ωστόσο, η ίδια έρευνα διαπιστώνει επίσης ότι η ομάδα αυτή χαρακτηρίζεται από σημαντικές «ενδοταξικές διαφωνίες», με περισσότερο από το ένα τρίτο της να μην έχει καθόλου ξενοφοβικές αντιλήψεις, και το υπόλοιπο να αμφιταλαντεύεται περισσότερο στο ζήτημα αυτό απ' ό,τι αφήνει να εννοηθεί ο λόγος της Βάγκενκνεχτ που απευθύνεται σε μια, κατά την γνώμη της, κοινωνικά συντηρητική εργατική τάξη. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας, όπου οι προοδευτικές απόψεις είναι σαφώς πλειοψηφικές. Η Βάγκενκνεχτ δεν λαμβάνει υπόψη της αυτά τα απλά δεδομένα. Απορρίπτει τον σύγχρονο φεμινισμό, την queer πολιτική και τον αντιρατσισμό, θεωρώντας τα ως ιδεολογήματα μιας «Αριστεράς του lifestyle», την οποία απορρίπτει ως «υπεροπτική»- η οποία διεξάγει έναν πολιτισμικό πόλεμο από τον οποίο ωφελείται μόνο η Δεξιά.
Σε ορισμένα θέματα, όπως ο μιλιταρισμός και η επιδημία Covid, η Βάγκενκνεχτ έχει πράγματι αντισταθεί στη συναινετική ομαδική σκέψη των ελίτ και έχει εκφράσει μια διαφορετική άποψη. Ωστόσο, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι θέσεις της εντάσσονται στο πλαίσιο της γενικότερης πολιτικής της αντίληψης. Η άρνηση πειθάρχησης στο ΝΑΤΟ την οποία υποστηρίζει δεν υπαγορεύεται από έναν αντιιμπεριαλισμό από θέση αρχής. Οφείλεται στην εκτίμηση ότι μια περισσότερο θετική στάση απέναντι στη Ρωσία θα ενίσχυε την ενεργειακή ασφάλεια της Γερμανίας και θα συνέβαλε στην επαναβιομηχάνισή της. Πρόκειται για μια θέση απομονωτική, όχι διεθνιστική. Αυτό φάνηκε στις συγκεντρώσεις κατά του ΝΑΤΟ στις οποίες η Βάγκενκνεχτ έπαιξε έναν πρωταγωνιστικό ρόλο, όπου οι δικοί της άνθρωποι -ιδιαίτερα ο σύζυγός της, Όσκαρ Λαφοντέν, πρώην ηγέτης του SPD- δεν θορυβήθηκαν από τη συμμετοχή σ’ αυτές υποστηρικτών του AfD.
Κατά τον ίδιο τρόπο, η αντίθεση της Βάγκενκνεχτ στην κυβερνητική πολιτική για την πανδημία είναι κάτι περισσότερο από μια απλή υπεράσπιση των «πολιτικών ελευθεριών». Αποτυπώνει και μια σκεπτικιστική στάση απέναντι στην ίδια την επιστήμη, μια στάση που συχνά διολισθαίνει στη συνωμοσιολογία – με την αναφορά στους κινδύνους από τις παρενέργειες των εμβολίων κλπ. Η κριτική της για τα λοκντάουν, είτε συμφωνεί κανείς με αυτά είτε όχι, στηρίζεται σε μια ωραιοποιημένη μεσοαστική αντίληψη της «ελευθερίας» την οποία θεωρεί ατομικό δικαίωμα και όχι κοινωνικό πρόταγμα. Η θέση αυτή υιοθετεί τα κλισέ του δεξιού λαϊκισμού και όχι τον λόγο της αλληλεγγύης.
Τέλος, η Βάγκενκνεχτ όχι μόνο δεν υποστηρίζεται από «κάποιο δραστήριο κοινωνικό κίνημα», όπως παραδέχεται ο Ρατς. Δεν έχει κανέναν απολύτως σύμμαχο στα συνδικάτα, συμπεριλαμβανομένων των πιο δραστήριων αριστερών συνδικάτων. Άλλοι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες του ευρωατλαντικού χώρου, από τον Κόρμπιν μέχρι τον Σάντερς και τον Ιγκλέσιας, προσπάθησαν να αναπτύξουν δεσμούς με το εργατικό κίνημα, με διαφορετικά μεταξύ τους αποτελέσματα. Αντίθετα, η Βάγκενκνεχτ, αν και ισχυρίζεται ότι νοιάζεται για τις αμοιβές των εργατών και τις συνθήκες εργασίας τους, ενδιαφέρεται ελάχιστα για τα θεσμικά όργανα που αγωνίζονται για να υπάρξει κάποια βελτίωση στα συγκεκριμένα θέματα - ίσως επειδή η σύναψη συμμαχιών με τις εν λόγω συλλογικές οργανώσεις θα ερχόταν σε αντίθεση με το «από πάνω προς τα κάτω» προσωποπαγές στυλ της. Η δυσάρεστη αλήθεια είναι ότι, απαλλαγμένος από αυτές τις δεσμεύσεις, ο βαγκενκγνεχτισμός συνιστά απλώς μια νέα μορφή βοναπαρτισμού, που επιδιώκει να εκπροσωπήσει τα παθητικά και αντιδραστικά τμήματα των κατώτερων και μεσαίων τάξεων.
Μετάφραση: Χάρης Γολέμης
ΣτΜ:
1. O Γιόζεφ Σουμπέτερ (1883-1950) ήταν αυστριακός οικονομολόγος με σημαντική συμβολή σε διάφορα πεδία της οικονομικής θεωρίας, γνωστός κυρίως για το κλασικό βιβλίο του Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία (Παπαζήσης, 2006). Κατ’ αυτόν, βασικός παράγοντας της οικονομικής ανάπτυξης είναι η επιχειρηματική καινοτομία, δηλαδή η εισαγωγή στην παραγωγική διαδικασία νέων τεχνικών μεθόδων, το άνοιγμα νέων αγορών, καθώς και η δημιουργία νέων εταιρικών σχημάτων. Σε αντίθεση με τον Μαρξ, από τον οποίο δανείστηκε πολλά στοιχεία της ανάλυσής του για το καπιταλιστικό σύστημα, ο Σουμπέτερ θεωρούσε ότι το κέρδος δεν οφείλεται στην εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, αλλά στις καινοτομίες των πρωτοπόρων επιχειρηματιών.
2. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε από τον Καγκελάριος Όλαφ Σολτς σε ομιλία που έκανε στη Γερμανική Βουλή, στις 27 Φεβρουαρίου 2022, για να χαρακτηρίσει την πριν από τρεις ημέρες εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η «αλλαγή εποχής» σηματοδοτήθηκε με μια μεγάλη αύξηση των γερμανικών αμυντικών δαπανών.