Η μετα-μνημονική, μετα-covid, μετα-αποξενωτική, μετα- φοβική και μετα-(μη)επικοινωνική/ψηφιακή εποχή δημιούργησε -ιδίως για τους ανήλικους- μια δυστοπική συνθήκη. Μπορεί να μην υπάρχουν πρόσφατες έρευνες στη χώρα, αλλά αναμφίβολα τόσο τα ποσοτικά, όσο κυρίως τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανήλικης παραβατικότητας, έχουν αλλάξει. Οι έφηβοι ζουν σήμερα μέσα σε μια ζοφερή πραγματικότητα. Αποτελούν μέλη μιας κοινωνίας που τρέφεται από τη βία για να την αναπαράξει στη συνέχεια.
Η βία στη ζωή τους
Φαίνεται μάλιστα να έχει κανονικοποιηθεί στις σχέσεις γύρω τους. Τη ζουν στην οικογένειά τους, όπως αυτή αποτυπώνεται στους υψηλούς δείκτες του ενδοοικογενεικού πλαισίου. Τα πρόσφατα περιστατικά πατροκτονιών απέδειξαν για ακόμα μια φορά τη νομοτελειακή λειτουργία του κύκλου της βίας, την αναμενόμενη εναλλαγή των ρόλων θύτη-θύματος και την οικτρή αποτυχία του έγκαιρου εντοπισμού και αποτελεσματικής παρέμβασης.
Τη βία βιώνουν, επίσης, οι ανήλικοι στο σχολείο, το οποίο αδυνατεί να υπερασπιστεί τον κοινωνικό του ρόλο, περιορίζοντας τις αρμοδιότητές του στην κάλυψη της ύλης. Σπάνια πια λειτουργεί ως πολύτιμο προστατευτικό δίκτυ, όταν αυτό της οικογένειας είναι διάτρητο. Αναμφίβολα, η σύσταση Επιτροπών Διεπιστημονικής Υποστήριξης (ΕΔΥ), οι οποίες λειτουργούν σε ορισμένα μόνο σχολεία, μια φορά την εβδομάδα, δεν επαρκεί. Η δε αδικαιολόγητη απουσία μόνιμων ψυχολόγων (ΠΕ 23) αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό, τη στιγμή που η αξιοποίησή τους αποτελεί ανάγκη επιτακτική.
Οι έφηβοι ζουν τη βία και στον κοινωνικό χώρο που τους περιβάλει, όπου οι όροι κοινωνικής συμβίωσης μεταβλήθηκαν τα τελευταία χρόνια δραματικά. Γίνονται επίσης κοινωνοί της μέσα από τον αδηφάγο φακό των ΜΜΕ, που επίμονα και σκόπιμα προβάλλει μόνο το έγκλημα με «αίμα και σπέρμα».
Έχασαν τα όρια
Κάθε προσπάθεια αιτιολόγησης των πράξεών τους, απομονώνοντάς τες από το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ζουν, είναι εκ προοιμίου λανθασμένη και ενδέχεται να οδηγήσει σε επικίνδυνες ερμηνείες και σε πλήρη απομείωση της κατανόησης της παραβατικής τους συμπεριφοράς. Γιατί αυτοί οι ανήλικοι δρουν σε ένα κοινωνικό πλαίσιο με φθαρμένες ραφές: διαφθορά, κοινωνική ανισότητα, απουσία κοινωνικού και προνοιακού Κράτους, κακοποιητικό Σύστημα Παιδικής Προστασίας, διακρίσεις σε βάρος των πιο ευάλωτων, κ.ά. Μέσα από αυτές τις ρωγμές και τα ραγίσματα σταθερών και ιδανικών, αναδύεται το έγκλημα. Μέσα από την ανυπαρξία στοιχειωδών μέτρων πρόληψης, δομών παιδικής προστασίας και κατάλληλων φορέων ψυχοκοινωνικής υποστήριξης, θεμελιώνεται για να απλώσει ρίζες βαθιές. Αναπόφευκτο αποτέλεσμα: οι πολύμορφες κοινωνικές βλάβες και ο μεγάλος τραυματισμός.
Οι ανήλικοι μέσα σε όλο αυτό το πλαίσιο, έχασαν -μεταξύ άλλων- τα όρια. Η άσκηση βίας μεταξύ συνομηλίκων συχνά εκλαμβάνεται από τους ίδιους ως ένα «παιχνίδι» επιβολής -όπου η εναλλαγή ρόλων είναι συχνή- με απόλυτη νομιμοποίηση, έχοντας τη βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να εμπλακούν ποτέ στο Σύστημα Ποινικού Μηχανισμού. Άλλωστε, γνωρίζουν ότι σε πολλές περιπτώσεις η τέλεση εγκλημάτων από ενήλικες -πολύ μεγαλύτερης ηθικοκοινωνικής απαξίας (π.χ ανθρωποκτονία, αιμομιξία, διακίνηση ανθρώπων, οικονομικό έγκλημα, κ.ά.)- μένει ανεξιχνίαστη, άρα και ατιμώρητη, ενώ παράλληλα μαθαίνουν ότι αθωώνονται, ακόμα και πολίτες που έχουν κατηγορηθεί για πολύ σοβαρότερες ποινικά κολάσιμες πράξεις.
Αυτή η απώλεια των ορίων, η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς και η αμφισβήτηση της ορθής λειτουργίας του Συστήματος απονομής Δικαιοσύνης αποτελούν μερικές μόνο πτυχές της ευρύτερης κοινωνικής βλάβης σε μια Πολιτεία, η οποία μάλιστα αξιώνει από όλους το σεβασμό του θεσμικού πλαισίου, δίχως να έχει μάθει διαχρονικά πρώτα η ίδια να τιμά.
Είναι προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού;
Συνάδει για παράδειγμα με τις επιταγές τις Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού η με εισαγγελική εντολή «προστατευτική φύλαξη» δεκάδων κακοποιημένων παιδιών σε νοσοκομείο για ενήλικες αρρώστους για αόριστο χρονικό διάστημα, λόγω της αδυναμίας φιλοξενίας τους σε κατάλληλο πλαίσιο; Δεν συνιστά η εν λόγω πρακτική μια ακραία μορφή βίας σε βάρος τους;
Αξίζει επίσης να υπογραμμιστεί ότι, αν και διανύουμε μια περίοδο σημαντικής αύξησης των περιστατικών ψυχικών νόσων στην εφηβική ηλικία λόγω της κοινωνικής αποδιοργάνωσης και των δυσλειτουργικών οικογενειακών δεσμών, αν και γνωρίζουμε τους παράγοντες επικινδυνότητας τέλεσης μιας αξιόποινης πράξης, η κατάσταση στο πεδίο είναι αποκαρδιωτική, αν όχι εγκληματική.
Δε συνιστά βία η έλλειψη δυνατότητας άμεσης νοσηλείας ενός έφηβου σε περίπτωση αντιμετώπισης σοβαρών ψυχιατρικών προβλημάτων και η εγγραφή του σε ατελείωτες λίστες αναμονής; Βία δεν είναι επίσης, η απουσία ειδικών ξενώνων φιλοξενίας, η αδυναμία έγκαιρων παρεμβάσεων, η τρομακτική υποστελέχωση των παιδοψυχιατρικών κλινικών και ιατροπαιδαγωγικών κέντρων, η μη εφαρμογή σημαντικών αναμορφωτικών μέτρων, οι περιορισμένες δυνατότητες εξωιδρωματικής μεταχείρισης και η δυσλειτουργία των ιδρυμάτων παιδικής προστασίας, με αποτέλεσμα συχνά οι ανήλικοι να επαναθυματοποιούνται σε χώρους προορισμένους για τη φροντίδα και την ασφάλειά τους;
Είναι προς «το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού» η ανυπαρξία προνοιακών δομών για την ανηλικότητα και η υποστελέχωση των σχετικών κοινωνικών υπηρεσιών; Σε 16 από τα 63 πρωτοδικεία δε λειτουργούν καθόλου οι υπηρεσίες επιμελητών ανηλίκων, ενώ σε 25 υποστηρίζονται μόνο από έναν/μια επιμελητή/ήτρια, ο/η οποίος/α μάλιστα εξυπηρετεί όχι μόνο ανήλικους παραβάτες του νόμου και τις οικογένειές τους, αλλά και ενήλικους που εκτίουν ποινές στην κοινότητα. Ο μεγαλύτερος Δήμος της χώρας, διαθέτει όλους κι όλους 27 κοινωνικούς λειτουργούς στις υπηρεσίες κοινωνικής προστασίας, από τους οποίους 8 μόνο έχουν τοποθετηθεί στην ομάδα Παιδικής Προστασίας του δήμου. Ακόμα και ο «Συνήγορος του Παιδιού», η μοναδική και τόσο σημαντική για τη δικαιοταξία μας Ανεξάρτητη Αρχή αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα στελέχωσης. Αρκούν οκτώ ειδικοί επιστήμονες για να παρέμβουν σε υποθέσεις παραβιάσεων δικαιωμάτων του παιδιού που λαμβάνουν χώρα σε όλη την επικράτεια;
Είναι προς «το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού» (βλ. άρθρο 3 ΔΣΔΠ) ο εγκλεισμός σε σωφρονιστικό κατάστημα, το οποίο μάλιστα δεν έχει προβλέψει τη «φιλοξενία» παιδιών μετά την κατάργηση του Ειδικού Καταστήματος Κράτησης Κορίνθου, αλλά μόνο νεαρών ενηλίκων (άνω των 18); Και οι κατευθυντήριες γραμμές για μια «Φιλική προς τα παιδιά Δικαιοσύνη» του Συμβουλίου της Ευρώπης; Τα παραπάνω δε συνιστούν ακόμα πράξη βίας σε όλο αυτό το ατελείωτο γαϊτανάκι;
Το συνεχές σπιράλ της «καθόδου»
Η όποια απόπειρα ερμηνείας της αύξησης της παραβατικότητας δεν μπορεί να μη λάβει υπόψη της τις παραπάνω χρόνιες, τραγικές διαπιστώσεις και παθογένειες ενός Συστήματος που νοσεί βαριά. Η ματαίωση, η μοναξιά, το ανεπούλωτο τραύμα, η διάψευση κάθε προσδοκίας, αναμένεται με βεβαιότητα να οδηγήσει έναν ανήλικο στη βία και την (αυτο)καταστροφή.
Μια κακοποιητική ή αποδιοργανωμένη οικογένεια είναι βία. Τα μέλη είναι τα θύματά της. Η ανυπαρξία ενός κοινωνικού - προνοιακού κράτους και η μη εφαρμογή της νομοθεσίας για την προστασία της ανηλικότητας, είναι βία. Η κοινωνία είναι το θύμα της.
Δεν μπορεί παρά να υπογραμμιστεί ότι η ανάγκη προστασίας της ανηλικότητας και η υπερίσχυσή της έναντι οιασδήποτε άλλης ιδιότητας του παιδιού (θύματος, θύτη, μάρτυρα κ.λ.π), προβάλλει στην έννομη τάξη μας τόσο επιτακτικά όσο ποτέ άλλοτε. Κάποτε επίσης θα πρέπει να περάσουμε -όπως όλες οι άλλες δικαιοταξίες- από την κατασταλτική και ανταποδοτική, στην αποκαταστατική δικαιοσύνη.
Η αυστηροποίηση των ποινών συνιστά μια λανθασμένη, ανορθόδοξη και συχνά μια επικίνδυνη αντεγκληματική πολιτική για ένα Κράτος Δικαίου. Μόνο η επένδυση σε προγράμματα πρόληψης και έγκαιρης παρέμβασης, η άμεση στελέχωση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας και δομών προστασίας της ανηλικότητας, η υποστήριξη των δυσλειτουργικών οικογενειών, η ευαισθητοποίηση της κοινότητας και η ενδυνάμωση του κοινωνικού ρόλου του σχολείου, μπορεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Διαφορετικά το συνεχές σπιράλ της «καθόδου» δε θα έχει τέλος.
Ο παιδίατρος και σπουδαίος ψυχαναλυτής Donald Winnicott ανέδειξε χρόνια τώρα, τη σημασία των διαφορετικών μορφών προσεγγίσεων (κυρίως ψυχοεκπαιδευτικών) και εναλλακτικών τρόπων παρεμβάσεων της Πολιτείας. Όπως χαρακτηριστικά ο ίδιος τόνισε στην περίφημή ομιλία του προς δικαστές το 1946: «ο ανήλικος παραβάτης βιώνει μια αίσθηση απώλειας και αποστέρησης. Ψάχνει τα κρατήματά του. Ανθρώπους να τον κατανοήσουν και να τον οριοθετήσουν Αυτό που μας λέει ο έφηβος με αντικοινωνική συμπεριφορά είναι: «κρατήσέ με» με σταθερότητα, σε χρειάζομαι».
Απαιτείται επειγόντως «άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά».