Η Γεωργία Μουράτη ήταν 41 ετών. Βρισκόταν στον τρίτο μήνα της κύησης. Δολοφονήθηκε το βράδυ της πρωτοχρονιάς. Όπως όλα τα στοιχεία δείχνουν ένοχοι για το έγκλημα είναι ο 39χρονος σύντροφός της και ένας 34χρονος φίλος του (ο οποίος έχει ομολογήσει και έχει περιγράψει τις συνθήκες του εγκλήματος). Ο σύντροφος της την σκότωσε. Οι δύο άντρες έβαλαν το σώμα σε ένα μπαούλο. Το μετέφεραν από την Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης με το αυτοκίνητο του 34χρονου σε δύσβατη δασική περιοχή του δήμου Θέρμης. Το πέταξαν στους θάμνους. Η Γεωργία Μουράτη είχε μία ακόμη κόρη από παλαιότερο γάμο. Μια κόρη δεκατριών χρονών.
Ήταν η πρώτη γυναικοκτονία της χρονιάς. Μια θλιβερή υπενθύμιση της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η κοινωνία στην οποία ζούμε. Μια υπενθύμιση του θεσμικού κενού που αφήνει τις γυναίκες απροστάτευτες, που δεν αποθαρρύνει τους θύτες. Η περίπτωση της Γεωργίας Μουράτη είναι ενδεικτική. Ο σύντροφός της (και όπως όλα δείχνουν δολοφόνος της) είχε κατηγορηθεί για κακοποιητικές συμπεριφορές από την πρώην σύντροφό του ενώ η αδερφή του είχε καταγγείλει πως την είχε βιάσει. Ο 39χρονος είχε καταδικαστεί τέσσερις φορές αμετάκλητα για τον ξυλοδαρμό της αδελφής του ενώ εκκρεμούν εις βάρος του άλλες πέντε αντίστοιχες μηνύσεις και ένα πλούσιο ιστορικό καταγγελιών για αντίστοιχες πράξεις. Το βήμα προς την γυναικοκτονία είναι ορατό από τα δεδομένα ως αυτονόητο και προδιαγεγραμμένο. Και το θεσμικό πλαίσιο που δεν μπόρεσε να το διακρίνει ένοχο μαζί με τους δολοφόνους.
Ζούμε σε μια κοινωνία θηλειά. Σε μια κοινωνία όπου τα αιτήματα των δικαιωμάτων βαθαίνουν ενώ ένα κομμάτι μένει σταθερό στη συντήρηση. Κάνοντας όλο και πιο ορατό το χάσμα ανάμεσα στο επιθυμητό από την μία και το θλιβερό αδιέξοδο που η κοινωνία αυτή έχει κολλήσει από την άλλη. Ζούμε σε μια χώρα που προσπαθεί διαρκώς να εκσυγχρονιστεί (ή τουλάχιστον αυτό φαντασιώνεται) χωρίς να έχει καταφέρει να διώξει από πάνω της της άγραφη αρχαϊκότητα της. Αυτό το μείγμα στρεβλής παράδοσης και ζωώδους που δομείται πάνω στο ένστικτο, στα αντανακλαστικά, στο σκοτάδι ενός ασαφούς αυτονόητου εντός του οποίου σταθερά κατοικεί ο νόμος του ισχυρού. Και ο ισχυρός στην μικροκλίμακα των αρχαϊκών κοινωνιών είναι πάντοτε ο φορέας της πατριαρχίας.
Αυτή είναι και η αντίφαση που ενσαρκώνει με τον πιο θλιβερό τρόπο η συγκεκριμένη κυβέρνηση. Από την μία να ευαγγελίζεται έναν φαντασιακό εκσυγχρονισμό και ταυτόχρονα να αποφεύγει να δυσαρεστήσει τα αρχαϊκά ακροατήρια που τη στηρίζουν. Διεκδικώντας ακριβώς τα ακροατήρια αυτά από τα ακροδεξιά κόμματα, ενστερνιζόμενη ακροδεξιές στάσεις και πολιτικές. Καταλήγοντας τελικά να αποφεύγει να νομοθετήσει τη νομική αναγνώριση της γυναικοκτονίας και να πάρει μέτρα ενώ ταυτόχρονα περιορίζεται σε έναν απάνθρωπο ανθρωπισμό των εύκολων δηλώσεων αποτροπιασμού, σε μια γενικόλογη ρητορική που αποφεύγει την όποια μέριμνα.
Ενώ την ίδια στιγμή εντός αυτού του πλαισίου απουσίας, υποκρισίας και υπεκφυγής, τρέφεται μέσα στην κοινωνία μια ολόκληρη κουλτούρα βίας, διαχωρισμού και επιβολής απέναντι στις γυναίκες. Μια κουλτούρα- κληρονομιά από ένα σταθερό παρελθόν. Μια κουλτούρα που βάζει αστερίσκους σε κάθε έγκλημα, μια κουλτούρα που δικαιολογεί την κάθε παρεκτροπή, μια κουλτούρα που κατοχυρώνει τον δομικό σεξισμό ως μέρος της κυρίαρχης καθημερινής αφήγησης.
Μια κουλτούρα που με ημερολογιακή ακρίβεια θα γεννήσει τις αυριανές γυναικοκτονίες.