Η πρόσφατη εκλογή με 40% του Γουίλιαμ Λάι Τσινγκ-Τε, υποψηφίου του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος υπέρ της πλήρους ανεξαρτησίας της Ταϊβάν από την Κίνα, χαροποίησε τις ΗΠΑ και εξόργισε την Κίνα, που τον χαρακτηρίζει «επικίνδυνο αυτονομιστή». Το θέμα της Ταϊβάν βρίσκεται «στο κέντρο των θεμελιωδών συμφερόντων της Κίνας και είναι η πρώτη κόκκινη γραμμή που δεν πρέπει να ξεπεραστεί στις κινεζικές-αμερικανικές σχέσεις», όπως τονίζει μια δήλωση του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών. Το Πεκίνο υπογραμμίζει επίσης ότι «αντιτίθεται σθεναρά στη δήλωση του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών σχετικά με τις εκλογές στην κινεζική περιφέρεια της Ταϊβάν, παραβιάζοντας την αρχή της Ενιαίας Κίνας και των τριών κοινών κινεζικών-αμερικανικών ανακοινωθέντων». Σύμφωνα με το κινεζικό υπουργείο, οι ΗΠΑ «έστειλαν ένα σήμα εντελώς λανθασμένο, για το οποίο η Κίνα είναι αντίθετη και δυσαρεστημένη και γι’ αυτό διαμαρτύρεται έντονα». Και καταλήγει: «Παρά την ψήφο το νησί δεν ήταν ποτέ ανεξάρτητο και δεν πρόκειται να είναι».
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η κινεζική ηγεσία άφησε να εννοηθεί ότι αν η Ταϊβάν κηρυχθεί ανεξάρτητη θα είναι αναπόφευκτη μια στρατιωτική απάντηση. Προς το παρόν, όμως, πέρα από τις οργισμένες αντιδράσεις, δεν φαίνεται να προχωρά άμεσα σε παρόμοιες ενέργειες…
Ο Γουίλιαμ Λάι, ο νέος πρόεδρος της Ταϊβάν, ευχαρίστησε τον αμερικανό υπουργό Εξωτερικών για το συγχαρητήριο μήνυμα που έλαβε, αμέσως μετά την εκλογή του. «Η συνεργασία Ταϊβάν-ΗΠΑ είναι σύμφωνη με τις κοινές αξίες και τα κοινά μας συμφέροντα», έγραψε ο Λάι στο Χ, προσθέτοντας ότι «σε συνεργασία με τους φίλους των Ηνωμένων Πολιτειών η Ταϊβάν δεσμεύεται να προωθήσει τη δημοκρατία, την ειρήνη και την ευημερία στον Ινδο-Ειρηνικό». Σε αυτό δεν συμφωνεί ο επικεφαλής της κινεζικής διπλωματίας, υπουργός Εξωτερικών Γουάνγκ Γι, ο οποίος, σε συνέντευξη Τύπου μαζί με τον αιγύπτιο ομόλογό του Σαμλέχ Σούκρι σο Κάιρο είπε ότι «όποιο και να είναι το αποτέλεσμα των εκλογών, δεν μπορεί να αλλάξει το βασικό γεγονός ότι υπάρχει μια μόνη Κίνα και η Ταϊβάν είναι τμήμα της». Στη συνέχεια προειδοποίησε ότι οι πρωτοβουλίες υπέρ της ανεξαρτησίας «θα τιμωρηθούν αυστηρά».
Στην ανακοίνωση του κινεζικού υπουργείου διαβάζουμε ότι η Κίνα ήταν πάντα αντίθετη «με αποφάσεις οποιασδήποτε μορφής για επίσημες συναλλαγές μεταξύ ΗΠΑ και Ταϊβάν». Υπενθύμισε, εκτός των άλλων, ότι οι ηγέτες των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν επαναλάβει πολλές φορές ότι «δεν υποστηρίζουν την ανεξαρτησία της Ταϊβάν, τις “δύο Κίνες” ή μια Κίνα, μια Ταϊβάν». Το Πεκίνο επαναλαμβάνει στη συνέχεια το αίτημα προς την Αμερική να σταματήσει τις επίσημες συναλλαγές μεταξύ Ουάσινγκτον και Ταϊπέι και «να σταματήσει να στέλνει λανθασμένα σήματα στις αυτονομιστικές δυνάμεις».
Έπειτα από τη δήλωση του προέδρου Μπάιντεν ότι οι ΗΠΑ δεν στηρίζουν την ανεξαρτησία της Ταϊβάν, μια αποστολή αμερικανών πρώην αξιωματούχων έφθασε στην Ταϊβάν για να πραγματοποιήσει μετεκλογικές συναντήσεις «ιδιωτικού χαρακτήρα» με την ηγεσία του νησιού, σύμφωνα με όσα αναφέρονται από το American Institute in Taiwan (Ait), τη de facto πρεσβεία των ΗΠΑ στην Ταϊπέι, μεταφέροντας τα συγχαρητήρια του αμερικανικού λαού προς την Ταϊβάν.
Η Κίνα διαμαρτυρήθηκε και στον ιάπωνα υπουργό Εξωτερικών, επειδή το Τόκιο συγχάρηκε τον νέο πρόεδρο της Ταϊβάν, θεωρώντας ότι «αυτό συνιστά μια προφανή παράβαση της αρχής της «Ενιαίας Κίνας» σε ξεκάθαρη αντίθεση με το πνεύμα των τεσσάρων πολιτικών κειμένων μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας».
Η πολυπλοκότητα των σχέσεων μεταξύ Ταϊβάν και Κίνας προέρχεται από την ιστορία των δύο χωρών. Η Ταϊβάν, εκτός από την κύρια νήσο Φορμόζα, ελέγχει και άλλα μικρά κοντινά αρχιπέλαγα. Για να αποφύγουν προστριβές με την Κίνα οι περισσότερες χώρες του κόσμου δεν αναγνωρίζουν επίσημα την Ταϊβάν.
Το 1949, όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας νίκησε στον πόλεμο κατά του Κουομιτάνγκ, ο Τσάνγκ Κάι Σεκ, κυνηγημένος από τον επαναστατικό στρατό, κατέφυγε στην Ταϊβάν, έχοντας στα σχέδιά του την ανακατάληψη ολόκληρης της χώρας. Προφανώς αυτό δεν συνέβη, αλλά οι ΗΠΑ και οι περισσότερες χώρες του κόσμου, εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, αναγνώρισαν την κυβέρνηση της Ταϊπέι ως τη νόμιμη κινεζική κυβέρνηση.
Τη δεκαετία του ‘70, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν, όταν οι ΗΠΑ προσέγγισαν την κομμουνιστική Κίνα και αναγνώρισαν την κυβέρνησή της. Έτσι, οι χώρες που προηγουμένως είχαν αναγνωρίσει την Ταϊβάν, διέκοψαν τις διπλωματικές σχέσεις μαζί της και πλησίασαν την Κίνα, χωρίς όμως να θέλουν να εγκαταλείψουν την Ταϊβάν, που ήταν μάλιστα στρατιωτικός σύμμαχός τους και είχε μια αξιοζήλευτη στρατηγική θέση. Η πολιτική αυτή «στρατηγική ασάφεια» επέτρεψε κυρίως στις ΗΠΑ να έχουν ανεπίσημες διπλωματικές σχέσεις με την Ταϊβάν και να προμηθεύουν αμυντικά όπλα στην Ταϊβάν.
Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, το 1992 το 25,5% του πληθυσμού θεωρούσε ότι ήταν κινεζικό, το 17,6% της Ταϊβάν και το 46,4% ότι ήταν και τα δύο. Σήμερα, το 62,8% θεωρεί ότι ανήκει στην Ταϊβάν και μόλις το 2,5% θεωρεί ότι είναι κινεζικό.
Επίσης, όλες οι πολιτικές δυνάμεις έχουν απαρνηθεί την άποψη της διεκδίκησης της κυριαρχίας ολόκληρης της Κίνας και θέλουν μόνο τη δική τους ανεξαρτησία.
Έτσι, η Ταϊβάν καλεί την Κίνα να «αντιμετωπίσει την πραγματικότητα» και «να σεβαστεί τα αποτελέσματα των εκλογών, εγκαταλείποντας τα σχέδια καταστολής, ούτως ώστε οι θετικές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στις δύο όχθες των Στενών της Ταϊβάν να επιστρέψουν στον σωστό δρόμο».
Αυτό που είναι βέβαιο, είναι ότι η κατάσταση γίνεται πολυπλοκότερη αλλά, εν όψει εκλογών στις ΗΠΑ, μάλλον δεν θα υπάρξουν σύντομες εξελίξεις.