Η αλήθεια είναι ότι η κυβερνητική πλειοψηφία δεν περνάει τις καλύτερες μέρες της. Πριν καν πάρει τη μορφή σχεδίου νόμου η θεσμοθέτηση του γάμου ανεξαρτήτως φύλου, η κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ έχει χωριστεί τουλάχιστον στα τρία: σε όσους και όσες σκέφτονται να την υπερψηφίσουν ή να την καταψηφίσουν και σε όσους και όσες ψάχνουν να βρουν τρόπο να αποφύγουν το δίλημμα με την αποχή από την ψηφοφορία.
Τον χορό σέρνει ένας πρώην πρωθυπουργός, ο κ. Σαμαράς, αλλά το χειρότερο είναι ότι ακολουθούν νυν υπουργοί, πρωτοκλασάτοι, όπως ο κ. Βορίδης, και μη. Με αποτέλεσμα η εικόνα της κυρίαρχης πολιτικά ΝΔ, που προέκυψε από τη διπλή εκλογική επιτυχία μόλις πριν από ένα εξάμηνο, να τραυματίζεται επικοινωνιακά, παρά την πάντα καλή διάθεση των μίντια απέναντί της. Τα οποία, για να ελαφρύνουν την ατμόσφαιρα, διαδίδουν επίμονα ότι ο διχασμός διαπερνά όλα τα κόμματα.
Γιατί τώρα, γιατί έτσι;
Πολλοί αναρωτιούνται γιατί ο πρωθυπουργός να ανοίξει τώρα μια τέτοια διχαστική για το κόμμα του συζήτηση. Διατίθενται τουλάχιστον τρεις απαντήσεις. Όσο πιο κοντά στη μεγάλη εκλογική επιτυχία, τόσο καλύτερα για την ηγεσία και τόσο χειρότερα για τον εσωκομματικό αντίλογο. Όσο πιο αδύναμη και διασκορπισμένη η αντιπολίτευση, τόσο ευκολότερο για την κυβέρνηση. Αύριο κανείς δεν ξέρει τι ξημερώνει. Και το κυριότερο, η κυβέρνηση δεν είχε άλλη επιλογή, από τη στιγμή που δύο κόμματα της αντιπολίτευσης, ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και Νέα Αριστερά, κατέθεταν ή είχαν έτοιμα προς κατάθεση τα δικά τους σχετικά σχέδια νόμου στη Βουλή. Υπήρχε ορατός κίνδυνος η κυβερνητική πλειοψηφία να βρεθεί στην πολύ χειρότερη θέση να προσθέτει τις δικές της, έστω και απομειωμένες, ψήφους για την υπερψήφιση μιας ρύθμισης πιο ολοκληρωμένης πιθανότατα που προωθεί η αντιπολίτευση, η οποία περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα της ΝΔ, αλλά εκείνη δεν τόλμησε να φέρει στη Βουλή.
Ένας βαθύτερος πολιτικός λόγος, πάντως, αποτελούσε το έδαφος πάνω στο οποίο φύτρωναν αυτά τα προβλήματά της. Το καύχημα της ηγεσίας Μητσοτάκη στη ΝΔ ήταν πως κατόρθωνε να φιλοτεχνεί ένα κεντροδεξιό μεταρρυθμιστικό προφίλ συγκρατώντας στο εσωτερικό του κόμματος, και μάλιστα σε ηγετικές θέσεις, την ακραία ιδεολογικά δεξιά πτέρυγα, παρά τις επίμονες προσπάθειες να σχηματιστεί στα δεξιά της επικίνδυνος για την κυριαρχία της πολιτικός πόλος. Όφειλε, συνεπώς, και στη συγκεκριμένη συγκυρία να φροντίσει και τη μία και την άλλη παρειά της.
Από τακτικισμό καλά πάμε
Από τακτική άποψη επιχείρησε το καλύτερο δυνατό. Φρόντισε το μεταρρυθμιστικό κεντροδεξιό προφίλ της με την περιγραφή ενός σχεδίου νόμου, που προσπαθεί, από τη μια, να μην ερεθίζει υπερβολικά τη δεξιά της πτέρυγα, από την άλλη να αφήνει δρόμους επικοινωνίας με το κεντρογενές κοινό. Και μιλώντας για την ευχέρεια αποχής από την ψηφοφορία για κάποιους από τους βουλευτές της –ενώ ταυτόχρονα προσβλέπει στις ψήφους της αντιπολίτευσης– επιχειρεί να έχει και τον σκύλο χορτάτο και την πίτα ακέρια επιτρέποντας στους συντηρητικότατους του εσωκομματικού αντίλογου να επικοινωνούν με το συντηρητικό κοινό τους λέγοντας ότι αυτοί, πάντως, δεν ψήφισαν την επίμαχη νομοθετική ρύθμιση.
Ορισμένοι πιο καχύποπτοι εκτιμούν ότι ο θόρυβος αφήνεται να δυναμώνει, καθώς στο πεδίο εκτυλίσσεται η επίθεση της ακρίβειας και στη Βουλή προωθείται, σε καθεστώς σιωπής ουσιαστικά, ο νομοθετικός βραχίονας του νεοφιλελευθερισμού.
Θα έχει, άραγε, το ποθούμενο αποτέλεσμα ο ελιγμός; Η ζωή θα δείξει. Η ηγεσία, πάντως, θα μπορεί να λέει πως έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε.
Με το «αν» πολιτική δεν γίνεται
Ένα πράγμα, ωστόσο δεν είναι δυνατό να εξασφαλίσει: ότι από αυτή την αναταραχή δεν θα προκύψει κάποιος επίδοξος ηγέτης μιας επιχείρησης συσπείρωσης της άκρας Δεξιάς, κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, που θα μπορούσε να σχηματίσει έναν ισχυρό πόλο στα δεξιά της ΝΔ. Μερικοί δαχτυλοδείχνουν ήδη τον κ. Βορίδη, χωρίς να συνεισφέρουν στοιχεία από κάποιο σχετικό ρεπορτάζ. Ενώ από την πλευρά των ήδη τοποθετημένων στην άκρα Δεξιά, οι σχετικές φήμες ερμηνεύονται σαν συμπαιγνία για τη δημιουργία κόμματος στα δεξιά της ΝΔ, φίλα προσκείμενου, ωστόσο, σε αυτήν και διατεθειμένου να συνεργαστεί, στην ανάγκη, μαζί της. Τόσο επιθετικά απαντάει στη σχετική πρόκληση τουλάχιστον ο κ. Βελόπουλος εκ μέρους της Ελληνικής Λύσης.
Συμπερασματικά, η κυβέρνηση και η ΝΔ δεν φαίνεται να βρίσκονται μπροστά σε μια σοβαρή πολιτική ήττα, παρά το γεγονός ότι το επεισόδιο θα αφήσει αμυχές στο περιποιημένο πρόσωπό τους. Αν, πάντως, μας επέτρεπε η θεωρία της πολιτικής ανάλυσης να χρησιμοποιήσουμε το «αν», θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι πολιτική ήττα θα ήταν δυνατόν να υποστούν, αν η δημοκρατική αντιπολίτευση συντονισμένα φρόντιζε με το καλημέρα να έχει καταθέσει τη δική της συλλογική και προωθημένη νομοθετική πρόταση στη Βουλή, υποχρεώνοντας τη ΝΔ είτε να την καταψηφίσει, είτε να επιτρέψει τη λεγόμενη κατά συνείδηση ψήφο στους βουλευτές της, προκειμένου να καλύψει το κεντροδεξιό της κέρας.
Κάτι τέτοιες υποθέσεις, όμως, μοιάζουν με όνειρο χειμωνιάτικης νύχτας, με πρωταγωνιστή μια αντιπολίτευση από την οποία, στη συντριπτική πλειονότητά της, απουσιάζει ακόμα και η στοιχειώδης αίσθηση της ανάγκης για μια πολιτική συμμαχιών. Αντίθετα, κυριαρχούν είτε ο συντηρητικός σεχταρισμός, είτε ο «εσωτερικός αγών» για την κυριαρχία και τη νεκρανάσταση του συναινετικού δικομματισμού, με τα ίχνη ενός αλλοτινού ριζοσπαστισμού του προοδευτικού κέντρου χαμένα στο διάστημα. Αν το συμπέρασμα ακούγεται καταθλιπτικό, μετά χαράς να αποδειχτεί η ανακρίβειά του.