Η πραγματικότητά μας ορίζεται ως ένα ακαθόριστο, ρευστό σύνολο όπως αυτό προκύπτει από μια ατελείωτη διαδικασία διάσπασης προσοχής. Η πληροφορία βιώνεται ως οδοιπορικό στο κέντρο ενός επιθετικού σμήνους. Σε διεκδικεί από κάθε πλευρά και κάθε σημείο. Όχι για να σε κρατήσει αλλά για να σου αποσπάσει την προσοχή από μια άλλη πληροφορία. Να σε κατακτήσει στιγμιαία. Σαν για να επιβεβαιώσει πως μπορεί να το κάνει και στη συνέχεια να σε αφήσει. Μουσική, βίντεο, φωτογραφίες, μηνύματα, κλίσεις. Δεν περιορίζονται στην κλειστή αντίληψη ενός γραφείου ή ενός φορητού υπολογιστή. Γίνονται προεκτάσεις του σώματος, κατοικούν διαρκώς πάνω μας μετατρέποντάς μας σε ξενιστές.
Δικτυωμένοι διαρκώς με το παντού, διαμπερείς στην πρόσβαση, προσπελάσιμοι. Καταλογογραφημένοι, οριοθετημένοι και προσιτοί. Η παρουσία μας χάνει παρόν από παντού. Οι μικρές μας στιγμές πολιορκούνται. Γίνονται αντιληπτές και βιώνονται ως κενά που πρέπει να γεμίσουν. Άμεσα, αντανακλαστικά. Κάθε αναμονή γίνεται ευκαιρία να χαζέψεις κάτι, κάθε δραστηριότητα μπορεί να συνοδευτεί και από κάτι άλλο. Να ακούς μουσική ενώ περπατάς, να διαβάζεις τα νέα ενώ περιμένεις, να στέλνεις μηνύματα σε κάποιον ενώ βαριέσαι. Δεν είμαστε ποτέ πια μόνοι. Ακόμα και στη μοναξιά μας. Συγκατοικούμε διαρκώς με ένα αμφίβολο πλήθος σε μια ελάχιστη απόσταση. Γινόμαστε οι ορατές εκδοχές μας. Πάντοτε υπόλογοι, πάντοτε εξετάσιμοι σε μια πολλαπλή νοερή αξιολόγηση από όλα τα διαδικτυακά μάτια ταυτόχρονα. Μια αξιολόγηση αισθητική, πολιτική, ηθική. Ο πέρα κόσμος, αυτός που κατακλύζει όλη μας τη δραστηριότητα δεν ησυχάζει ποτέ.
Και ο χρόνος περνάει γρήγορα έτσι. Σαν να βρίσκεσαι στο κέντρο ενός μεγάλου πλήθους, σε μια πορεία ή μια συναυλία. Σαν να μοιράζεσαι στιγμές συρρικνώνοντας τον χρόνο. Αλλά δεν μοιράζεσαι. Απλώς χάνεις. Αν και γεμίζεις διαρκώς, το άθροισμα είναι διαρκώς άδειο. Όλος αυτός ο χαμός απλωμένος στο κεφάλι μιας καρφίτσας. Όλη αυτή η φασαρία στοιβαγμένη στις τσέπες σου. Ο ρυθμός μιας ακαθόριστης βιασύνης. Να πράξεις, να κοιτάξεις, να ενημερωθείς. Να συμμετέχεις. Ακόμα και χωρίς στόχο. Κυρίως χωρίς στόχο. Κυρίως ως μια ακαθόριστη υποχρέωση.
Περισσότερο από ποτέ έχουμε ανάγκη από το μεγάλο Τίποτα. Τις πράξεις αυτές που δεν ενημερώνουν και δεν ενημερώνονται. Την ησυχία της πληροφορίας στην καθημερινή μας συναναστροφή, την παύση της συμμετοχής μας σε αυτό το ακαθόριστο γίγνεσθαι. Μια άσκοπη βουβή βόλτα χωρίς προορισμό. Το να κάτσεις με έναν φίλο σιωπηλά. Το να ξαπλώσεις χωρίς να θες να κοιμηθείς και να προτιμήσεις τη σιωπή από την κάθε άκοπη σειρά και το κάθε άσκοπο βίντεο. Η πληροφορία πρέπει να σταματά, ο εαυτός να ησυχάζει. Ώστε να γίνει και πάλι προσιτός από τον ίδιο τον εαυτό.
Αναχωρητές του παρόντος λοιπόν. Με σβηστά κινητά και φιμωμένες οθόνες. Γιατί οι πραγματικές μας σκέψεις, τα πραγματικά μας αισθήματα φύονται στη σιωπή, στην ηρεμία, στην ακινησία των πραγμάτων μπροστά μας. Υπάρχει ένα βάρος που ανακτάς κοιτώντας τα ακίνητα πράγματα. Μια βεβαιότητα της παρουσίας, μια στιβαρή επιβεβαίωση του υπαρκτού. Είναι ο μινιμαλισμός ενός νατουραλισμού της πραγματικότητας. Τα πράγματα που δεν εξιστορούν τίποτα πέρα από τον εαυτό τους. Στέκουν εκεί σαν αποσπασμένες μονάδες χωρίς να νοιώθουν αναγκασμένα να σε πληροφορήσουν για το σύνολο. Απλώς εκεί, προτείνοντάς σου διακριτικά να κάνεις το ίδιο. Να υπερασπιστείς μαζί τους το μεγάλο Τίποτα κόντρα σε κάθε επικοινωνία, πληροφόρηση ή σκοπό. Το μεγάλο Τίποτα ενός εαυτού που απολαμβάνει τον εαυτό του χωρίς βοήθειες ή δεκανίκια, χωρίς φιλική επίβλεψη και ηθική επιτήρηση. Σκέτος, στο χείλος των πραγμάτων, μια ανάσα πέρα από το οτιδήποτε.