Ξεκινώντας θα ήθελα να διευκρινίσω πως το άρθρο αυτό είναι καταρχήν αυτοκριτικό. Δεν περιορίζεται στην αυτοκριτική. Ξεκινάει όμως από αυτή. Όχι ως αυτομαστίγωμα, αλλά κυρίως ως μια πολιτική παραδοχή. Η ερώτηση του τίτλου είναι ενδεικτική. Προφανής όπως όλα τα καίρια διλλήματα στη βιογραφία ενός ανθρώπου. Και απολογιστική, όπως η στιγμή αυτή που κάποιος στέκεται μπροστά στον καθρέφτη και νιώθει πως ξαφνικά, ενώ διαρκώς το απέφευγε, ήρθε η ώρα να αναμετρηθεί με το ίδιο του το βλέμμα.

Δεν ξέρω για εσάς, αλλά για εμένα για πολλούς από εμάς φαντάζομαι η απάντηση είναι ευθαρσώς αρνητική. Όχι, δεν κάναμε αυτά που μπορούσαμε. Όχι δεν έκανα αυτό που μπορούσα. Και δεν μιλάμε εδώ για ικανότητα και αποτυχία. Μιλάμε κυρίως αποφυγή δέσμευσης, επένδυσης χρόνου και ενέργειας, ενθουσιασμού και οράματος. Πρακτικής τριβής και επιμονής. Αντιστοίχισης των λόγων, των ιδεών και των απόψεων με τα έργα. Δεν δώσαμε όσα θα μπορούσαμε να δώσουμε. Δεν κάναμε αυτό που θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει.

Μοιάζουμε φτιαγμένοι από πλαδαρό μέταλλο. Επιρρεπείς στη δικαιολογία. Στην εφευρετικότητα της αποφυγής. Έχουμε μάθει να καθησυχάζουμε τους εαυτούς μας. Να δικαιολογούμε στάσεις, να βαφτίζουμε το ελάχιστο των προσφορών μας ως πολιτική άποψη, ως θέση. Αποδεχόμενοι και ενστερνιζόμενοι τον κομφορμισμό της ικανοποίησης, τον ηδονισμό της εύκολης επιλογής, την κατάφαση στη ρουτίνα ως ρυθμό του κόσμου. Να κάνουμε τόσα όσα χρειάζεται να κάνουμε ακριβώς ώστε να πούμε πως κάτι κάναμε.

Η αριστερά στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες επιβιώνει ως μια μεγάλη δικαιολογία. Ως μια συμπαγής αξιακή πρόθεση και ως μια κεκαλυμμένα απρόθυμη εκτέλεση. Δεν υπάρχει πουθενά πυρετός (φυσικά με εξαιρέσεις), μόνο μια μέτρια, βαρετή υγεία. Της ορθής τοποθέτησης, της ενάρετης αντίληψης. Δεν είναι οι συνθήκες, εμείς είμαστε. Οι φορείς μιας προκεχωρημένης αλήθειας που η ίδια η αυτοαντίληψη μας δικαιολογεί την αποφυγή της διεκδίκησής της. Το κρίσιμο της στάσης, την ακρότητα του επείγοντος.

Και όμως οι πινακοθήκες μας είναι γεμάτες από παραδείγματα ανθρώπων που έπραξαν ακριβώς με τον αντίθετο τρόπο. Που αποφάσισαν έναν σκοπό και δεσμεύτηκαν σε αυτόν. Που έδωσαν, ξόδεψαν, θυσίασαν. Που έμειναν στην ιστορία όχι υποχρεωτικά για αυτά που θέλησαν, αλλά για τον τρόπο που τα διεκδίκησαν. Για τη δέσμευση αυτή που μετατρέπει τον στόχο από φάσμα σε σάρκα. Για την πράξη τους που έδωσε νόημα στον σκοπό και όχι το αντίστροφο.

Αυτό που ενσαρκώνουμε σήμερα είναι ο κομφορμισμός μιας εποχής χαμηλών πτήσεων. Ένα ξόδεμα στο όνομα της ηθικής μας ορθότητας χωρίς ουσιαστικό διακύβευμα. Μια ατελείωτη αναμέτρηση προθέσεων, που αγνοεί επιδεικτικά τόσο την ανάγκη, όσο και την ίδια την πραγματικότητα στην οποία κατοικεί η ανάγκη αυτή. Δεν είναι οι συνθήκες, εμείς είμαστε.

Και αν όλα αυτά γράφονται, δεν είναι απαισιοδοξία. Ακόμα περισσότερο δεν είναι μια παραδοχή τέτοια που θα ικανοποιήσει τον αυτοκριτικό ναρκισσισμό της εξαίρεσης, την ενάρετη χροιά της εξομολόγησης, την αυτοϊκανοποίηση της παραδοχής. Γιατί αν είμαστε κάτι, αυτό είναι αδύναμοι, ανθρώπινοι, ατελείς. Φτιαγμένοι στο μέτρο των εποχών που μας γέννησαν. Μπορούμε να δικαιολογήσουμε χωρίς να ψάχνουμε υπεκφυγές, χωρίς να τις χρειαζόμαστε. Ακριβώς γιατί ξέρουμε πως ποτέ δεν είναι αργά. Για δέσμευση, για συμμετοχή, για πράξη. Για τη στιγμή αυτή που με ύφος όχι θριάμβου, αλλά υπαρξιακής ανακούφισης θα μπορούμε να πούμε (στον εαυτό μας πρωτίστως): Ναι έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα.

Γιατί κάθε παρόν είναι μια ενδεχόμενη αφετηρία.

Θωμάς Τσαλαπάτης tsalapatis.blogspot.com Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet